Μετά τα γεγονότα στην Πρεμετή και στον Μελιγαλά, ελπίζω να κατάλαβαν ορισμένοι ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση για το αν οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι καθαρόαιμοι ναζί ή ημίαιμοι, αγανακτισμένοι ή ανεγκέφαλοι . Επίσης, ότι είναι ολισθηρός ο δρόμος της αναζήτησης «σοβαρής» νεοναζιστικής πτέρυγας. Ότι το ποσοτικό επιχείρημα (Μα, είναι πλέον πολλοί, πώς να τους αγνοήσουμε;) έχει απαντηθεί ιστορικά. Όταν ο ναζισμός – φασισμός σηκώνει κεφάλι, η Δημοκρατία δεν διαλέγεται μαζί του, τον αντιμετωπίζει αποφασιστικά.
Είναι προφανές με τα γεγονότα στον Μελιγαλά, ότι προσπαθούν να επιβάλλουν μια ατζέντα ακραίας πόλωσης και μίσους, απευθυνόμενοι στη νέα γενιά που δεν έχει ιστορική μνήμη. Δεν έχει νόημα να αποφύγουμε την πρόκληση. Έχει αντιθέτως μεγάλη σημασία ο τρόπος που θα απαντήσουμε, που πρέπει κατά το δυνατόν (γιατί και στο δημοκρατικό τόξο υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις) να βρίσκεται σε επαφή με την ιστορική πραγματικότητα, χωρίς εξ αντανακλάσεως εξωραϊσμούς ή απολογητικές αναθεωρήσεις της Ιστορίας. Θα κάνω μια απόπειρα.
Το 1944 ο πόλεμος συνεχιζόταν. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους ήταν ο κοινός εχθρός. Παντού στην κατεχόμενη Ευρώπη, οι ένοπλοι συνεργάτες των κατακτητών θεωρήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως προδότες. Τέτοια ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας και ως τέτοια ( δηλ. προδοτικά) τα αντιμετώπισε όχι μόνο η κυβέρνηση του βουνού, αλλά και η εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο. Ταυτοχρόνως, ήταν σε εξέλιξη η σύγκρουση για την επόμενη ημέρα. Αν κάποιος εντάξει σε αυτήν τα γεγονότα του Μελιγαλά, θα έχει μόνο τη μισή αλήθεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Άρης, έχοντας διαπιστώσει την αμφιταλάντευση της ηγεσίας του ΚΚΕ και με την αφελή και καταστροφική πεποίθηση – στην οποία αργότερα προσχώρησε σε ακόμα πιο δυσμενείς συσχετισμούς ο Ζαχαριάδης – ότι μπορεί να αντιμετωπίσει με τους καπετάνιους και τον ΕΛΑΣ μια αυτοκρατορία, βρήκε στο Μελιγαλά εύφορο έδαφος για την εφαρμογή των πεποιθήσεών του. Όμως το έδαφος, την αντικειμενική πραγματικότητα, δεν την έφτιαξε ο Άρης ούτε η ηγεσία του ΚΚΕ. Στον Μελιγαλά εδρεύανε τα Τάγματα Ασφαλείας, σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς καραμπινιέρους. Ήταν παροιμιώδης η βαναυσότητά τους απέναντι στους αριστερούς και γενικά στην αντίσταση. Βόγκηξε η ύπαιθρος και συσσωρεύτηκε μίσος και εύφλεκτο υλικό για εκδίκηση. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός – που το αναγνώρισε και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης στην Πελοπόννησο, Παναγιώτης Κανελλόπουλος – ότι ο ΕΛΑΣ τους πρότεινε να παραδοθούν και να μην καλύψουν την υποχώρηση των Γερμανών στην Τρίπολη. Αυτοί, είτε από ιδεολογική τύφλωση, είτε από φόβο για την τύχη τους μετά την παράδοση, πολέμησαν σκληρά και κάλυψαν την υποχώρηση των Γερμανών. Τα θύματα της τελευταίας κυριολεκτικά στιγμής στις τάξεις του ΕΛΑΣ ήσαν πάρα πολλά και αυτό από μόνο του εκτόξευσε στα ύψη τις προϋπάρχουσες τάσεις εκδίκησης, που μετά την ήττα των Ταγματασφαλιτών πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλει ανάλογα με το ποιος μετράει. Σύμφωνα με στοιχεία που δανείστηκα από ανάρτηση του φίλου Βασίλη Δεληγκάρη, το Ιστορικό Τμήμα του Στρατού ανεβάζει τον αριθμό σε 2000. Ο «Σύλλογος Θυμάτων» τους βρίσκει 1144, όλοι ενήλικες άνδρες και 18 γυναίκες, το ιατροδικαστικό συνεργείο Καψάσκη ανακοίνωσε το 1945 ότι ξέθαψε 708 πτώματα, ενώ το μνημείο έχει 781 ονόματα. Η πλευρά του ΕΑΜ μιλάει για πολύ μικρότερους αριθμούς, ενώ άλλοι, όπως ο Σπύρος Ξιάρχος (Η αλήθεια για τον Μελιγαλά,Καλαμάτα, 1982) υπολογίζουν ότι υπήρξαν 120 σκοτωμένοι στην μάχη και 280 – 350 εκτελεσμένοι στην Πηγάδα. Φαίνεται να είναι οι τελευταίοι υπολογισμοί πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκτελέστηκαν από το αγριεμένο πλήθος αιχμάλωτοι και άμαχοι και αυτό αρκεί για να χαρακτηρίσουμε τα γεγονότα μια μελανή σελίδα στην ιστορία της Αριστεράς.
Βέβαια, η πτωματολογούσα νικήτρια δεξιά παράταξη του εμφυλίου, που έδωσε συγχωροχάρτι όχι μόνο στα Τάγματα Ασφαλείας, αλλά και σε όλες τις συμμορίες που σκότωσαν και βασάνισαν κόσμο μέχρι το τέλος του εμφυλίου, ανήγαγε τον Μελιγαλά σε σύμβολο της εθνικοφροσύνης και μίλαγε μόνο για αθώα θύματα. Δεν υπάρχουν Τάγματα Ασφαλείας, μόνο γυναικόπαιδα…
Με την δικτατορία, γίναμε όλοι σοφότεροι. Οι γιορτές μίσους συνεχίστηκαν επί νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, αλλά χωρίς την παλιά ένταση και προβολή. Μετά το 1982, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σταμάτησε να παίρνει μέρος στις ετήσιες εκδηλώσεις, στο πλαίσιο της πολιτικής εθνικής συμφιλίωσης, πρακτική που συνέχισαν και οι μετέπειτα κυβερνήσεις της ΝΔ. Η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές (εκτός από κάποια ανεγκέφαλα γκρουπούσκουλα άνευ σημασίας), τίμησε τους δικούς της τόπους μαρτυρίου -όπως έκανε προχτές στη Μακρόνησο- χωρίς μίσος και χωρίς ρεβανσισμό.
Τα συνθήματα των νεοναζί δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την ταυτότητά τους και τις επιδιώξεις τους. « Τιμή και δόξα στους χίτες και ταγματασφαλίτες». Δεν ξέρω τι φώναζε η «σοβαρή» πτέρυγά τους . Ίσως το άλλο, «Τσεκούρι και φωτιά στα κόκκινα σκυλιά». Για όποιον αμφιβάλλει ότι το μνημόνιο είναι βολικό πρόσχημα, τα γεγονότα μιλάνε μόνα τους.