Οι εκλογές με απλή αναλογική αποτελούν πια παρελθόν και είχαν ένα κατ΄αρχήν σαφές μήνυμα: Τιμωρήθηκαν σκληρά όσοι αφού κυβέρνησαν πέντε χρόνια με την ακροδεξιά ελέω νόμου ενισχυμένης αναλογικής, θυμήθηκαν την απλή αναλογική όταν διαπίστωσαν ότι πήγαιναν σε ήττα, μάλλον μόνο και μόνο για να φέρουν προσχώματα στην Ν.Δ που είχε περάσει μπροστά σε δημοσκοπήσεις. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να τολμήσει να μιλήσει κάποιος για την απλή αναλογική, σε μια χώρα που κανένας χώρος κατ΄ουσίαν δεν πιστεύει σε Κυβερνήσεις συνεργασίας, ούτε είναι έτοιμος καν να προχωρήσει σε προγραμματικό διάλογο προτάσσοντας το κομματικό συμφέρον. Η Ν.Δ είχε διαχρονικά καθαρή θέση. Το πρόβλημα βρίσκεται στους χώρους που έδωσαν μαθήματα υπεκφυγών και φτηνών τακτικών για να αποφύγουν να πιουν το πικρό ποτήρι της συνεργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε απλή αναλογική ήταν το πρώτο κόμμα που έδειξε ότι δεν πίστευε σ΄αυτήν αφού διατύπωνε την πρωτότυπη θέση ότι για να σχηματιστεί Κυβέρνηση πρέπει να είναι πρώτος. Το ΠΑΣΟΚ διατύπωνε μια θέση που δεν διακρινόταν και για την σαφήνεια και έθετε σειρά όρων ουσιαστικά για να μην φανεί ότι λέει όχι συμμετοχή σε Κυβέρνηση συνεργασίας. Άλλωστε από την ιστορία του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να έχει σβηστεί η Κυβέρνηση Ν.Δ- ΠΑΣΟΚ, η περίφημη Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.
Επί της ουσίας τώρα, δύο μεγάλα γεγονότα χαρακτήρισαν αυτές τις εκλογές.
ΠΡΩΤΟ: Ο Κ. Μητσοτάκης και η Ν.Δ διεξήγαγαν μια μεγάλη νίκη, συγκεντρώνοντας ποσοστό 40.79%. Έτσι, συμπληρώνονται επτά χρόνια κατά τα οποία η Ν.Δ προηγείται σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις και έχει πετύχει δύο μεγάλης έκτασης νίκες σε Βουλευτικές, μία σε Ευρωεκλογές και μία καταιγιστική επικράτηση σε μια εκλογική μάχη σε Περιφέρειες και Δήμους. Όπλα της η θετική εκτίμηση της τάξης του 35%-45% ανά διαστήματα της κοινής γνώμης για το κυβερνητικό έργο, η πλήρης επικράτηση του Κ. Μητσοτάκη επί τέσσερα χρόνια του Α. Τσίπρα στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός και όλους τους ποιοτικούς δείκτες , η πλήρης επικράτηση στον χώρο του Κέντρου και βεβαίως η ποιότητα της αντιπολίτευσης στο σύνολό της που αντιμετώπιζε.
Αυτή η επιτυχία δημιουργεί προβλήματα προς δύο κατευθύνσεις: Πριν απ΄όλα στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στις άλλες δυνάμεις της Αντιπολίτευσης. Θα πρέπει να εξηγήσουν πως ένας Πρωθυπουργός που καταγγέλθηκε ως νεοφιλελεύθερος και ακροδεξιός, ως μοιράζων στους λίγους και αδιαφορούσε για την ζωή των πολλών, ως παρακρατικός και απομονωμένος στην Ευρώπη, ως αλαζόνας σε αντίθεση με τα λαϊκούς αρχηγούς των άλλων κομμάτων, ως αντιδημοκράτης και φαύλος πέτυχε αυτό το αποτέλεσμα. Η ανάγκη απαντήσεων δεν έχει ιστορική αξία. Έχει αξία που θα καθορίσει το μέλλον κομμάτων, αφού είναι φανερό ότι η αγωνία διαγκωνισμού στην πλειοδοσία ενός ξεπερασμένου αντιδεξιισμού είτε της δεκαετίας του ‘ 80 ή της περιόδου της κρίσης, μάλλον δεν θα είναι ιδιαίτερα αποδοτική τακτική μεσοπρόθεσμα.
Από την άλλη, το αποτέλεσμα δημιουργεί θέματα και στην ίδια την Ν.Δ. Ο κίνδυνος για αυτή να υπάρχει εφησυχασμός που θα οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού σε συνδυασμό με την πολύ πιθανή είσοδο στην Βουλή, πιθανότατα να δημιουργήσει επιπλοκές στον σχηματισμό Κυβέρνησης. Ασφαλώς, η τοποθέτηση του Ν. Ανδρουλάκη ότι δεν πρόκειται το ΠΑΣΟΚ να συμμετέχει σε Κυβέρνηση συνεργασίας ακόμα και αν λείπουν ένας-δύο βουλευτές , βοηθάει τον Κ. Μητσοτάκη να απευθυνθεί σε κεντρώα και πασοκογενή ακροατήρια που τον ψήφισαν και να επισημάνει την ανάγκη να τον ψηφίσουν ξανά για να μην υπάρχουν περιπέτειες. Η Ν.Δ εν ολίγοις κινδυνεύει να αυτοπαγιδευτεί στην επιτυχία της.
ΔΕΥΤΕΡΟ: Η πρωτοφανής κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ , ο οποίος έχασε με 20% διαφορά και υπέστη μια βαριά στρατηγική ήττα σε όλα τα επίπεδα. Ήττα που δεν οφείλεται μόνο στα λάθη της προεκλογικής περιόδου (αυτά καθόρισαν το εύρος μιας ήττας που ήταν δεδομένη), αλλά και στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της τετραετίας απέτυχε να επικοινωνήσει με πιο μετριοπαθή πολιτικά κοινά και εγκλωβίστηκε σε ένα φανατικό ακροατήριο που αλληλεπιδρούσε μόνο μεταξύ του, έχοντας απολύτως στρεβλή εικόνα για την κατάσταση που πράγματι επικρατούσε στη χώρα.
Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τις συζητήσεις που ακολούθησαν την βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις Εθνικές εκλογές. Έχανε με 8.5% , είχε προηγηθεί μια ήττα και στις Ευρωεκλογές και η συζήτηση στα πάνελ ήταν αν « ήταν στρατηγική η ήττα» . Τι να ήταν άραγε; Μια Κυβέρνηση μιας υποτιθέμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς που δεν μπορεί παρά εξ ορισμού να έχει την στήριξη του λαού κατά τους « αριστερούς αναλυτές» έτρωγε μέσα σε τρεις μήνες δύο ηχηρά χαστούκια και γινόταν μια άνευ νοήματος συζήτηση. Μοναδικό άλλοθι το περίφημο 31.5% που συγκέντρωνε ο ΣΥΡΙΖΑ που όμως ήταν μια « μαγική εικόνα» αφού ποτέ δεν υφίστατο ως ενοποιημένο ιδεολογικά, πολιτικά, προγραμματικά μπλοκ . Άλλωστε δύο μήνες μετά στις δημοσκοπήσεις φαινόταν η δύναμή του να βρίσκεται στο 21%-22% . Όλο το υπόλοιπο μέχρι το 31.5% ήταν μια συσπείρωση των πιο διαφορετικών ακροατηρίων που απλά δεν ήθελαν επικράτηση της Ν.Δ και του Κ. Μητσοτάκη. Και ενώ γινόταν αυτή η συζήτηση μεσολαβούσαν και οι Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ εξαφανιζόταν.
Τότε ακριβώς μπήκαν οι βάσεις για την τελευταία εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε κανείς δεν κάθησε να βγάλει συμπεράσματα για τις αιτίες αυτών των αλλεπάλληλων ηττών, καμία ουσιαστική προσπάθεια να κατανοηθεί η νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Δεν έγινε καμία ουσιαστική προσπάθεια ανανέωσης και μετάλλαξής του, προώθησης αναγκαίων προσαρμογών. Αντίθετα ακολουθήθηκε ο εύκολος δρόμος του μηδενισμού, της ισοπέδωσης των πάντων. Περιγραφόταν η Ελλάδα ως κόλαση. Φαινόταν να αναζητά αγανακτισμένους – 10 χρόνια μετά το 2012- , περιγράφοντας μια δυστοπική πραγματικότητα που μόνο οι πιο φανατικοί οπαδοί του έβλεπαν. Απευθυνόταν μόνιμα σε μειοψηφικά κοινωνικά και πολιτικά ακροατήρια. Δεν λάμβανε υπόψη τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων που έδειχναν μια όλο και πιο διευρυνόμενη επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου, μια αμφισβήτηση μεγάλων διαστάσεων στο αν θα πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα για την χώρα και την κοινωνία αν θα ήταν Κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, μια έντονη αμφισβήτηση της αντιπολιτευτικής τακτικής του ακόμα και από μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων του.
Αυτά τα στοιχεία τον καθιστούσαν αδύναμο να αμφισβητήσει έστω και κάποια στιγμή την υπεροχή του Κ . Μητσοτάκη και της Ν.Δ, να αξιοποιήσει αδυναμίες , λάθη, υστερήσεις της Κυβέρνησης. Φτάνοντας δε στην εκλογική περίοδο με αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά , βρέθηκε σε δυσκολία να προβάλει μια ρεαλιστική εναλλακτική πολιτική πρόταση, ακολούθησε μια αλλοπρόσαλλη τακτική με διευρύνσεις που δεν τις συνέδεε τίποτα, μια τακτική με ύβρεις, συνεχείς καταγγελίες, χωρίς κανένα στοιχείο υπέρβασης και αισιόδοξου μηνύματος για το μέλλον. Ουσιαστικά ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι αντίπαλοι που θα ήθελε κάθε Κυβέρνηση.
Η ομιλία του Α. Τσίπρα στην Κ.Ε δεν εμφάνισε κάποια νέα στοιχεία, ούτε την δυνατότητα κάποιων σημαντικών αλλαγών τακτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το 10.9% των δυνάμεών του προς στην Ν.Δ , το 9% προς το ΠΑΣΟΚ και άλλο ένα 14% προς διάφορα κόμματα της Αριστεράς και δεν ακούστηκε τίποτα για την μετατροπή του σε κόμμα τροφοδότη όλων των χώρων. Έχασε σε όλες τις ηλικιακές , κοινωνικές/ επαγγελματικές κατηγορίες και τις εκλογικές περιφέρειες και δεν δόθηκε κάποια ερμηνεία. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται στις νέες εκλογές καταρρακωμένος, με φανερές τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις, με απογοητευμένες τις δυνάμεις του κάτι που θα τροφοδοτήσει νέες φυγόκεντρες δυνάμεις, χωρίς αφήγημα και ένα προσανατολισμό πέραν του να κινεί το « φάντασμα» του δυναμωμένου Κ. Μητσοτάκη. Είναι νωρίς να προβλέψει που θα οδηγήσει όλη αυτή η αδυναμία και η αποσύνθεση. Είναι όμως καθαρό, ότι επανάληψη μια ίδιου , λίγο μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ήττα θα επισφραγίσει ένα τέλος εποχής για το πολιτικό σύστημα όπως διαμορφώθηκε από την χρεοκοπία και μετά, μια περίοδο που το τελευταίο πολιτικό αποτύπωμα ήταν ένας ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ.
Τα αποτελέσματα των επομένων εκλογών είτε έτσι είτε αλλιώς θα σηματοδοτήσουν την είσοδο σε μια νέα εποχή. Η Κυβέρνηση δεν θα έχει χρόνο ανοχής και θα βρεθεί μπροστά σε προκλήσεις να αντιμετωπίσει ανοιχτά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των πολιτών και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα είναι το πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού: Η ουσία, η ποιότητα της ζωης των ανθρώπων. Σ΄αυτό το πεδίο θα δοκιμαστεί και η αντιπολίτευση. Αν με τον ένα ή άλλο τρόπο κάνει μια ανούσια αντιδεξιά κριτική, δεν θα τα καταφέρει. Θα τα καταφέρει, μόνο αν φανεί ότι δημιουργείται ένας σύγχρονος εκσυγχρονιστικός, μεταρρυθμιστικός λόγος που θα αγγίζει τους νέους και θα δίνει προοπτική για την χώρα. Αυτό το βάρος θα πρέπει να το σηκώσει μάλλον το ΠΑΣΟΚ, ίσως και τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Θα τα καταφέρουν; Δεν μπορώ να ξέρω. Αυτή θα είναι πάντως η πρόκληση. Για να διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό σκηνικό χωρίς τις παθογένειες της δεκαετίας από την χρεοκοπία και μετά. Αν δεν τα καταφέρουν πάντως θα εδραιώνεται μια κυριαρχία μέχρι να εμφανιστεί ένας πόλος που θα μιλάει την γλώσσα του μέλλοντος και όχι των περασμένων δεκαετιών.