Είχα την τιμή να είμαι μέλος της υπηρεσιακής κυβέρνησης Πικραμμένου, τον Μάιο του 2012. Είχα αναλάβει και άσκησα καθήκοντα υπουργού Εσωτερικών με κύριο αντικείμενο τη διενέργεια των εκλογών. Λειτουργήσαμε ως κυβέρνηση συλλογικά και είμαστε συνυπεύθυνοι και αλληλέγγυοι όλοι μας για τις πράξεις ή παραλείψεις της.
Αλλά και περήφανοι για το ολιγοήμερο υπηρεσιακό έργο που επιτελέσαμε, σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κρίσης, διενεργώντας αψεγάδιαστες εκλογές.
Ακούγοντας τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο επί τιμή του Συμβουλίου της Επικρατείας να «απολογείται» με πόνο ψυχής στη Βουλή, συγκλονίστηκα. Εκείνο που δεν μπορούσα να φανταστώ, είναι ότι η πολιτική σκανδαλολογία, που ταλαιπωρεί τη χώρα και δηλητηριάζει το πολιτικό κλίμα 29 ολόκληρα χρόνια, τώρα, θα κατέληγε να διαφθείρει σε τέτοιο βαθμό τα πολιτικά μας ήθη και θα οδηγούσε τον πολιτικό λόγο σε αυτή την εξαχρείωση, σε αυτή την πολιτική αηδία.
Η ανερμάτιστη και ανενδοίαστη σκανδαλολογία προκαλεί μεγαλύτερο κακό στον τόπο από το ίδιο το σκάνδαλο της πολιτικής διαφθοράς. Διότι, πρώτον, την εξανεμίζει, τη συγκαλύπτει και τελικά την απορροφά. Διότι, δεύτερον, στιγματίζει ανεξίτηλα αθώους, σπιλώνει συνειδήσεις, καταρρακώνει προσωπικότητες. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Στην προκειμένη περίπτωση τσακίζει τη ραχοκοκαλιά της Δημοκρατίας, του ίδιου του πολιτικού συστήματος, που πριονίζει απερίσκεπτα το κλαδί στο οποίο κάθεται. Τρίτον, διότι το σκάνδαλο της ανερυθρίαστης σκανδαλολογίας δεν σταματά ποτέ, διαιωνίζεται, αυτοαναπαράγεται. Προκαλεί στην κοινή γνώμη εθισμό, την εξοικειώνει με την πολιτική διαφθορά. Της ενσταλάζει τελικά την σκάνδαλο-λαγνεία, την οποία εκμεταλλεύονται φυσικά τα ΜΜΕ, που επιδίδονται με τη σειρά τους σε μια ακατάσχετη σκανδαλοθηρία.
Το χειρότερο, όμως, από όλα είναι ότι, όταν η σκανδαλολογία γίνει μέσο άσκησης πολιτικής, αιχμαλωτίζει την πολιτική, τη σέρνει σε απρόβλεπτες και επικίνδυνες πολιτικές περιπέτειες. Διχάζει, καλλιεργεί το μίσος και τη μισαλλοδοξία, προκαλεί ύβρεις και χυδαιολογία.
Την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ζήσαμε το σκηνικό του απόλυτου διχασμού: σύμπασα η κυβερνητική πλειοψηφία υποδύθηκε τον ρόλο του αδέκαστου πολιτικού κατηγόρου, του εισαγγελέα της κάθαρσης, ενώ η μείζων αντιπολίτευση βρέθηκε στη θέση του ποινικού κατηγορουμένου. Την πολιτική ευθύνη του διχασμού αυτού τη φέρει, ακέραια, η κυβερνητική πλειοψηφία, με πρωταγωνιστή τον αρχηγό της. Διότι αυτή οργάνωσε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου, με μοναδικό κριτήριο το κομματικό της όφελος. Αυτή ανακάτεψε, επαίσχυντα, αναίσχυντα και κουτοπόνηρα, την πολιτική με την ποινική ευθύνη. Χρησιμοποίησε την ποινική δίωξη των πολιτικών της αντιπάλων ως εργαλείο όξυνσης της πολιτικής αντιδικίας.
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό της συλλογικής απόδοσης πολιτικών ευθυνών, μέσω του καταλογισμού ποινικών ευθυνών, συλλήβδην, σε πρώην υπουργούς, αισθάνομαι την ανάγκη να βροντοφωνάξω: Ναι, είμαι και εγώ συνυπεύθυνος του ίδιου πολιτικού αδικήματος, αφού εκτός από μέλος της κυβέρνησης Πικραμμένου, υπήρξα για ένα χρόνο μέλος της τρικομματικής κυβέρνησης. Διέπραξα μάλιστα το πολιτικό αδίκημα να συνεργαστώ αρμονικά με τον τότε υπουργό Οικονομικών και σήμερα διωκόμενο Γιάννη Στουρνάρα. Τον τιμώ όπως και τον Παναγιώτη Πικραμμένο και αισθάνομαι ευτυχής που τους γνώρισα και τους δύο. Συμμερίστηκα μαζί τους σε εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις κοινές ευθύνες και αγωνίες, και κυρίως ευγενείς προσπάθειες για το καλό του τόπου. Ομολογώ δημόσια την πολιτική ενοχή μου και απολογούμαι γι’ αυτό!