Προφανώς κάθε είδους μείωση του χρέους δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενη. Καλοδεχούμενη είναι και η μείωση της απαίτησης για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (δηλαδή πλεονάσματα πριν την καταβολή τόκων), με την προϋπόθεση ότι τα χρήματα που περισσεύουν θα διοχετεύονται σε δράσεις που βοηθούν την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της φτώχειας.
Εξαιρετικά αρνητική είναι η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αν τα χρήματα που περισσεύουν χρησιμοποιούνται για την ανατροφοδότηση του πελατειακού συστήματος, την κρατική σπατάλη και τη συντήρηση αντιπαραγωγικών δομών. Τότε τα μικρότερα πλεονάσματα αυξάνουν άδικα το χρέος και το λογαριασμό θα τον πληρώνουν για χρόνια οι υπόλοιποι πολίτες και οι σημερινοί νέοι, οι οποίοι θα σηκώνουν για όλη τους τη ζωή το βάρος ενός χρέους που άλλοι δημιούργησαν.
Το κράτος δίνει σήμερα 7,7 δισ. το χρόνο για συντάξεις σε συνταξιούχους κάτω των εξήντα πέντε ετών, σε μια δεκαετία το ποσό γίνεται 77 δισεκατομμύρια. Αν χρησιμοποιηθεί το πλεόνασμα για να συνεχίσουν να δίνουν συντάξεις σε ανθρώπους παραγωγικής ηλικίας, είναι σίγουρο ότι θα διαιωνιστεί μια από τις κύριες αιτίες της χρεοκοπίας. Και μαζί θα συνεχιστεί η τεράστια αδικία –πρωτοφανής σε παγκόσμια κλίμακα–, οι πόροι της κοινωνικής πολιτικής, που μαζεύονται από τη φορολογία, να πηγαίνουν σε προνομιούχους αντί στα αδύναμα στρώματα.
Το ίδιο ισχύει και για τα χρήματα που χάνονται στη μαύρη τρύπα των δημόσιων επιχειρήσεων. Το Μετρό και το Τραμ, που μέχρι το 2014 είχαν σημαντικά κέρδη, αναμένουν πάνω από 60 εκατομμύρια ζημιές το 2017, παρά τη μεγάλη αύξηση της τιμής των εισιτηρίων. Η διοίκηση της εταιρείας ΣΤΑΣΥ αποφάσισε να δώσει αυξήσεις στους εργαζόμενους του Μετρό και του Τραμ. Ζημιές και αυξήσεις θα πληρωθούν από τους φορολογούμενους, όπως πληρώθηκαν και τα δεκάδες εκατομμύρια που απορροφά η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης.
Πριν λίγο καιρό διορίστηκαν στη δημόσια επιχείρηση Κτιριακές Υποδομές 220 συμβασιούχοι που είχαν προσληφθεί εκτός ΑΣΕΠ, η συμβάσεις τους είχαν λήξει και τα δικαστήρια έκριναν ότι καλώς δεν ανανεώθηκαν. Ο υπουργός αποφάσισε να τους προσλάβει ξανά και να αυξήσει το προσωπικό της επιχείρησης κατά 65%, παρότι το κράτος δεν κατασκευάζει πλέον κτίρια.
Αν η κυβέρνηση ήθελε να βοηθήσει την ανάπτυξη θα μείωνε τη φορολογία, ώστε να έρθουν επενδύσεις και να μη φεύγουν οι υπάρχουσες, και θα ενίσχυε τις δημόσιες επενδύσεις. Αντί γι’ αυτό χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογούμενων για να χτίσει το δικό της κομματικό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από την εξαγγελία για μονομερή διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους στη διεθνή διάσκεψη διαγραφής χρέους και κατέληξε στη σημερινή διεκδίκηση της μείωσης των επιτοκίων. Όμως η άνοδός του στην εξουσία έφερε σημαντική αύξηση του χρέους.
Η ακύρωση της επιστροφής στην ανάπτυξη –που για τη διετία 2015-16 προβλεπόταν να ξεπεράσει το 6%– στέρησε έσοδα στο δημόσιο και σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα. Σήμερα θα είχαμε μικρότερο χρέος, χωρίς να χρειαστούν οι νέοι φόροι που μπήκαν μετά το καλοκαίρι του ’15. Η κυβέρνηση παρουσίασε τη μείωση των στόχων για πλεονάσματα σαν επιτυχία της, ενώ επρόκειτο για την προσαρμογή των δανειστών στην καταστροφή που είχε συντελεστεί. Έτσι καταλήξαμε με περισσότερους φόρους να έχουμε μικρότερο πλεόνασμα και συνεπώς μεγαλύτερο χρέος.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το δημοψήφισμα και την επιβολή των capital controls αύξησε κατά δεκάδες δισεκατομμύρια το χρέος με την εκμηδένιση της αξίας των μετοχών των τραπεζών που κατείχε το κράτος. Στα μέσα του 2014 η αξία των μετοχών αυτών ήταν κοντά στα 20 δισεκατομμύρια. Με τη βελτίωση της οικονομίας το κράτος θα ανακτούσε μεγάλο μέρος των χρημάτων που είχε δανειστεί για να βάλει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Με τα γεγονότα του 2015 τα χρήματα αυτά χάθηκαν οριστικά και οι τράπεζες χρειάστηκαν νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρει στο ζήτημα του χρέους ένα πολύ καλό άλλοθι για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει σε βάρος της οικονομίας και των εργαζομένων. Τον βολεύει πάντα να βρίσκει εχθρούς για να θολώνει το τοπίο και να ξεφεύγει από τις ευθύνες του. Λέγοντας ότι η τύχη της Ελλάδας εξαρτάται από τη ρύθμιση του χρέους, καθιστά μόνους υπεύθυνους για την πορεία των πραγμάτων τους δανειστές. Στο μεταξύ ο ίδιος κάνει ό,τι μπορεί για να επιβαρύνει τη χώρα σε όλους τους τομείς.
Υ.Γ. Για την ιστορία, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα για εννιά συνεχή χρόνια, από το 1994 έως το 2002. Μάλιστα, για τέσσερα χρόνια το πλεόνασμα ήταν πάνω από 4% και άλλα δύο έφτασε στο 3,7%. Τα πλεονάσματα αυτά δεν εμπόδισαν την ισχυρή ανάπτυξη και εξασφάλισαν τη σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τα πολύ υψηλά επιτόκια του χρέους της εποχής εκείνης.