Επί χρόνια, έρχομαι σε αντιπαράθεση με διευθυντές, για το επίμαχο ζήτημα: Υποστηρίζω ότι οι αποφάσεις σε ένα δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, δεν μπορεί να λαμβάνονται χωρίς πολύ συγκεκριμένη αιτιολόγηση και τεκμηρίωση, με βάση (κατά το δυνατόν) αντικειμενικά κριτήρια. Και ότι το λεγόμενο «διευθυντικό δικαίωμα» δεν σημαίνει ότι ο διευθυντής αποφασίζει «κουτουρού» ό,τι του αρέσει, με βάση το προσωπικό του κριτήριο.
Αυτό ισχύει, κατά την άποψή μου, αν όχι για όλες τις καθημερινές αποφάσεις, σίγουρα όμως για όλες εκείνες που αφορούν στρατηγική, πρόσωπα, φυσιογνωμία του καναλιού και κεντρικές «πολιτικές» επιλογές. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει απουσία άποψης (δεν υπάρχει ειδησεογραφία χωρίς άποψη) και «νερόβραστη» τήρηση ίσων αποστάσεων μεταξύ των άκρων της δημόσιας ζωής, αλλά αντιθέτως, σημαίνει στιβαρή τήρηση της δεοντολογίας και του επαγγελματισμού.
Δεν είναι η πρώτη (και πολύ φοβάμαι ούτε η τελευταία)φορά που παρατηρούνται φαινόμενα παρεμβάσεων και απαράδεκτων αποφάσεων από διευθυντές και διοίκηση στην ΕΡΤ. Πολλές φορές δεν έχουν (μόνο) πολιτικό υπόβαθρο, αλλά αιτίες που ποικίλουν από προσωπικές εμπάθειες ως καθαρά ιδιοτελή κίνητρα. Για να μιλήσω πιο προσωπικά, δεν πάει πολύς καιρός που ένας συμπλεγματικός εκπρόσωπος της «βαθείας» πασοκικής μετριότητας, αποφάσισε ότι δεν πρέπει να παρουσιάζω δελτία ειδήσεων επί 4 μήνες, ή ότι δεν πρέπει να συμμετέχω στην παρουσίαση της εκλογικής βραδιάς, γιατί δεν του άρεσε ο «αναρχικός»(!) μου λόγος, ή επειδή είχε «καλύτερες προτάσεις» προς τη διοίκηση.
Πολλές φορές στην ιστορία της ΝΕΤ (για να μην πάμε πιο πίσω, σε αμαρτωλές εποχές, που δεν τις γνωρίζω και από πρώτο χέρι), δημοσιογράφοι έχουμε μπει στο «ψυγείο» ή στο περιθώριο, γιατί δεν ήμαστε αρεστοί, ή για να χωρέσουν στο ίδιο πρόγραμμα τα «δικά μας παιδιά», ανεξαρτήτως της αξίας τους. Ελάχιστοι από τους «επώνυμους» ή μη, που επιχειρούν να βρουν καταφύγιο ή συνωθούνται με σκοπό να προβληθούν από την ΕΡΤ, ταιριάζουν με το ύφος και το ήθος μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Σε μια ακραία εκδοχή, θα μείνει αξέχαστος στο πανελλήνιο εκείνος ο ανεκδιήγητος διευθυντής (που τοποθετήθηκε με εντολή Ρουσόπουλου), διότι έστελνε από το προσωπικό του τηλέφωνο χυδαία SMS σε παρουσιάστριες, ώσπου να «αποκεφαλιστεί» εν μία νυκτί.
Ωστόσο, δεν είχε σημειωθεί ποτέ τέτοιο άγαρμπο κρούσμα «κοψίματος» παρουσιαστών, επειδή σχολίασαν δημοσίως με τρόπο που δεν ήταν αρεστός. Ακόμα κι αν ένας δημοσιογράφος το «παρακάνει», ή κάνει λάθος (έστω και χονδροειδές), ακόμα κι αν έχει διαφορές και επιδιώκει τη σύγκρουση ή την ηρωική έξοδο, ακόμα κι αν εκφράζεται με θράσος ή υπάρχουν ιδιοτελή κίνητρα, ο χειρισμός της υπόθεσης δεν μπορεί παρά να είναι αυτός της προσπάθειας σύγκλισης και της σταδιακής επίπληξης, με αναφορά σε αρχές και δεοντολογία, πριν να φτάσει κανείς στη λύση μιας συνεργασίας. Δυστυχώς, παρά τα βήματα που σταδιακά έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια (με πολλά πισωγυρίσματα βεβαίως), φαίνεται ότι οδεύουμε προς μια συντηρητική οπισθοδρόμηση, που εξ ορισμού προσβάλλει τον ορθό λόγο.
Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, η τρικομματική συγκυβέρνηση θα έπρεπε να είναι ευκαιρία για να αναζητηθούν οι τρόποι μιας πιο ανεξάρτητης και «αντικειμενικής» λειτουργίας – και όχι να διαμοιράζονται θέσεις και αρμοδιότητες, πέραν αυτών ίσως του Διοικητικού Συμβουλίου. Και ειδικά η Δημοκρατική Αριστερά, που δεν δεσμεύεται από κανένα κυβερνητικό παρελθόν, θα έπρεπε να πρωτοστατήσει (με τις μικρές της δυνάμεις) στην τοποθέτηση αποκλειστικά στελεχών που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, τη γενική αποδοχή, όπως και κανενός είδους δεσμό με δημοσιογραφικούς κιτρινισμούς ή εκδοτικά συμφέροντα, που όλως τυχαίως, διαχρονικά επιθυμούν να εκμεταλλεύονται την ΕΡΤ.
Όλα αυτά δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, αν δεν είχαν εγκαταλειφθεί οι προτάσεις της επιτροπής Αλιβιζάτου για ανεξάρτητη και αξιοκρατική ΕΡΤ – κι αν είχε γίνει αποδεκτή η άμεση εφαρμογή της αξιολόγησης, αντί να πολεμηθεί λυσσαλέα, όχι μόνο από τις πάσης φύσεως εξουσίες και συμφέροντα, αλλά και από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Αξιολόγηση, που αν υιοθετηθεί με πολλαπλά επίπεδα κρίσης και συμμετοχή δεκάδων συνεργατών για κάθε εργαζόμενο (και όχι από κάποια «εγκάθετη επιτροπή», όπως κουτοπόνηρα λέγεται συχνά για να εκφραστεί αντίρρηση), σε συνδυασμό με αντικειμενικά κριτήρια σπουδών, εμπειρίας και άλλων ικανοτήτων, είναι σίγουρο ότι θα περιορίσει την κάθε είδους αυθαιρεσία.
Γιατί, αν υπήρχε στοιχειώδης αξιολόγηση, δεν θα είχαν περάσει από το πόστο του διευθυντή ή του αρχισυντάκτη απόφοιτοι γυμνασίου ή άνθρωποι που δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε ένα διεθνές μέσο ενημέρωσης, γιατί δεν γνωρίζουν καμία άλλη γλώσσα εκτός από (κακά συνήθως) ελληνικά. Δεν θα είχαν προσληφθεί δεκάδες «στελέχη» που δεν χρειάζονται, ως προσωπικό ειδικών θέσεων, με δαπάνη μισθοδοσίας που ξεπερνά το 1 εκατομμύριο το χρόνο. Ούτε θα μπορούσε να μετακινηθεί άξιος δημοσιογράφος, αν δεν είχε υποπέσει σε σοβαρό και αιτιολογημένο παράπτωμα.
Είναι λοιπόν δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια προσπάθειας για πολυφωνία και ελεύθερη έκφραση των απόψεων στην ΕΡΤ, να υπάρχει κυβερνητικό ή κομματικό στέλεχος, που να μιλάει δημοσίως, μέσω twitter, για «πράσινα και ροζ παπαγαλάκια», δίνοντας κάθε δικαίωμα στους πολίτες (και σε όσους διοικούντες είναι «βασιλικότεροι του βασιλέως») να συμπεραίνουν ότι το μόνο που θα του ήταν αρεστό, είναι τα «γαλάζια παπαγαλάκια»; Και μόνο η χρήση του όρου «παπαγαλάκια» για την αντίθετη άποψη, είναι προσβλητική, πόσο μάλλον όταν εκτοξεύεται από ένα κομματικό στέλεχος. Κι όλα αυτά σε μια προεκλογική περίοδο, μάλιστα, στην οποία, κατά γενική ομολογία, η ΕΡΤ διεξήγαγε επάξια επί τρίμηνο το δημόσιο διάλογο, φιλοξενώντας πλουραλιστικά όλες τις απόψεις και γι’ αυτό ανταμείφθηκε με την προτίμηση του κοινού.
Λάθος επιλογές μπορεί να γίνουν από τον καθένα. Όταν όμως τα αίτια είναι βαθύτερα και η προσπάθεια να διατηρηθεί με κάθε τρόπο ο ομφάλιος λώρος με τα κέντρα εξουσίας είναι επίμονη, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Και τα λάθη δεν πληρώνονται μόνο με την απαξίωση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού προϊόντος και τη σπατάλη στην τρέχουσα περίοδο. Αλλά συσσωρεύονται και για το μέλλον.
Διότι και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχει τεράστια έλλειψη επαγγελματισμού, καθώς το γενικότερο επίπεδο λειτουργίας των ΜΜΕ στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλό, λόγω έλλειψης κριτηρίων. Παρά το γεγονός ότι και αυτό είναι ιδιαιτέρως βλαπτικό για το επίπεδο του δημόσιου βίου, εκεί τουλάχιστον μπορεί να πει κανείς ότι ο ιδιοκτήτης πληρώνει τις επιπτώσεις των αποφάσεών του.
Στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όμως, κάθε απόφαση που θα κριθεί στα δικαστήρια λανθασμένη και θα δικαιώσει τον ενάγοντα, θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την τσέπη του φορολογουμένου. Συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, έτσι ώστε η διοίκηση που πήρε τις αποφάσεις αυτές, ποτέ να μην υφίσταται τις συνέπειες, γιατί έχει ήδη αντικατασταθεί, αφού έχει φέρει τα πράγματα, όπως τα θέλει. Με ξένα κόλλυβα, φυσικά