Όταν ο Ερντογάν μετάτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί έσυρε μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κεμαλική παράδοση κοσμικού Τουρκικού Κράτους και στον επιχειρούμενο από τον ίδιο νεοθωμανικό εξισλαμισμό του.
Έκανε την επιλογή του πράξη επί Τραμπ, την περίοδο που την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ χαρακτήρισε η μείωση πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο, γνωρίζοντας ότι αυτή η απόφαση έθετε τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ σε κρίση.
Βέβαια, η μεγαλύτερη κρίση σχέσεων Τουρκίας-Δύσης ήταν η απόκτηση των S400.
Ήταν κίνηση τεράστιας στρατηγικής και συμβολικής σημασίας, απόλυτα εκτός ορίων ΝΑΤΟ που το «παράθυρο Τραμπ» επέτρεψε στον Ερντογάν να υλοποιήσει, ενώ παράπλευρη συνέπεια της τραμπικής πολιτικής ήταν και η στάση αμήχανης αναμονής από ΝΑΤΟ και ΕΕ, με τον Ερντογάν να επιχειρεί να επιβάλλει τους S400 ως μόνιμα ελεγχόμενη εκκρεμότητα από το αργοκίνητο καράβι της πολιτικής διπλωματίας, αντί υπερεπείγον πρόβλημα ασφάλειας των χωρών μελών του ΝΑΤΟ.
Οι τουρκικοί S400 ήταν το πιο καθαρό Τουρκικό μήνυμα όχι απλά αναθεώρησης αλλά ανατροπής της συμμαχικής σχέσης Τουρκίας-ΝΑΤΟ και προσωπικό μήνυμα Ερντογάν ότι ο Πούτιν (μπορεί και να) είναι συμβατότερος μελλοντικός στρατιωτικοπολιτικός εταίρος για την Τουρκία, ενώ η ταυτόχρονη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είχε ήδη στείλει αντίστοιχο μήνυμα και προς τον αραβικό κόσμο ότι η ισλαμική Τουρκία έχει φυσικούς της συμμάχους τους ομόθρησκους μουσουλμάνους και όχι τους «άπιστους δυτικούς σταυροφόρους».
Αν αυτή είναι όντως ρεαλιστική πλευρά θέασης της μεγάλης εικόνας, είναι φανερό ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές για την ΑΟΖ είναι, για την Δύση, μικρή λεπτομέρεια και πάντως μικρότερη από τον μόνιμο έλεγχο μεγάλου μέρους της Λιβυκής πολιτικής μέσω της εδραιωμένης εκεί τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας.
Την οποία πολλοί αρνούνται να δουν ως πρόδρομο δημιουργίας τεράστιας Τουρκικής πολεμικής βάσης στην Μεσόγειο στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης.
Στο δε πιθανό πλαίσιο στενότερης στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας Ερντογάν-Πούτιν ποιος θα απέκλειε η βάση αυτή να αποδειχτεί ανεπανόρθωτη ζημιά στο σύστημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και της παγκόσμιας σταθερότητας;
Και αν μελλοντικά υπάρχει αυτός ο κίνδυνος στην Λιβύη για ποιο λόγο να είναι μικρότερος ένας αντίστοιχος, που θα μπορούσε να προκύψει από την διχοτόμηση της Κύπρου και την ανακήρυξη Τουρκοκυπριακού κράτους που με άλλοθι την ανεξαρτησία και την αυτονομία του θα έκανε πράξη το μόνιμο όνειρο της Ρωσίας να βρεθεί με εδαφική στρατιωτική βάση στη Μεσόγειο, με την Τουρκία να νίπτει τας χείρας της;
Ουδεμία ανησυχία;
Ούτε όταν προχτές ο Μπαχτσελί (κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν) διάλυσε κάθε ψευδαίσθηση δηλώνοντας «…χάνουμε τον καιρό μας στο ΝΑΤΟ» και ο «αντίπαλος» Κιλιντσάρογλου κατηγόρησε τον Τούρκο πρόεδρο ότι «νιαουρίζει ενώ θα έπρεπε να βρυχάται»;
Ούτε και σήμερα που ο Ερντογάν αναλαμβάνει μαζί με το «στρατηγείο πολέμου» κατά του Ισραήλ και τη σκυτάλη του ισλαμοφασιστικού στόχου «να πεταχτούν στη θάλασσα οι Εβραίοι», εξαπολύοντας ταυτόχρονα την εντονότερη μέχρι σήμερα ρητορική επίθεση μίσους κατά της Δύσης;
Μήπως λοιπόν χρειάζεται να συνεχίσουμε τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία με τη ματιά μας να φιλτράρεται από τη μεγάλη εικόνα;
Μήπως είναι ώρα να ετοιμαζόμαστε πχ να υποδεχθούμε τις υποδομές που ίσως αναζητούν ήδη χώρα και χώρο αντικατάστασης της ΝΑΤΟϊκής βάσης του Ιντσιρλίκ;
Μήπως ο νέος ΝΑΤΟϊκός σχεδιασμός για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο περιλαμβάνει την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας για την εμβάθυνση της στρατιωτικοπολιτικής συνεργασίας Ελλάδας-Αιγύπτου-Σαουδικής Αραβίας- Εμιράτων-Ισραήλ;
Και τέλος, ποιες πολιτικές δυνάμεις είναι συμβατές με τον νέο αυτό ρόλο της Ελλάδας και έτοιμες να τον διαχειριστούν με επιτυχία;