«Δεν έχω τίποτα να πω/ τίποτα να σου γράψω/ στο σκοτισμένο μου μυαλό/ δεν ξέρω πού να ψάξω»
Νίκος Πορτοκάλογλου
Τα ίδια και τα ίδια. Η υποχρεωτική ευφορία της γιορτής απέναντι στην αντικειμενική αβεβαιότητα. Το χριστουγεννιάτικο ιντερμέδιο μέσα στην ατελείωτη παύση της αναμονής κακών ειδήσεων. Αλλος ένας χρόνος που κλείνει με την αγωνία της παράτασης της κρίσης που όσο κρατάει τόσο επιδεινώνεται, γιατί στο μεταξύ εξαντλούνται οι αντοχές – οικονομικές και ψυχικές -, τελειώνουν τα αποθέματα ενέργειας, στερεύει η αισιοδοξία, ότι όπου να ΄ναι τελειώνει. Το είπαμε, άλλωστε, τόσες φορές κι ακόμη δεν έχει τελειώσει, μόνο αρχίζει, ξανά και ξανά.
Μια συζήτηση που επαναλαμβάνεται. Α, οι δρόμοι είναι γεμάτοι άρα λεφτά υπάρχουν. Α, ο τζίρος στα καταστήματα είναι μικρότερος από πέρυσι, άρα πάμε άσχημα. Μήπως να φύγω από τη χώρα, και πού να πάω αφού τα πράγματα είναι δύσκολα πια έξω, ενώ από μια ηλικία και μετά έχεις οργανώσει εδώ μια κατάσταση που δύσκολα μεταφέρεται, σε τραβάνε οι υποχρεώσεις προς τα κάτω.
Αυτός που πήρε δώρο και μισθό είναι χαρούμενος, όποιος πέτυχε το ένα από τα δύο είναι οκ, όσοι δεν είχαν τέτοια τύχη αποσύρονται και δεν τους βλέπεις στη γιορτή, το πολύ σε κανένα οικογενειακό τραπέζι που το συντηρούν οι συνταξιούχοι γονείς.
Εσύ τι θα κάνεις με το μπλοκάκι σου; Μα δεν βγήκε η εγκύλιος ακόμη. Ο λογιστής λέει να περιμένεις γιατί μάλλον θα δοθεί παράταση και δεν θα ισχύσουν αμέσως οι νέες ρυθμίσεις αφού ακόμη δεν έχουν οριστικοποιηθεί αλλά πώς είναι δυνατόν λίγες μέρες πριν την αλλαγή να μην ξέρει αυτός που έχει δελτίο παροχής υπηρεσιών τι τον περιμένει. Ολα είναι δυνατά στη χώρα του αδύνατου.
Τα κορίτσια βγάζουν selfies και αρνούνται επίμονα να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, ότι η μαμά δεν έχει δουλειά και αν έχει δεν πληρώνεται ή πληρώνεται σπάνια, ότι ο μπαμπάς λείπει πολλές ώρες από το σπίτι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα καταφέρνει, μόνο το παλεύει και προσπαθεί να συνεχίσει. Τα δικά μας παιδιά θέλουν διαρκώς ένα καινούργιο gadget, τους αρέσει να παραγγέλνουν από το internet, ενημερώνονται για τις ζωές των πλούσιων και διάσημων του κόσμου, τα βλέπουν όλα πασπαλισμένα με άχνη. Βαριούνται τις κουβέντες για το προσφυγικό δράμα, για τα παιδιά που έφυγαν από την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, πέρασαν μέσα από πολέμους και παγωμένες θάλασσες, για να βρεθούν στις λάσπες του καταυλισμού χωρίς να ξέρουν πότε θα ξεκολλήσουν.
Οι δημοσιογράφοι βρίσκονται συχνά σε δύσκολη θέση μέσα στις κοινωνικές συναναστροφές γιατί οι πιο πολλοί ρωτάνε αν βλέπεις εκλογές. Βλέπω ό,τι βλέπεις και εσύ, αλλά υπάρχει η επαγγελματική υποχρέωση που υπαγορεύει να ξέρεις κάτι περισσότερο από τον τηλεθεατή, τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Μα αν δεν ξέρουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές το σχέδιο, πώς γίνεται να το ξέρεις εσύ; Κι όμως, πρέπει να πεις κάτι, κάτι ενδιαφέρον, κάτι που να μοιάζει έγκυρο και να φαίνεται ότι έρχεται από τα άδυτα των αδύτων της δημόσιας ζωής. Ο,τι και να πεις θα χαρακτηριστείς. Είσαι μαζί τους ή εναντίον τους. Η με τον Σόιμπλε ή με τον Τσίπρα. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος ούτε και έτσι και αλλιώς, δεν περνάνε τα “περίπου”, τα “σχεδόν” και τα “παρόλα αυτά”. Γενικά, δεν αρέσουν οι αμφιβολίες, θεωρούνται ύποπτες, σε αντίθεση με τις βεβαιότητες που με όσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση εκφράζονται τόσο περισσότερους καθηλώνουν.
Είναι και κάπως παρηγορητικό. Να μιλάς με κάποιον που “ξέρει”. Αν μάλιστα “ξέρει” κάτι θετικό, ακόμη καλύτερα, ανακουφίζεσαι, γιατί έχεις να περιμένεις και να λες. Αν “ξέρει” κάτι αρνητικό, είσαι τουλάχιστον ενημερωμένος και πάντως θα βρεις κάπου να κρατηθείς γιατί άλλο να στο περιγράφουν και άλλο να το ζεις.
Αν για παράδειγμα, η συζήτηση πάει στη δραχμή, υπάρχει πάντα τρόπος να σωθείς. Αν το έχουν αποφασίσει οι έξω δεν το γλιτώνουμε ό,τι και να κάνουμε, θα αποφανθεί ο ένας. Θα διαλυθεί η Ευρώπη, θα προβλέψει ο άλλος. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; θα αναρωτηθεί ο τρίτος.
Ομως, και βέβαια μπορεί να μας συμβεί κάτι χειρότερο. Γιατί ακόμη δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τις αιτίες της χρεοκοπίας, μπλέκουμε όλο και χειρότερα. Σαρώνονται τα πάντα στην επιφάνεια, μα το υπέδαφος μένει ίδιο, άνυδρο και γόνιμο μόνο για χαλασμούς.
«Είναι η πόλη μου καμένη/ είν’ η χώρα μου μισή/ νικητές και νικημένοι/ όλοι χάσαμε μαζί»
Ν. Πορτοκάλογλου