Όπως ήταν εύλογο και θεμιτό το κείμενο-πρόσκληση για την ανασύσταση της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης έτυχε πολλαπλού σχολιασμού. Ένα μέρος αυτού ακολούθησε δυστυχώς τη λογική των πικρόχολων σχολίων και των προσωπικών επιθέσεων στα social media που φλερτάρουν συχνά με το υβρεολόγιο και την εμπάθεια. Η πλειονότητα όμως των κριτικών που ασκήθηκαν στο κείμενο εκφράζουν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και αγωνίες. Αν ήθελε κάποιος να σταχυολογήσει τις πραγματικά κριτικές αντιδράσεις θα κατέληγε κυρίως σε 4 ομάδες:
1. Γιατί το κείμενο το υπογράφουν μόνο 58 (που τελικά είναι 60) και τί εκφράζουν αυτοί; Μήπως πρόκειται για άλλη μια συναγωγή ενός ιερατείου σοφών αποκομμένων από την πραγματικότητα;
2. Πως γίνεται ένα κείμενο που αφορά την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς να μην απευθύνεται στην αριστερά, ή, έστω, να μη μεταχειρίζεται σαφώς αριστερό λεξιλόγιο και εργαλεία σκέψης;
3. Γιατί δεν ασκεί το κείμενο αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση και τη ΝΔ ειδικότερα;
4. Τελικά πίσω από το εγχείρημα κρύβονται οι συνήθεις ύποπτοι του εκσυγχρονιστικού μπλοκ που είναι έτοιμοι να καπελώσουν ακόμη και τις καλοπροαίρετες διαθέσεις.
Μια πρώτη απάντηση στις βάσιμες αυτές ανησυχίες θα μπορούσε να είναι:
1. Πράγματι, το κείμενο θα μπορούσαν να το έχουν προσυπογράψει εκατοντάδες ενεργοί πολίτες που έχουν εκφράσει δημόσια ή ιδιωτικά παρόμοιους προβληματισμούς και επιδιώξεις. Αυτό άλλωστε φάνηκε αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του κειμένου, την οποία ακολούθησε η θερμή υποστήριξη πολλών ατόμων και φορέων που εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς. Για λόγους κυρίως πρακτικούς (αλλά και ενός καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού) προκρίθηκε η λύση ενός μικρού καταλόγου υπογραφών, έτσι ώστε να δοθεί επιτέλους η εκκίνηση σε ένα έντονο κοινωνικό αίτημα. Στόχος δεν ήταν ούτε να δημιουργηθεί ένα κλειστό κλαμπ αυτάρεσκων διανοουμένων, ούτε να γίνει επίδειξη μιας λίστας διασήμων και ελκυστικών προσώπων για τα ΜΜΕ. Το κείμενο αυτό είναι, όπως ξεκαθαρίζει, μια πρόσκληση ευαισθητοποίησης και ενότητας. Δεν διαμορφώνει ούτε λίστα υποψήφιων πολιτευτών, ούτε, πολύ περισσότερο, ιεραρχικές δομές. Είναι μια έκκληση να φύγουμε από τους εγωισμούς της μικρής ή μεγάλης εξουσιολαγνείας που κατατρώει την κεντροαριστερά και να αρχίσουμε να περιγράφουμε από κοινού τόσο τα μεγάλα προβλήματα του σήμερα και του αύριο, όσο και τους πιθανούς δρόμους ρεαλιστικής επίλυσής τους. Όσοι θεωρούν ότι το εγχείρημα να διαμορφωθεί ένας φορέας που θα εκφράζει τους ανέστιους πολίτες, αυτούς που δυσαρεστούνται και οργίζονται από την ανέξοδη σημερινή πόλωση, δεν έχει σχέση με την κοινωνία, είναι απλά όσοι τους τυφλώνει ο νεοδικομματικός φανατισμός.
2. Το κείμενο διατηρεί πράγματι ίσες αποστάσεις τόσο από τη συντηρητική δεξιά που εφευρίσκει και πάλι εσωτερικούς εχθρούς, όσο και από εκείνη την αριστερά που επιδίδεται σε εθνικιστικές κορώνες και αντιδημοκρατικές φαντασιώσεις. Απευθύνεται όμως –και ξεκάθαρα τονίζει ότι επιθυμεί να ενισχύσει– τόσο τις φιλελεύθερες δυνάμεις της ΝΔ όσο και τις δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές είναι και ο προνομιακός συνομιλητής της κεντροαριστεράς, οι χώροι με τους οποίους μπορεί να γίνει εποικοδομητικός διάλογος και να αναζητηθούν πεδία συνεργασίας. Άλλωστε ο προσδιορισμός ενός τρίτου πόλου δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ξεκαθαρίσει τις διαφορές του από τους άλλους δύο. Η (αριστερόστροφη) κατηγορία ότι η πρόσκληση για την κεντροαριστερά δεν απευθύνεται αρκετά στην αριστερά, σε ορισμένες –λίγες ευτυχώς– περιπτώσεις, απηχεί την άποψη ότι το κείμενο δεν έχει εμβαπτιστεί στον τρόπο που η αριστερά ορίζει τη σημερινή πραγματικότητα και άρα δεν επιδιώκει το κύρος της ηθικής ανωτερότητας που συνήθως προσδιορίζει η αριστερή επαναστατικότητα. Εδώ πράγματι θα μπορούσε να γίνει σαφέστερο το κείμενο. Οι υπογράφοντες δεν συμμερίζονται την άποψη ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση. Θεωρούν ότι η κρίση έφερε το μνημόνιο. Αρκετοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι το τελευταίο επέτεινε αντί να θεραπεύσει την πρώτη. Κανείς από όσους υπέγραψαν το κείμενο δεν θέλει να πουλήσει φρούδες ελπίδες και λεβέντικη ανδροπρέπεια που θα οδηγήσουν σε χειρότερα και ακόμη πιο επώδυνα μέτρα για τους αδύναμους συμπολίτες μας (βλ. το παράδειγμα της Κύπρου). Αντίθετα, όλοι αναζητούν ψύχραιμους τρόπους συνεννόησης ώστε να δούμε πώς μπορούμε να πορευτούμε από δω και πέρα, ποιο αναπτυξιακό μοντέλο θα ακολουθήσουμε και κυρίως με ποιο απτό και άμεσο τρόπο μπορούμε να ωφελήσουμε τους περισσότερο αδικημένους από την κρίση.
3. Η κριτική ότι το κείμενο δεν ασκεί κριτική στη ΝΔ έχει κυρίως δύο προελεύσεις. Η μία προέρχεται από την ηγετική ομάδα της ΔΗΜΑΡ που θέλει απλά να βρει ένα πρόσχημα για τη μη συμμετοχή της στο εγχείρημα. Ασκούσε άραγε κριτική η ίδια η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε μέχρι τον Ιούνιο του 2013; Πόσο αλήθεια εννοεί η ΔΗΜΑΡ την απόλυτη ρήξη με τη σημερινή ακολουθούμενη πολιτική, όταν αυτό συνεπάγεται εκλογές και ακαθόριστες συνέπειες; Η δεύτερη πηγή αυτής της κριτικής είναι από απόψεις-πρόσωπα που πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ και θέλουν να δουν μια έμμεση ρεβάνς αυτού που έκανε ο Α.Σαμαράς στον Γ.Παπανδρέου. Μια τακτικίστικη δηλαδή συμμαχία με το αντιμνημονιακό μέτωπο, όπως αυτή του νυν πρωθυπουργού μέχρι το φθινόπωρο του 2012, με σκοπό μόνο και μόνο την εκδίκηση και την ανακατάληψη της εξουσίας. Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι που πράγματι ανησυχούν δικαίως για το συντηρητικό πρόσωπο τόσο του κ.Σαμαρά και των αυταρχικών διαθέσεων που επέδειξε στην περίπτωση της ΕΡΤ, όσο και του περιβάλλοντός του που προσπαθεί να συντηρήσει ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Αυτοί, όμως, μπορούν να βρουν αρκετές ενδείξεις στο κείμενο ότι αυτός ο συντηρητισμός είναι απεχθής για όλους τους υπογράφοντες και αποτελεί τη βασική ανάγκη διαμόρφωσης του εναλλακτικού πόλου που προτείνεται. Άλλωστε όλα αυτά, οι τρόποι και οι τόνοι της αντιπολιτευτικής γραμμής, μπορούν να συναποφασιστούν μετά την σύσταση της Ιδρυτικής Συνέλευσης του κοινού πια φορέα. Το κείμενο που είδε τη δημοσιότητα δεν είναι ούτε διακήρυξη ούτε προεκλογικό πρόγραμμα. Είναι το ελάχιστο πεδίο συναισθηματικού ρεαλισμού από το οποίο μπορεί να ξεκινήσει μια ευρύτερη συμφωνία.
4. Ο κίνδυνος καπελώματος από την «παλιά πολιτική τάξη» είναι μια ανησυχία που συμμερίζεται η πλειονότητα των «υπογραφών» του κειμένου. Η κεντροαριστερά δεν μπορεί πράγματι να είναι ανακύκλωση του «παλιού», πρέπει να ανοίξει το δρόμο της πολιτικής έκφρασης στα νέα υποκείμενα που διαμορφώνονται στις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και σε όσους πλήττονται από την κρίση. Όμως από αυτό μέχρι να ανάγουμε την κεντροαριστερά σε φορέα ηθικής ή άλλης καθαρότητας που θα στιγματίζει τους άλλους ως παρωχημένους και ανεπιθύμητους, απέχει πολύ. Η παρθενογένεση δεν είναι ούτε κοινωνική συνθήκη ούτε πολιτική διαδικασία. Η ανάμειξη, η πρόσμειξη όλων των θετικών μεταρρυθμιστικών πρακτικών του παρελθόντος και του παρόντος είναι η μόνη οδός για να αποσαφηνιστεί το δημοκρατικό, προοδευτικό στίγμα του καινούργιου που πάει να γεννηθεί. Οι προγραφές, οι δηλώσεις μετάνοιας και τα κοντέρ εθνικοφροσύνης δεν είναι ούτε αριστερές ούτε δημοκρατικές επιλογές.
Τα κακεντρεχή και υβριστικά σχόλια που κυκλοφορούν για την πρωτοβουλία θα προσπαθήσουμε να μείνουν αναπάντητα. Εάν έχουμε συλλάβει καλά το αίτημα ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας για συμφιλίωση και αντιμετώπιση των τεράστιων δυσκολιών της κρίσης και των ολοκληρωτικών κινδύνων που έχουμε μπροστά μας (βλ. Χρυσή Αυγή), τα χτυπήματα «κάτω από τη ζώνη» μπορούμε να τα υπομείνουμε.