Π??εριττό να τονισθεί ότι το εξάμηνο της παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην εξουσία ήταν απόλυτα καταστροφικό. Σε όλους τους τομείς, ασχέτως αν η προπαγάνδα, η στρέβλωση της πραγματικότητας και η ιδεοληψία επιτρέπουν προβλέψεις ότι οι πιθανότητες νίκης του Αλ. Τσίπρα σε νέες εκλογές είναι πολύ μεγάλες, αν αυτές διεξαχθούν σύντομα. Εκείνο, βέβαια, που συνεχίζει να χαρακτηρίζει τόσο την κυβέρνηση, δηλαδή τους πιστούς του πρωθυπουργού, όσο και την εσωκομματική αντιπολίτευση είναι ότι συμπεριφέρονται και μιλούν ως επιτυχημένοι, σαν να μην έχουν καταλάβει ότι δεν έχουν κάνει τίποτα σωστό, ότι θα καταγραφούν στην ιστορία ως «λαίλαπα» και ότι οι ευθύνες τους είναι τεράστιες. Από την άλλη πλευρά, αν καταλάβαιναν, δεν θα ήταν αυτοί που είναι, αλλά διαφορετικοί…
Και όμως, μέσα στην πλήρη καταστροφή του παντός, που προκάλεσε η σημερινή κυβέρνηση, προέκυψε και κάτι καλό. Ολοι αυτοί που την απαρτίζουν, υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη, δεν είναι πια υπεράνω κριτικής. Στη νέα τηλεοπτική και ραδιοφωνική σεζόν δεν θα μπορούν να εμφανίζονται κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο, ούτε να κραδαίνουν ρομφαία, ούτε και να χρησιμοποιούν τον ακραίο καταγγελτικό λόγο σαν εισαγγελείς στην έδρα. Δεν θα έχουν πια το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα, δεν θα διαθέτουν τα ακαταμάχητα πολιτικά επιχειρήματα και θα είναι πολύ πιο ευάλωτοι στον αντίλογο των αντιπάλων τους. Ούτε και θα μπορούν να βασίζονται λογικά στην εύνοια των μήντια και των δημοσιογράφων. Με λίγα λόγια, δεν θα μπορούν πια οι όποιοι Κατρούγκαλοι και Καμμένοι (ενδεικτικά) να μιλούν για κυβερνήσεις Τσολάκογλου, να τάσσονται υπέρ της αριστερής βίας ή να απειλούν με Κούγκι.
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι το «πλεονέκτημα» που θα χάσουν ο πρωθυπουργός και οι πιστοί του θα το διατηρήσουν ή θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν οι Λαφαζαναίοι και οι λοιποί… συγγενείς.
Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι έχουν τα δικά τους προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η απήχηση που είχε και στο βαθμό που συνεχίζει να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ εκπορεύεται κυρίως από το πρόσωπο του Αλ. Τσίπρα. Η λάμψη του Π. Λαφαζάνη και των άλλων σοβιετοδραχμολάγνων είναι περιορισμένη, όσο και αν υπάρχει ένα τμήμα του πληθυσμού που συνεχίζει να πιστεύει ότι όχι μόνο δεν έχει να χάσει τίποτα από τη μετάβαση στη δραχμή, αλλά αντίθετα θα κερδίσει. Δεν έχει σημασία τι λένε η λογική και η πραγματικότητα, όταν οι πολίτες αυτοί έχουν διαποτισθεί από τις σχετικές δοξασίες. Από την άλλη πλευρά, οι σοβιετοδραχμολάγνοι είναι επίσης ευάλωτοι, γιατί το βασικό επιχείρημά τους είναι αόριστο και περιορίζεται στο «υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις», χωρίς ποτέ να τις καθορίζουν, ενώ παράλληλα παραδέχονται ότι θα είναι πολύ δύσκολοι οι «πρώτοι» μήνες μετά την αλλαγή του νομίσματος.
Ολα αυτά –και πολλά άλλα– έχουν σημασία, ενόψει της διαφαινόμενης διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ και της προοπτικής των εκλογών σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέσα στο επόμενο δίμηνο περίπου. Το σκηνικό παραμένει εξαιρετικά ρευστό, και ένας βασικός παράγοντας για τη συνέχεια είναι η συμφωνία που θα υπογραφεί με τους δανειστές. Αν και πότε θα υπογραφεί, αν θα είναι συμφωνία-γέφυρα ή μνημόνιο και πόσα λεφτά θα εκταμιευθούν άμεσα από τους εταίρους για να μπορεί η κυβέρνηση να αντλήσει επιχειρήματα. Παράλληλα, δημιουργείται το ερώτημα από πότε θα γίνουν αισθητές στο εκλογικό σώμα, ή σε σημαντικά τμήματά του, οι συνέπειες της καταστροφής που επήλθε το περασμένο εξάμηνο, αλλά και των μέτρων που υποχρεωτικά θα πρέπει να ληφθούν για την εξυγίανση της κατάστασης.
Με τα δεδομένα που υπάρχουν και με εκείνα που θα προκύψουν, το πόσο ευάλωτος είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ, και ειδικά ο Αλ. Τσίπρας, θα εξαρτηθεί και από τους αντιπάλους του. Πέρα από τη φθορά που θα υποστεί, εφόσον επέλθει η διάσπαση, το ένα ζήτημα στον δημόσιο διάλογο από τον Σεπτέμβριο είναι η δυνατότητα και η ικανότητα των «ευρωπαϊστών» να εκμεταλλευθούν με πειστικό τρόπο την κακή εμπειρία της εξουσίας που άσκησε και τις αδυναμίες του. Το δεύτερο είναι οι εξελίξεις στον χώρο τους, με την έννοια της διαμόρφωσης ή όχι ενός κοινού μετώπου. Το τρίτο ζήτημα είναι πόσο έτοιμοι είναι οι πολίτες να αντικρίσουν την πραγματικότητα με λογική πια, αλλά κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει σε μεγάλες αλλαγές νοοτροπίας. Επομένως, το άμεσο πολιτικό μέλλον είναι άδηλο ακόμη.