Το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται ένα μπαράζ αρνητικών εξελίξεων σε μια σειρά από μεγάλες άμεσες επενδύσεις που πολλοί τις θεωρούσαμε περίπου στρωμένες. Ελδοράδο, Ελληνικό, Κατάρ, Κέρκυρα κ.ο.κ βγαίνουν στο προσκήνιο με κίνδυνο ματαίωσης. Αλλά, δεν είναι μόνο αυτές. Όσοι παρακολουθούμε συστηματικότερα των πορεία των σημαντικών επενδύσεων στη χώρα την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη των άμεσων επενδύσεων στην πλειονότητά τους: Προσκρούουν σε προβλήματα δημοσίου δικαίου, κυρίως περιβαλλοντικά και δευτερευόντως, χωρίς αυτό να είναι λιγότερο σημαντικό, σε προβλήματα ασαφούς ιδιοκτησίας γαιών και ακινήτων.
Η εύκολη κριτική στην κατάσταση αυτή που κινδυνεύει να γίνει ενδημική, είναι η απόδοση πολιτικών ευθυνών στην κυβέρνηση. Η κριτική αυτή μπορεί να είναι εύλογη, αφού πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η κυβερνητική πλειονοψηφία είναι βασικά εχθρική προς κάθε ιδιωτική και μάλιστα μεγάλη άμεση επένδυση, αλλά δεν είναι τόσο ουσιώδης. Αν μπει το ερώτημα: Πώς θα αλλάξει η κατάσταση αν έχουμε μια κυβέρνηση που δεν θα έχει τις αντιεπενδυτικές εμμονές της παρούσας, η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη. Όποιος θέλει ας την δοκιμάσει.
Μόλις σκαλίσει κάποιος λίγο την επιφάνεια, αναδεικνύονται σοβαρότατα προβλήματα γενικότερης πολιτικής που οφείλουν να λυθούν για να ανοίξει ο δρόμος για μεγάλες άμεσες επενδύσεις: Μήπως υπάρχει κατάχρηση στις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος; Μήπως υπάρχουν νομικά αδιέξοδα στην κατάσταση μεγάλων ιδιοκτησιών; Μήπως υπάρχει πολυνομία που λειτουργεί υπέρ των παραγόντων που τάσσονται ενάντιοι στις επενδύσεις και πάει λέγοντας. Κι αν υπάρχουν τέτοια ζητήματα, πώς σκέφτεται να ενεργήσει εναλλακτικά η αντιπολίτευση οψέποτε αναλάβει την εξουσία;
Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό. Καλό είναι τα δημοκρατικά κόμματα να μαγειρέψουν εγκαίρως τις πολιτικές που προτείνουν πριν βρεθούν πεινόντα μπροστά στον πάγκο με τις μεγάλες εν δυνάμει επενδύσεις και στο έλεος ενός χλευασμού των σημερινών ιδεοληψιών που εύκολα θα τους πουν «για να δούμε τι θα κάνετε τώρα εσείς».