Από το μέρος αυτό αρχίζει η εξιστόρηση του Μεσανατολικού από την σκοπιά των λαών. Γιατί είναι οι λαοί αυτοί που με τις ελπίδες, τα πάθη τους, τους πόνους, τις χαρές και τις λύπες τους φτιάχνουν τον καμβά πάνω στον οποίο κεντιέται η Ιστορία. Μια μικρή ιστορική αναδρομή είναι απαραίτητη για να γίνει κατανοητό το όλο πλαίσιο.
Η εβραϊκή διασπορά Οι Εβραίοι επανεμφανίζονται μαζικά στην περιοχή της Παλαιστίνης τον 20ο αιώνα, μετά από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια απουσίας, διάστημα κατά το οποίο ήταν διασπαρμένοι σε όλη την υφήλιο.
Κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, απ? όλους τους κατακτημένους λαούς στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτοί αποδείχθηκαν οι πιο πεισματάρηδες στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και των πιστεύω τους. Οι τρεις Ιουδαιορωμαϊκοί πόλεμοι (από το 66 μΧ έως το 135 μΧ) ήταν μια αιματηρή σειρά μεγάλων συγκρούσεων των Εβραίων με τους Ρωμαίους και τους ευκαιριακούς συμμάχους τους στην περιοχή (μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες). Καθώς η μονοθεϊστική θρησκεία των Εβραίων ήταν το βασικό στοιχείο που τους ένωνε και τους προσέδιδε την μοναδικότητά τους, ήταν φυσικό οι πόλεμοι να ξεκινούν συνήθως από θρησκευτικές αφορμές. Οι συγκρούσεις διεξήχθησαν όχι μόνον στην πατρογονική τους κοιτίδα, αλλά και σε ευρύτερο τμήμα της σημερινής Μέσης Ανατολής, όπου υπήρχαν σημαντικές Ιουδαϊκές παροικίες (Αίγυπτο, Κύπρο, Μεσοποταμία, Κυρηναϊκή), με μεγάλες ακρότητες και από τις δύο μεριές. Οι αναπόφευκτες ήττες, τα αντίποινα και οι διώξεις που ακολουθούσαν αυτές τις εξεγέρσεις οδηγούσαν σε μαζικές μεταναστεύσεις, δημιουργώντας την εβραϊκή διασπορά.
Οι διεσπαρμένοι Εβραίοι ελάχιστα αφομοιώθηκαν από τους λαούς των χωρών όπου είχαν καταφύγει. Λόγω της διαφορετικής τους θρησκείας και των ισχυρών μεταξύ τους δεσμών, συνέχισαν να υφίστανται κατά καιρούς διώξεις, με γνωστότερα παραδείγματα την εκδίωξή τους από την Ισπανία, την στοχοποίησή τους από την Ιερά Εξέταση, την υπόθεση Ντρέιφους και φυσικά το Ολοκαύτωμα κατά την διάρκεια του Β? Παγκόσμιου Πόλεμου.
Διώξεις στον εικοστό αιώνα Στην πραγματικότητα δεν ήταν ευπρόσδεκτοι πουθενά. Ακόμα και μετά την δηλωμένη διάθεση των Ναζί (πριν την έναρξη του πολέμου) να απελάσουν τις πολυπληθείς εβραϊκές κοινότητες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βοημίας, η διάθεση των Δυτικών χωρών (ΗΠΑ, Καναδά, Βρετανίας, Γαλλίας κ.λπ.) να δεχτούν τους πρόσφυγες, όπως αυτή εκφράστηκε στην διάσκεψη του Εβιάν, ήταν απογοητευτικά περιορισμένη. Η μόνη φυσική διέξοδος που ήταν, σύμφωνα με την επιστολή Μπάλφουρ, η Παλαιστίνη, «έκλεισε» με απόφαση της Βρετανικής Διοίκησης λόγω αντιδράσεων του ντόπιου αραβικού πληθυσμού μετά το πρώτο κύμα μετανάστευσης περίπου 450.000 Γερμανοεβραίων.
Το ναζιστικό σχέδιο Madagaskar Projekt (μεταφορά των Εβραίων των κατεχόμενων περιοχών στη Μαδαγασκάρη), λόγω της τροπής του πολέμου δεν εφαρμόστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα, αντί για το τροπικό νησί, έξι εκατομμύρια Εβραίοι να καταλήξουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στους θαλάμους αερίων στο πλαίσιο της «τελικής λύσης».
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ένταση και την έκταση των συναισθημάτων των απανταχού Εβραίων όταν έληξε αυτό το μακελειό. Από την διάθεση ακραίας εκδίκησης (εξτρεμιστική εβραϊκή ομάδα σχεδίαζε την θανάτωση έξι εκατομμυρίων Γερμανών σε αντίποινα για το Ολοκαύτωμα με δηλητηρίαση των αστικών υδραγωγείων, σχέδιο που ευτυχώς αποτράπηκε έγκαιρα), μέχρι το πολύ μετριοπαθέστερο και αναμενόμενο «φτάνει πια», κι αυτό ανάμεικτο με συναισθήματα τύψεων για την σχεδόν παθητική (με λίγες δυναμικές εξαιρέσεις) στάση τους κατά την διάρκεια της μαζικής τους εξόντωσής.
Το προσφυγικό ζήτημα Η αντίδραση του αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης στα κύματα του εβραϊκού εποικισμού αντιμετωπίστηκε βίαια, με πρωταγωνιστή την τρομοκρατική (για τους Παλαιστινίους), ή ηρωική (για τους Εβραίους) παραστρατιωτική οργάνωση «Χαγκάνα» (Άμυνα), η οποία απετέλεσε μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τον κεντρικό πυρήνα των ενόπλων του δυνάμεων. Αντίπαλοί της ήταν οι πολιτοφυλακές των αραβικών χωριών, μεμονωμένες ομάδες από αντάρτες και οι 6.000 εθελοντές του «Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού». Στους μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στην απόφαση του ΟΗΕ (1947) για ίδρυση ενός εβραϊκού και ενός παλαιστινιακού κράτους (απόφαση που απορρίφθηκε από τους Άραβες), μέχρι την ανακοίνωση της ανεξαρτησίας του Ισραήλ (Μάιος 1948) περίπου 200 αραβικά χωριά είχαν εκκενωθεί. Μέσα στο έτος, μετά και την δυσμενή για τους Άραβες τροπή του 1ου αραβοϊσραηλινού πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος των Αράβων του Ισραήλ (περίπου 700.000) είχε μετατραπεί σε πρόσφυγες. Στις εστίες τους παρέμειναν περίπου 160.000 Παλαιστίνιοι, ενώ το 80% περίπου της Παλαιστίνης είχε καταληφθεί και αποτελούσε πια το κράτος του Ισραήλ. Με την οριστική λήξη του πολέμου, η Παλαιστίνη σαν οντότητα είχε πάψει να υπάρχει. Η μεν Αίγυπτος κράτησε τη λωρίδα της Γάζας, η δε Ιορδανία προσάρτησε επίσημα την υπόλοιπη Παλαιστίνη, δηλαδή την Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, για να την χάσει με την σειρά της αργότερα κατά τον πόλεμο των έξι ημερών. Θυμίζουμε ότι η απώλεια αυτή της Δυτικής Όχθης προκάλεσε ένα νέο κύμα Παλαστινίων προσφύγων, αυτή τη φορά όμως ένα εκατομμύριο τουλάχιστον ντόπιου αραβικού πληθυσμού προτίμησε να παραμείνει στον τόπο του.
Κεντρικό ερώτημα στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το εάν η προσφυγοποίηση των Παλαιστινίων ήταν αποτέλεσμα των συγκρούσεων ή μια προσχεδιασμένη εθνοκάθαρση. Αν και τέτοια ερωτήματα «ηθικής» φύσης δεν απασχολούν ιδιαίτερα την ιστορία, παίζουν όμως ρόλο στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης, και συνεπακόλουθα στην πολιτική. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εθνοκάθαρση ήταν σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη, κι επομένως το ενδεχόμενο δεν θα μπορούσε να μην είχε ληφθεί υπόψη από αρκετούς εκ των πρωταγωνιστών του σιωνιστικού εγχειρήματος.
Μέσα στον εικοστό αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την επικράτηση των εθνικών κρατών (κράτη - έθνη), δεν είναι και πολλά τα παραδείγματα των διαφορετικών λαών που μπόρεσαν να συνυπάρξουν αρμονικά σε μια χώρα. Οι μετακινήσεις πληθυσμών (μέσα από διακρατικές συνθήκες, αλλά και πιέσεις, και διώξεις) ώστε να επιτευχθεί κατά το δυνατόν η εθνική ομοιογένεια, αποτέλεσαν μέσα στον αιώνα που μας πέρασε συνηθισμένο φαινόμενο. Η σημαντική ιδιαιτερότητα στην Παλαιστίνη ήταν ότι, ενώ συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις οι χώρες προσπαθούν να απαλλαγούν από ενοχλητικές μειονότητες, εδώ συνέβαινε το αντίθετο : μειονότητα ήταν για πολύ καιρό οι Εβραίοι, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής δεν ήταν διατεθειμένη να τους ανεχτεί, πολύ δε περισσότερο να τους αφήσει να γίνουν αυτοί η πλειονότητα. Η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά έχει παντρευτεί άλλον, ήταν η χιουμοριστική ατάκα μεταξύ των Εβραίων ήδη από τον καιρό της επιστολής Μπάλφουρ.
Ένα κράτος που θα ήταν εβραϊκό αλλά η πλειοψηφία του πληθυσμού θα ήταν Άραβες, δεν θα μπορούσε φυσικά να υπάρξει. Ένα κράτος πάλι που θα ήταν αραβικό αλλά και «πατρίδα» των Εβραίων (κατά την υπόσχεση Μπάλφουρ), θα ήταν κι αυτό αδιανόητο. Η λύση των δύο κρατών (σαν κι αυτή που αποφάσισε το 1947 ο ΟΗΕ) φαινόταν πιο ρεαλιστική, κι εδώ όμως υπήρχε ένα ουσιαστικό πρόβλημα : δεν ήταν πολλές οι περιοχές όπου ο πληθυσμός ήταν αρκούντως ομοιογενής. Οι Εβραίοι ήταν διάσπαρτοι σε όλη την Παλαιστίνη, και κάθε κράτος με «φυσιολογικά» σύνορα δεν μπορούσε παρά να συντίθεται αναγκαστικά από πλειονότητες και μειονότητες. Θα μπορούσε λοιπόν το σχέδιο του ΟΗΕ να αποτελέσει μια βάση συμβίωσης ; Δύσκολο, αλλά όχι τελείως αδύνατον, με βασική προϋπόθεση βέβαια να υπήρχε καλή θέληση από τις δύο μεριές. Όμως η καλή θέληση ήταν ουσιώδες σε πλήρη ανεπάρκεια.
Η αντίδραση των Αράβων στην προσφυγοποίηση των Παλαιστινίων ήταν η αναμενόμενη. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Η παλιά ρήση της περιοχής μπήκε σε εφαρμογή, κι οι Εβραίοι που ζούσαν σε αραβικές χώρες πήραν κι αυτοί με την σειρά τους τον δρόμο της προσφυγιάς. Ο διωγμός τους ήταν στην πραγματικότητα βούτυρο στο ψωμί του νεοσύστατου κράτους, που είδε να προστίθενται στον πληθυσμό του τουλάχιστον μισό εκατομμύριο νέοι έποικοι, κάτι που το είχε ιδιαίτερη ανάγκη.