Σε πείσμα όλων εκείνων που από το πρωί της Τρίτης κιόλας άρχισαν να δυσανασχετούν φωναχτά, γιατί ακόμη (!) δεν σχηματίστηκε κυβέρνηση, εννοώντας βέβαια μια «καθαρή» κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, με καναδυό γλάστρες από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, όπως πολύ εύστοχα το διατύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η κυβέρνηση είναι γεγονός. Και μάλιστα, με διαδικασίες τέτοιες που να πείθουν ότι το εγχείρημα, πρωτόγνωρο για την ελληνική πραγματικότητα, μπορεί να είναι επιτυχές.
Κατ’ αρχάς, πέραν των ποσοστών που μπορούν να αθροίσουν τα τρία κόμματα και που τους επιτρέπουν να προχωρήσουν σε συνεργασία, ούτε προϊστορία τέτοιων κυβερνητικών συνεργασιών στην Ελλάδα υπάρχει – και βέβαια, δεν μπορούν να αποτελέσουν θετικό σημείο αναφοράς οι κυβερνήσεις του ’89 ή του Λουκά Παπαδήμου – ούτε όμως και το αποτέλεσμα των εκλογών συνολικά υπήρξε τέτοιο, που να παρέχει στέρεο έδαφος γι’ αυτήν τη συνεργασία.
Πρώτο, γιατί και στη Βουλή, αλλά και στην ελληνική κοινωνία, υπάρχει πόλωση με πρωτόγνωρα στοιχεία, η οποία επικαλύφθηκε με το γνωστό όσο και ψευδές στην πραγματικότητα δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
Για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, αυτή η πόλωση εκφράζεται με μια Δεξιά συνολικά στο 40%, χωρίς το 7% της νεοναζιστικής εκδοχής της και μια Αριστερά, έστω και ανομοιογενή, συνολικά στο 38%, ενώ για πρώτη φορά επίσης είναι εξαφανισμένος, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του έχει απορροφηθεί από άλλες πολιτικές δυνάμεις, ο κεντρώος χώρος, ο οποίος κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αποφασιστικό ρυθμιστικό παράγοντα.
Πέραν όμως και αυτών των σχημάτων, τα σημαντικά νέα στοιχεία αυτής της πόλωσης που μπορεί να αναδειχτούν σε σημαντικά εμπόδια στην πορεία της νέας κυβέρνησης, είναι δύο:
Πρώτο, η εδραιωμένη πλέον παρουσία στη Βουλή και στην κοινωνία μιας συμπαγούς φιλο-ναζιστικής ακροδεξιάς, που δρα έξω από τα αποδεκτά πλαίσια και τις ανοχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και που παράλληλα -αλλά πολύ πιο έντονα- με τους Ανεξάρτητους Ελληνες θα ασκεί ισχυρή πίεση και στην κυβέρνηση και στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Και δεύτερο, το νεοαριστερό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο δεν είναι απρόβλεπτο μόνο λόγω της ετερόκλητης σύνθεσης των κομματικών συνιστωσών του, όσο και γιατί πλέον τα δύο τρίτα της εκλογικής του δύναμης, περίπου ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι, προέρχονται κατά κύριο λόγο από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ, που μετακόμισαν εκεί μεταφέροντας και τις προσδοκίες τους. Τις οποίες και ανυπομονούν να θέσουν άμεσα προς διεκδίκηση…
Ενας τρίτος νέος παράγοντας στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται, είναι η Δημοκρατική Αριστερά. Ένα νέο κόμμα, αλλά με βαθιές ρίζες στην πρώτη δημιουργική περίοδο της Ανανεωτικής Αριστεράς, και η οποία καλείται όχι απλώς να προσδώσει άλλοθι προοδευτισμού στην «κυβέρνηση του μνημονίου», όπως έσπευσε ο ΣΥΡΙΖΑ να την αποκαλέσει, αλλά να συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος και στο αίσιο πέρας της αποστολής της κυβέρνησης.
Δύσκολα πράγματα και υψηλές προσδοκίες από ένα κόμμα που δέχεται και θα δεχτεί ακόμη πιο έντονα τις πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κάθε λόγο να εμφανίζεται ως ο κύριος εκφραστής της αριστεράς.
Από τις αντοχές που θα επιδείξει η ΔΗΜΑΡ, δεν θα εξαρτηθεί μόνο η θετική έκβαση της κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό και το «στοίχημα» της Αριστεράς στην Ελλάδα. Αλλά για όλα αυτά, σε κάποια άλλη χρονική στιγμή, όταν θα έχει κατακάτσει ο μετεκλογικός κουρνιαχτός και τα κόμματα θα αρχίσουν να στρέφουν την προσοχή τους στο εσωτερικό τους.
Προς το παρόν, ας δούμε ποια είναι κατά τη γνώμη μου τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που παρέχουν κάποια εγγύηση ότι αυτή η κυβερνητική συνεργασία μπορεί όχι μόνο να είναι επιτυχής, αλλά και να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία να μπορούν να στηριχτούν και στο άμεσο μέλλον παρόμοιες προσπάθειες.
Κατ’ αρχάς, η ευκολία με την οποία και οι τρεις ηγέτες των κομμάτων της συνεργασίας ξεπέρασαν από το βράδυ κιόλας των εκλογών, το «σκόπελο» του ποιος θα είναι πρωθυπουργός.
Παρά την εξαντλητική προσπάθεια των τηλεπαρουσιαστών όλων των καναλιών, αλλά και ορισμένων κομματικών στελεχών, να αναδείξουν αυτό το θέμα ως το πλέον κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία ή μη της κυβερνητικής συνεργασίας, οι πλέον σοβαροί από τους συνεργάτες των πολιτικών αρχηγών διαβεβαίωναν ότι θα γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα των εκλογών και τα όσα επιβάλει η κοινοβουλευτική τάξη.
Ενα δεύτερο στοιχείο, υπήρξε ότι από το πρωί της επομένης των εκλογών, συγκροτήθηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες ομάδα εργασίας και μάλιστα αποτελούμενη από στελέχη «πρώτης γραμμής» και των τριών κομμάτων, η οποία ανέλαβε το κρίσιμο έργο της διατύπωσης των κοινών σημείων, τα οποία θα αποτελέσουν το πλαίσιο αρχών στο οποίο θα στηριχτεί η κυβέρνηση συνεργασίας.
Ενα τρίτο, η σύμπτωση των απόψεων ως προς το κυβερνητικό σχήμα και τα πρόσωπα που θα το πλαισιώσουν.
Από τη στιγμή που ξεπεράστηκε το «αγκάθι» της «υπουργοποίησης» ή μη κοινοβουλευτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, φαίνεται ότι και οι τρεις αρχηγοί κατέληξαν σχετικά εύκολα τόσο σε ό,τι αφορά το υπουργικό σχήμα -μικρό και άρα λειτουργικό, κι επομένως ας ελπίσουμε ότι τούτη φορά, στο σχηματισμό της κυβέρνησης θα έχουν αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό οι γνωστές σκοπιμότητες της εξισορρόπησης των γεωγραφικών διαμερισμάτων και της κομματικής ιεραρχίας.
Κι εδώ, σε ό,τι αφορά την απόφαση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ να μη μετέχουν στην κυβέρνηση κοινοβουλευτικά πρόσωπα, πολύ περισσότερο μάλιστα, πρόσωπα που μετείχαν σε προηγούμενα κυβερνητικά σχήματα, θεωρώ ότι μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει και για τη νέα κυβέρνηση, που δεν θα «κουβαλά» ονόματα που καλώς ή κακώς προκάλεσαν στο πρόσφατο παρελθόν αντιδράσεις, αλλά και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του, που μέσα σ’ ένα εξαιρετικά εύθραυστο εσωκομματικό πεδίο, δεν θα έχει ν’ αντιμετωπίσει και τους γνωστούς ανταγωνισμούς των λεγόμενων «πρωτοκλασάτων στελεχών».
Ακόμη, ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι η σύμπτωση των απόψεων ότι αυτή η κυβέρνηση συνεργασίας δεν θα έχει βραχύ χρονικό ορίζοντα, γεγονός που θα της επιτρέψει να χαράξει την πορεία της σε βάθος χρόνου και να κλιμακώσει τις προτεραιότητές της, σταθμίζοντας κάθε φορά τη συγκυρία ώστε να προχωρά με ασφάλεια.
Τέλος, κι αυτό βέβαια αφορά σε μεγάλο βαθμό και τη ΔΗΜΑΡ, μιας και εκεί υπήρξαν αρκετές αμφιταλαντεύσεις, το κρίσιμο σημείο δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά ο βαθμός στήριξης της κυβέρνησης. Και από τη στιγμή που και τα δύο κόμματα αποφάσισαν ότι θα εκφράσουν με ψήφο εμπιστοσύνης τη στήριξή τους, διασφαλίζεται η συνευθύνη τους για την έκβαση της συνεργασίας.
Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που θα αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες, ασφαλώς και θα ήθελα το «ναι» να ήταν ολοκληρωμένο, με πρόσωπα και από το χώρο της ΔΗΜΑΡ. Όχι για λόγους «κομματικού πατριωτισμού», αλλά γιατί θεωρώ ότι η Δημοκρατική Αριστερά, αφ’ ενός δεν αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ σε ό,τι αφορά τα στελέχη της και αφ’ ετέρου, γιατί επιτέλους η ανανεωτική ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να αναδειχτεί σε δύναμη συνέπειας και ευθύνης, στο βαθμό βεβαίως που της αναλογεί κάθε φορά.
Είπαμε, όμως: Δύσκολα πράγματα και υψηλές προσδοκίες. Το μεγάλο βήμα έγινε. Ας έχουμε υπομονή και κυρίως, εμπιστοσύνη.