Μέχρι εδώ Καλά

Μαριλένα Κοππά 29 Ιουν 2012

Το ανέκδοτο είναι γνωστό σε όλους: ένας οδηγός ακούει στο ραδιόφωνο ότι «ένας τρελός» οδηγεί στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Και η αντίδραση του είναι να αναφωνήσει με αγανάκτηση «δεν πρόκειται για έναν, όλοι τρελοί είναι»!

Βέβαια, μπορεί η συγκεκριμένη μεταφορική αναφορά στην πολιτική της Γερμανίας να είναι τετριμμένη στην Ελλάδα, χωρίς να είναι το μόνο ανέκδοτο ή ακόμα και το ευρηματικότερο. Το γεγονός όμως είναι ότι προκαλεί αίσθηση όταν το επικαλείται γερμανικό περιοδικό ευρύτατης κυκλοφορίας Der Spiegel. Το Der Spiegel δεν ήταν πάντα ευχάριστο στους Έλληνες αναγνώστες του, το γεγονός όμως ότι κατηγορεί την Καγκελάριο Μέρκελ ότι έχει ξεχάσει την Ευρώπη και οδηγεί τη Γερμανία σε μια {αδιέξοδη) κατεύθυνση Μέσης Δύναμης, δείχνει ότι κάτι αλλάζει. Και η κατάληξη της κριτικής του Spiegel είναι ένα αίτημα στην Ευρώπη να κάνει υπομονή έως τις επόμενες εκλογές.

Η Ευρώπη έχει ζήσει για τρία χρόνια στο ρυθμό των γερμανικών εκλογών. Ο γερμανικός λαϊκισμός και η κυριαρχία μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων κάνουν κάθε χώρα του νότου να προσομοιάζει με πρωσικό παράδεισο μπροστά στην αέναη αναβλητικότητα της Γερμανίας να αντιμετωπίσει τις ευθύνες της. Πάμε απλά από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση, με την Ευρώπη να περιμένει άλλη μια ήττα για την κα. Μέρκελ, που απλά επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητα της ότι τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει, προκειμένου τελικά ο κόσμος να ανακαλύψει πόσο λάθος είχε. Όμως, τα ψέματα τελείωσαν, χρόνος δεν υπάρχει. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα άλλωστε δεν είναι τόσο ενάρετο, ούτε οι τοπικές κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν χρέη συγκρίσιμα με τα ισπανικά, ούτε καν το κράτος, αφού το δημόσιο χρέος της Γερμανίας είναι μεγαλύτερο σήμερα από αυτό της Ισπανίας. Απλά η Γερμανία παρασιτεί στην κρίση, συγκεντρώνοντας το χρήμα αποταμιευτών σε κατάσταση πανικού και επενδυτών που βλέπουν στη Γερμανία το μονόφθαλμο ανάμεσα σε πληθώρα τυφλών.

Η περίπτωση της Ισπανίας γέννησε την ελπίδα ότι μπορεί να αποσυνδεθεί η μοίρα των κρατών-μελών της Ε.Ε. από αυτή του τραπεζικού τους συστήματος. Αυτή η ελπίδα θα μείωνε του κυπριακούς εφιάλτες, με ένα τραπεζικό σύστημα που έχει το οκταπλάσιο μέγεθος του ΑΕΠ. Θα αποτελούσε επίσης ελπίδα για την Ιρλανδία. Βέβαια, η ελπίδα κράτησε μόνο λίγες μέρες, όπως και κάθε ελπίδα η οποία βασίζεται στην υπόθεση εργασίας ότι η Ευρώπη βαδίζει ορθολογικά. Σήμερα, στο club των «υπό διάσωση» είμαστε πέντε. Αναμένουμε να δούμε πόσοι από τους 16 θα πρέπει να διολισθήσουν στα τάρταρα της «διάσωσης» πριν η Ευρώπη αντιδράσει.

Οι περισσότερες λύσεις που συζητούνται σήμερα προέρχονται από εξωσυστημικούς δρώντες. Τόσο ο Geithner όσο και ο Σόρος μιλούν για ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ουσιαστικά καλείται να εγγυηθεί το αξιόχρεο κρατών, μετατρέποντας τα ομόλογα σε χρήμα. Στο βασικό αυτό σενάριο υπάρχουν πολλές παραλλαγές. Αλλά η συζήτηση είναι ακόμα «θεωρητική». Οι διαπραγματευτές, εάν υπάρχουν, δε κρίνουν ότι τέτοια θέματα πρέπει να συζητούνται δημόσια. Μιλάμε ουσιαστικά για άμεσο ή έμμεσο τύπωμα, ή για αυτό που κάποτε αποτελούσε αυτονόητη απάντηση σε κάθε κρίση: πιστωτική επέκταση.

Η λέξη κλειδί για μια τέτοια εξέλιξη είναι η διαχείριση της δημόσιας «πίστης». Ο πρώτος κίνδυνος για την Γερμανία είναι ηθικός: «χωρίς την πίεση των αγορών, πώς τα κράτη θα επιστρέψουν σε ενάρετες πρακτικές»; Ο πραγματικός λόγος ίσως να είναι λίγο περισσότερο κυνικός: όσο καθυστερεί η διαπραγμάτευση, τόσο μπορεί η Γερμανία να υποβάλλει τους όρους που επιθυμεί σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο. Κάποιοι στο Βερολίνο υπολογίζουν ότι μια γρήγορη απάντηση, όταν η κρίση απειλήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, θα αναδείξει την Καγκελάριο σε κυρίαρχο Γερμανίας και Ευρώπης. Στο μεταξύ η χώρα θα δανείζεται φθηνά, θα συγκεντρώνει καταθέσεις, και οι επενδυτές θα συναθροίζονται στην πύλη του Βρανδεμβούργου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ορισμένες «ανεξάρτητες μεταβλητές», που μπορεί να οδηγήσουν την Ευρώπη σε διάλυση.

? Τι θα γίνει εάν στα κράτη-μέλη κυριαρχήσει ο ευρωσκεπτικισμός; Στη Βρετανία η απαίτηση για δημοψήφισμα με το ερώτημα της αποχώρησης κερδίζει έδαφος.

? Τι θα γίνει εάν η εθισμένη στο μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα γερμανική κοινή γνώμη αποκτήσει ένα πολιτικό όχημα για να εκφράσει την πλειοψηφική απαίτηση της για επιστροφή στο Μάρκο, όπως για παράδειγμα το Βαυαρικό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών;

?Τι θα γίνει εάν σε μια χώρα – λ.χ. Εσθονία, Φιλανδία, Ολλανδία – το επόμενο πρόγραμμα διάσωσης δεν περάσει στο κοινοβούλιο;

?Τι θα γίνει όταν πέσει η Ιταλία;

?Με άλλα λόγια, τι θα γίνει εάν οι συνθήκες κυριαρχίας μια γερμανικής λύσης δημιουργηθούν, αλλά δεν έχει απομείνει κανένας ευρωπαίος που να πιστεύει στην Ευρώπη. Εναλλακτικά, τι θα γίνει, εάν έχουμε ένα «ατύχημα» που καμία κυβέρνηση δε μπορεί να αντιμετωπίσει;

Το ερώτημα «τι θα είχε γίνει εάν» μπορούμε να το θεωρούμε ιστορικά και πολιτικά άστοχο, αν και ο Νίτσε επέμενε ότι πρόκειται για το κεντρικό ερώτημα. Το ερώτημα όμως «τι θα γίνει όταν» είναι αμείλικτο. Η απάντηση μέχρι σήμερα θυμίζει άνθρωπο που πέφτει από ένα κτίσμα 16 ορόφων, διαπιστώνοντας σε κάθε όροφο ότι «δεν υπάρχει λόγος για πανικό, μέχρι εδώ καλά».