Νομίζω ότι το τσιτάτο «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» του Μάο, ταιριάζει απόλυτα στις διεργασίες που ξεκίνησαν στο χώρο της κεντροαριστεράς. Σημεία των καιρών ή ένα ξέσπασμα ευκαιρίας των φιλόδοξων της εξουσίας. Η πολιτική ζωή του τόπου πάντοτε λειτουργούσε στη λογική της αρχομανίας η οποία πολλές φορές, είχε χαρακτηριστικά ματαιοδοξίας. Όπως καταλαβαίνετε άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες, στο όνομα του προοδευτικού οράματος και της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης. Δε ξέρω όμως αν αυτή η «μεγάλη αναταραχή» θα φέρει κάτι νεωτερικό, οραματικό και προοδευτικό ή τέλος πάντων κάποια «θαυμάσια κατάσταση». Αν κρίνω όσους έχουν μπει στο κάδρο των διεκδικητών, πολύ αμφιβάλω!
Δυστυχώς το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα προτάγματα της εποχής. Δε μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την οικονομική κρίση, ούτε τη κλιματική, αλλά ούτε και τη θεσμική. Δεν θέλει ή δεν μπορεί να αναπτύξει ένα νέο και σύγχρονο οικονομικό μοντέλο στη χώρα, που να στηρίζεται στη παραγωγή, τη μεταποίηση και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Αρκείται μόνο σε κάποιες επιτυχίες των δεικτών της οικονομίας, οι οποίες όμως ουδόλως αγγίζουν την καθημερινότητα του πολίτη. Όμως η Ελλάδα δυστυχώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας παρουσιάζεται ως η 4η φτωχότερη χώρα της Ευρώπης.
Η πραγματική πολιτική με ιδέες, προγράμματα, ήθος και χρηστή διοίκηση έχει δώσει τη θέση της στην επικοινωνία, το life style και την κενότητα των προτάσεων. Τα παραλυτικά ποσοστά των παραδοσιακών κομμάτων στις πρόσφατες εκλογές, η θηριώδης αποχή (60% περίπου), καθώς και η στροφή των εκλογέων σε γραφικότητες και σε άλλες ακραίες κατευθύνσεις, δείχνει την απαξίωση της πολιτικής, έτσι όπως ασκείται σήμερα.
Ασφαλώς και χρειάζεται επανεκκίνηση, όχι μόνο στο λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο, αλλά γενικότερα στο πολιτικό σύστημα. Το μήνυμα των εκλογών ήταν σαφές και αναφέρεται στους πάντες που λειτουργούν στη δημόσια σφαίρα και ασκούν πολιτική, είτε αυτό αφορά τη κεντρική σκηνή, είτε την αυτοδιοίκηση, είτε τα συνδικάτα, είτε τις διάφορες συλλογικότητες. Φυσικά το βάρος πέφτει στις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας και στην πνευματική ηγεσία του τόπου, να ανοίξουν νέους δρόμους και να δημιουργήσουν τα απαραίτητα αναχώματα, απέναντι στον κατήφορο και τον εκφυλισμό της πολιτικής ζωής. Αυτοί καλούνται να εμπνεύσουν και παράλληλα να συνδιαμορφώσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης, οράματος και αξιών στη πολιτική, στοιχεία που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία για να ξεφύγει από το «βούρκο» της ανυποληψίας, της ανασφάλειας, της αναποτελεσματικότητας και της χαοτικής κατάστασης, που βιώνει.