(Από μαθήτρια, όταν μου έβαζαν τα στερεοτυπικά ερωτήματα στο σχολείο, αισθανόμουν να στερεύω – «πώς πέρασε το καλοκαίρι», ήταν για παράδειγμα ο μόνιμος βραχνάς μου. «Μια χαρά πέρασε, περσινά-ξινά σταφύλια, τώρα είναι τα δύσκολα» – αυτά ήταν που ήθελα στην πραγματικότητα να γράψω και ποτέ δεν έγραψα. Στα δημοσιογραφικά μου χρόνια αργότερα, τα ανάλογα ερωτήματα που μας καλούσαν οι διευθυντές να αναπτύξουμε στις μέρες των γιορτών ήταν ο εφιάλτης – τι άφησε η χρονιά που φεύγει, ποιες είναι οι προκλήσεις της χρονιάς που έρχεται. Με χίλια ζόρια έγραφα τις «σούπες» της χρονιάς. Μια χρονιά έκανα την επανάστασή μου, είπα στους διευθυντές μου ότι εγώ «τελείωσα». Δεν ξαναγράφω ΠΟΤΕ απολογισμούς κι εκτιμήσεις. Φυγόπονη δεν είμαι και θα σκαρφιστώ κάποιο άλλο ωραίο θέμα, αλλά με τα επετειακά, ως άνθρωπος τελείωσα.
Κι έπειτα ήρθε το Protagon.
Πώς να κόψεις τον ενθουσιασμό της ομάδας, που πίστεψε ότι αν κρατήσει ο καθένας μας τη γυάλινη σφαίρα μπροστά του, θα βγει ένα πολύχρωμο κι ενδιαφέρον θέμα; Είναι βαθύ το ηλικιακό χάσμα και δεν θέλω, σαν την ταξιθέτρια, να τους πω το τέλος της ταινίας. Ακολουθώ, παλεύοντας με τη δυσθυμία και τις μαντεψιές. Δεν θα αναπτύξω, θα είμαι λιτή κι απέριττη…)
Ο καζαμίας μου λέει τα εξής: Η κρίση είναι το πολυπλόκαμο τέρας, που σαν βαμπίρ τρέφεται από τις ζωές μας. Αυτό είναι που μας έχει κατακυριεύσει, που έχει τρυπώσει σε κάθε σχισμή της ζωής μας και μας έχει σιγά-σιγά («ανεπαισθήτως») μεταμορφώσει. Η ανεμελιά έμεινε στις φωτογραφίες, τα πρόσωπα πήραν τις μόνιμες ρυτίδες της κατσουφιάς, το γέλιο έρχεται σαν σπίρτο και σβήνει, τα βλέμματα έγιναν σκοτεινά, οι κινήσεις βαριές. Στις παρέες πια συχνά δεν στήνονται κουβέντες. Όταν ο καθένας ζει στον τρόμο της ισορροπίας, πώς να ξεκολλήσει το μυαλό του σε κάτι άλλο;
Κομπολόι με βάσανα έγινε η ζωή μας – δυστυχίες, προβλήματα, αναποδιές, χτυπάμε ξύλο και προχωράμε. «Την υγειά μας να ‘χουμε» είναι το ξόρκι μας. Ο αναστεναγμός είναι ο ήχος του διαβάτη στον δρόμο. Η εθνική ακεφιά πλάκωσε τη χώρα.
Ε, λοιπόν, οι αρχαίοι μας πρόγονοι το είχαν πει. Το είχαν περιγράψει ακριβώς και είχαν εντοπίσει και την καθαρτήρια διέξοδο. Ο Ησίοδος, ο Αίσωπος κι ο Αισχύλος με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, είχαν μιλήσει για την Πανδώρα – που απερίσκεπτα άνοιξε το πιθάρι και βγήκαν στη Γη όλα τα δεινά, ή τα καλά. Γεμάτο το πιθάρι, άδειασε. Τα καλά πέταξαν και τα δεινά δοκίμασαν τους ανθρώπους που ως τότε ήταν άμαθοι.
Στον πάτο όμως, ναι στον πάτο, υπήρχε κι άλλο ένα ξωτικό, που έπρεπε να υπομείνεις όλα τα άλλα, έπρεπε να ξύσεις τον πάτο, για να εμφανιστεί. Όταν όλα είχαν τελειώσει, εμφανίστηκε και πέταξε. Ήταν η Ελπίδα.
Καλή μας χρονιά!