Εχουν περάσει 60 χρόνια από τότε που η τελευταία συμμαχική κυβέρνηση στην κοινοβουλευτική μας ιστορία υπέβαλε την παραίτησή της. Ηταν Οκτώβριος του 1952 και ήταν μια κυβέρνηση Πλαστήρα. Η οποία είχε μόλις προλάβει να συμπληρώσει έναν χρόνο ζωής – και είχαν προηγηθεί άλλες επτά, ακόμη πιο βραχύβιες κυβερνήσεις συνεργασίας ανάμεσα στις εκλογές του 1950 και του 1951. Επειτα ήρθε ο στρατάρχης Παπάγος να σαρώσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», με το 49% των ψήφων στην κάλπη και το 82% των εδρών στην Βουλή. Και από τότε η Ελλάδα δεν κυβερνήθηκε ποτέ ξανά – δεν μετρώ τις ειδικού σκοπού και περιορισμένης θητείας κυβερνήσεις Τζαννετάκη, Ζολώτα, Παπαδήμου – από σχήμα στο οποίο συμμετείχαν περισσότερα του ενός κόμματα.
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός, πριν και μετά τη δικτατορία, είχε ως οδηγό του ένα ακλόνητο, ιερό δόγμα: πως η χώρα, για να ευτυχήσει, χρειάζεται ισχυρές και σταθερές κυβερνήσεις και τέτοιες είναι μόνον οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις με άνετη, μονοκομματική πλειοψηφία. Οι οποίες προέκυπταν πάντα από τις κάλπες, χάρις σε τρία πολύτιμα εργαλεία: Τον εκλογικό νόμο. Την ισχυρή δικομματική πόλωση. Και την προεκλογική, πελατειακή δημαγωγία.
Αν η εκλογή αυτοδύναμης κυβέρνησης είναι καθαγιασμένος στόχος, τότε όλα τα μέσα επιτρέπονται, ο λαϊκισμός συγχωρείται, η καταδημαγώγηση των ψηφοφόρων με ψευδείς υποσχέσεις οικονομείται, η συναίνεση απαγορεύεται, η πόλωση πρέπει να ανατροφοδοτείται διαρκώς. Και όταν, όπως τα ζευγάρια που ζουν πολλά χρόνια μαζί, τα δύο κόμματα εξουσίας άρχισαν να μοιάζουν υπερβολικά το ένα στο άλλο και ήταν δύσκολο να βρουν ουσιαστικές διαφωνίες ώστε να αντιπολιτεύεται το ένα το άλλο, ο εκάστοτε αντιπολιτευόμενος έστηνε μια ηθική εκστρατεία «κάτω τα σκάνδαλα, κάτω οι κλέφτες» και πορευόταν.
Κάπως έτσι, με τα χρόνια, με τις δεκαετίες, μια δημοκρατία που ήθελε να ξορκίσει την ανάμνηση των ασταθών, αδύναμων κυβερνητικών σχηματισμών του μακρινού της παρελθόντος, παραδόθηκε σε μια πολιτική κουλτούρα πόλωσης και λαϊκισμού που την αιχμαλώτισε και απειλεί να τη θανατώσει. Κάπως έτσι, επίσης, ένα κατά τα άλλα άψογο κοινοβουλευτικό πολίτευμα μεταλλάχθηκε σε καθεστώς κομματοκρατίας, με τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία να υποτάσσουν μια ακυρωμένη Δημόσια Διοίκηση στις ανάγκες της αναπαραγωγής τους, να εξουδετερώνουν κάθε θεσμικό αντίβαρο στην εξουσία τους και να εμπεδώνουν μια κουλτούρα «διανομής λαφύρων» στον δημόσιο βίο.
Κι έπειτα, η χώρα ανακάλυψε ξαφνικά ότι οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πια να εγγυηθούν την ευημερία που υπόσχονταν. Ηρθε η διπλή ταπείνωση της χρεοκοπίας και της υπαγωγής στην επιτήρηση των δανειστών. Ηρθε, από κοντά, και η εξευτελιστική αδυναμία, δύο χρόνια τώρα, του πολιτικού συστήματος να μεταρρυθμίσει τον χρεοκοπημένο εαυτό του πρώτα και τις χρεοκοπημένες δημόσιες δομές έπειτα, και να κατανείμει με στοιχειώδη δικαιοσύνη τα βάρη της πτώχευσης. Και η χώρα κατέληξε στο συμπέρασμα, αποτυπωμένο στο αποτέλεσμα δύο εκλογικών αναμετρήσεων, πως και το δόγμα της αυτοδυναμίας χρεοκόπησε και πως πρέπει να δοκιμάσουμε τη συνταγή των πολιτικών συμμαχιών.
Και κάπως έτσι προέκυψε η κυβέρνηση που ορκίστηκε προχθές – η πρώτη κυβέρνηση εθελοντικής συμμαχίας κομμάτων, έπειτα από 60 ολόκληρα χρόνια.
Η κυβέρνηση αυτή, το ξέρουμε όλοι, έχει μια επείγουσα προτεραιότητα: να τραβήξει χειρόφρενο πριν τον γκρεμό, να διαπραγματευθεί με τους Ευρωπαίους, να αναστήσει μια νεκρή Δημόσια Διοίκηση, να ανακόψει τον θανάσιμο κύκλο της ύφεσης, να γιατροπορέψει την πληγωμένη κοινωνική συνοχή. Αλλά η πραγματική της αποστολή, το πεδίο στο οποίο θα κριθεί είναι άλλο: είναι αν αυτή, η πρώτη έπειτα από έξι δεκαετίες συμμαχική κυβέρνηση, θα εκπληρώσει την προσδοκία του εκλογικού σώματος να σπάσει τον κύκλο της διεφθαρμένης κομματοκρατίας και του πελατειακού λαϊκισμού, να μεταρρυθμίσει το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τους κανόνες λειτουργίας του, πριν επιχειρήσει όποια άλλη μεταρρύθμιση, να ελευθερώσει τη Δημόσια Διοίκηση από τον κομματικό ζυγό. Να αντιμετωπίσει, δηλαδή, τις αιτίες της χρεοκοπίας, αντί να διαχειριστεί απλώς τις συνέπειές της.
Εννοείται ότι ούτε οι διαδικασίες συγκρότησής της ούτε η σύνθεσή της δικαιολογούν πολλές ελπίδες. Αλλά, άνω σχώμεν τας καρδίας…