Οι κρατικοί πολιτιστικοί θεσμοί ξεχωρίζουν, καθένας με τη φυσιογνωμία και τις προσωπικότητες που βρίσκονται επικεφαλής τους, αλλά είναι ασυγχώρητη αφέλεια να επικεντρώνεται κανείς σκανδαλοθηρικά, μεροληπτικά ή ιδεοληπτικά πάνω στο εκάστοτε πρόσωπο του διευθυντή ή του προέδρου του ΔΣ χάνοντας το δάσος. Το είδαμε να γίνεται πολλές φορές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με τερατώδεις παραμορφώσεις της πραγματικότητας, συκοφαντίες, προσωπολατρίες και απίστευτες θεωρίες συνωμοσίας, με καταστροφικά πάντοτε αποτελέσματα. Οι «πολιτισμένοι» σταυροφόροι αποδεικνύονται δυστυχώς επινοητικά δηλητηριώδεις και αφήνουν να φανούν κάτω από το βελούδινο γάντι τους όλα εκείνα για τα οποία κατηγορούν τους άλλους: παρεΐστικες λογικές, εξιδανικεύσεις, στραβά μάτια στη νομιμότητα, κουτσομπολιά και συκοφαντίες.
Εξαιτίας των παραπάνω, θα ήταν πιο παραγωγικό να συζητάμε πιο συχνά για την ιστορία και την πορεία των θεσμών, για τη φυσιογνωμία τους, την ανανέωση των στρατηγικών τους στόχων, τα προγραμματικά τους σχέδια δράσης, τη σχέση με το κοινό τους, το κοινωνικο-πολιτισμικό κόστος-όφελος και την προστιθέμενη αξία που προσφέρουν. Ο περιορισμός αυτής της, ευρέως φάσματος, αναγκαίας για την ανάπτυξη των πολιτιστικών θεσμών μιας χώρας συζήτησης σε σταυροφορία υπέρ ή κατά ενός προσώπου αδικεί σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο και τα όσα έχει επιτύχει, ενώ πληγώνει τον ίδιο το θεσμό και τη συνέχειά του, προκαλώντας ζημιά στο ίδιο το πολιτισμικό πεδίο, αδυνατίζοντας την ήδη ευάλωτη θέση που αυτό κατέχει στο σύστημα των εκάστοτε πολιτικών και οικονομικών κυβερνητικών αποφάσεων.
Μια πολιτισμική δημόσια πολιτική, ένα υπουργείο και οι κρατικοί πολιτιστικοί θεσμοί δεν μπορεί να αποτελούν τοτέμ ή ταμπού, δεν παραμένουν μια παγιωμένη και αμετάβλητη στο χρόνο εικόνα, ωραιοποιημένη ή συκοφαντημένη, αλλά, αντίθετα, είναι ζωντανοί οργανισμοί που αναπτύσσονται, είναι απαραίτητο να αλλάζουν, να αναπροσανατολίζονται και να συνδιαλέγονται κάθε φορά με το περιβάλλον. Μόνο τα ζωντανά κύτταρα πολιτισμού είναι χρήσιμα, τα κατεστημένα απλώς συγκροτούν λείψανα για προσκύνημα. Ιδιαίτερα σε μια εποχή τόσο βαθιάς κρίσης όσο αυτή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, η κρίση των κρατικών πολιτιστικών θεσμών είναι κι αυτή αναμενόμενη και μπορεί να προκύψει από πολλές και διαφορετικές αιτίες – σχεδιασμού, οικονομικές, οργάνωσης, ανταγωνισμού, ευρύτερων αλλαγών ρόλου, διαχείρισης. Το σημαντικό όμως είναι να κατακτάμε κάθε φορά το επίπεδο ενός διαλόγου επιχειρημάτων, ώστε από την κρίση να μην ευνοείται η σκανδαλολογία, ο καταστροφικός πεσιμισμός και η ματαίωση. Είναι ευκταίο να προκύψει από την κρίση, από κάθε κρίση, περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερη τόλμη και υπέρβαση, να γεννηθεί μια ανανεωμένη οπτική κι ένας κεντρομόλος και συνεκτικός προβληματισμός και να μην καταστραφεί ό,τι έχουμε με πολύ κόπο και υπερβαίνοντας τεράστια συνήθως εμπόδια πετύχει. Για την επιτυχία ή την αποτυχία σ’ αυτό είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, με ό,τι γράφουμε κι ό,τι λέμε, με τον τρόπο που σκεφτόμαστε, όλοι στην ίδια βάρκα. Έχουμε λόγους να υπερασπιστούμε ό,τι πετύχαμε και να ανησυχήσουμε, να αμφισβητήσουμε, να ζητήσουμε εξηγήσεις για το μέλλον. Ας μην αφήσουμε όμως να λεηλατήσουν αυτόν τον ζωντανό πολιτισμό που αγαπάμε οι ιδιοτελείς, όσοι προσβλέπουν στη διατήρηση των κεκτημένων ή σε μελλοντικά οφέλη, οι φανατικοί και οι σταυροφόροι.
Ας δούμε συνεπώς τι έχει επιτύχει το Φεστιβάλ ως θεσμός με ανανεωμένο νομικό καθεστώς και με διευθυντή τον Γ. Λούκο μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, με αλλαγές κυβερνήσεων και υπουργών και με τα μισά από αυτά κάτω από συνθήκες κρίσης.
– Μια βαθιά εκσυγχρονιστική αλλαγή πλαισίου διαχείρισης, όπου ο καλλιτεχνικός διευθυντής, χωρίς μεσάζοντες κάθε τύπου που κυριαρχούσαν και απομυζούσαν πριν με αδιαφάνεια μεγάλο μέρος από τα διαθέσιμα ποσά, ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα να επιλέγει και να κλείνει συμβόλαια με ξένα συγκροτήματα. Είναι σημαντικό, από την άποψη επιλογών και οικονομίας.
– Την ενιαία καλλιτεχνική και διοικητική διαχείριση, που στο παρελθόν, με το πολυσυζητημένο καθεστώς δυαρχίας, αποτελούσε πηγή προστριβών και προβλημάτων σε όλα τα νομικά πρόσωπα.
– Μια βαθιά αλλαγή στο «δικαίωμα» παραδοσιακών ελληνικών σχημάτων να καπαρώνουν τους χώρους. Προτάσσοντας τη συνοχή και την καλλιτεχνική οπτική του, διαμόρφωσε το πρόγραμμα με κριτήρια για τα οποία έδινε λόγο πρωταρχικά στο κοινό. Είναι σημαντικό, από την άποψη της αυτονομίας, της ανανέωσης και του καλλιτεχνικού αποτελέσματος.
– Δημιούργησε έναν νέο χώρο για ένα νεότερο ανήσυχο κοινό, το οποίο διαισθάνθηκε, τροφοδότησε και διαμόρφωσε, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο του Φεστιβάλ με την κοσμικότητα, την απαρχαιωμένη επανάληψη και την επίδειξη. Είναι σημαντική η μετατόπιση από τον ένα κύκλο ανθρώπων στον άλλο, από τη μια έννοια της κουλτούρας στην άλλη, από τη μια πολιτιστική πρακτική στην άλλη.
Τα παραπάνω αποτελούν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές με πολλές συνακόλουθες συνέπειες όσον αφορά την τομή σε σχέση με κατεστημένες αντιλήψεις, συμφέροντα και νοοτροπίες του παρελθόντος. Θα πρέπει να εκτιμηθούν ως στοιχεία σημαντικής προστιθέμενης αξίας επίσης η εξωστρέφεια και οι συνεργασίες με έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, τα σύγχρονα ρεύματα, η οικοδόμηση κύρους, ο νέος καλλιτεχνικός προβληματισμός, το νεανικό κοινό, οι προσκλήσεις σε νεότερους καλλιτέχνες, τα σύγχρονα έργα στο ως τότε άβατο της Επιδαύρου, οι προσιτές και διαφοροποιημένες τιμές των εισιτηρίων. Θα μπορούσε κανείς να συζητήσει ισχυρές αντιρρήσεις που υπάρχουν σχετικά με τις επαναλαμβανόμενες ξένες μετακλήσεις, τον κύκλο των φίλων, τα δημοσιογραφικά κυκλώματα, κ.λπ., αλλά αυτά απαιτούν συνολικότερη ωρίμανση και θεμελίωση των θεσμών. Βελτιούμενες δομές, συνεπείς πολιτικές, κοινά αποδεκτές δεοντολογίες και γενναίες στάσεις των ατόμων είναι σε θέση να τα περιθωριοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό.
Αντί όμως να ασχολείται κανείς μ’ αυτά, χάνοντας το νόημα μέσα στον κυκεώνα των προσωπικών εκτιμήσεων, θα ήταν πιο σημαντικό να επικεντρωθούμε στο ρόλο και τις κατευθύνσεις ενός φεστιβάλ σε εποχή κρίσης, να συζητήσουμε ιδέες αξιοποίησης στο καλλιτεχνικό έργο των πλούσιων υλικών που η κρίση παράγει, να φιλοδοξήσουμε την αναγέννηση του θεσμού μέσα από νέες προσεγγίσεις και καινοτόμους προβληματισμούς. Με τον ίδιο ή με νέο διευθυντή τι μπορεί να συνοψίζει, να εκφράζει και να εκπέμπει άραγε ένα φεστιβάλ που δεν στέκει αδιάφορο και απόμακρο σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά παίρνει τα μηνύματα και τα μετουσιώνει σε έδαφος δημιουργίας; Αλλά αυτά δεν ακούστηκαν κι ούτε φάνηκε να απασχολούν τη συζήτηση, κι ας αποτελούν το πραγματικό διακύβευμα ενός θεσμού που παρακολούθησε επί δεκαετίες τις αισθητικές προτιμήσεις των ελίτ, την οικονομική άνοδο και την αστική ευμάρεια, τον καλλιτεχνικό ακαδημαϊσμό και κλασικισμό, την κοσμικότητα και την επίδειξη κι αργότερα τις πολιτικές της λαϊκής έξαρσης και της αδυναμίας συγκρότησης φυσιογνωμίας. Σήμερα δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί σοβαρά στη δημόσια συζήτηση το βίωμα της κρίσης και της αναζήτησης νέας ταυτότητας, η διάσωση και η ανάδειξη των υλικών που ρευστοποιούνται και εκρήγνυνται γύρω μας, οι καινοτόμες πειραματικές ματιές και η γεφύρωση με ό,τι συμβαίνει στο έξω κόσμο; Η ροή των ξένων καλλιτεχνών και πολιτιστικών διαχειριστών που έρχονται εδώ για να δουν από κοντά τα όσα παράγει η κρίση δεν πρέπει να μας απασχολήσει σ’ αυτό το πλαίσιο, ώστε να την αξιοποιήσουμε με συνέργειες και ευρύτερα προγράμματα προς όφελος των νέων καλλιτεχνών μας;
Φτάνοντας στην τελευταία σκηνή του δράματος, την απομάκρυνση του Γ. Λούκου από τη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ, δεν θα ήθελα να σταθώ στους χειρισμούς, τις διαδικασίες, τα υπονοούμενα. Το πρόσωπο είναι αρκετά ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τον έλεγχο και τη λογοδοσία, το υπουργείο είχε υποχρέωση να το κάνει. Δεν συμμερίζομαι το σκανδαλισμό και τις οιμωγές, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, την επίκληση της νομιμότητας αναλόγως και κατά περίπτωση που ορισμένοι προβάλλουν. Ο θόρυβος και η κακοφωνία τους αδικούν όλους. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να καταλήξει μια υπόθεση δυσάρεστη μεν αλλά, κατά κάποιον τρόπο, διοικητικής ρουτίνας σε τραγωδία, κατάρες και φανατισμούς. Φτάνει να μη χάνουμε από τα μάτια μας τη μεγάλη εικόνα, τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των θεσμών, που είναι το διακύβευμα, και να μην ακυρώνουμε, αλλά να υπερασπιζόμαστε όσα έχουμε επιτύχει. Το Φεστιβάλ είχε μια ευτυχή δεκαετία, το μέλλον είναι η πρόσκληση για το θεσμό να διατηρήσει τους παλιούς στόχους και να θέσει νέους. Δεν χρειάζεται να ασχοληθεί ο πρωθυπουργός, όπως διάβασα στις εφημερίδες, για να συμβεί αυτό. Με περισσότερη ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, το διακύβευμα μπορεί να κερδηθεί χωρίς να καταλήξει σε μονομαχία, και να δώσει το μήνυμα και στους άλλους κρατικούς θεσμούς, που είναι απαραίτητο να χαράξουν νέα σχέδια και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ΧΡΟΝΟΣ