Από την αρχή, η συζήτηση για την κυβερνητική αυτοδυναμία ή τις κυβερνήσεις συνεργασίας, με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών με απλή αναλογική, ενείχε ένα στοιχείο αποπροσανατολισμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η θέσπιση της απλής αναλογικής ήταν μια παγίδα που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016 για να βρεθεί κάποια στιγμή το πολιτικό σύστημα στη σημερινή εκλογική κατάσταση της αβέβαιης κυβερνησιμότητας. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν τότε καταψηφίσει την απλή αναλογική ως ακατάλληλο σύστημα για την πολιτική σταθερότητα και επικίνδυνο για την προοπτική της χώρας. Την καταψήφισαν επίσης γιατί το σύστημα αυτό θα μπορούμε να «βάλει από την πίσω πόρτα» τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό παιχνίδι ως δύναμη συνεργασίας. Από τότε ο εκλογικός νόμος άλλαξε και οι εκλογές με απλή αναλογική συνιστούν για όλους ένα μεταβατικό στάδιο προς τις δεύτερες εκλογές που θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και εκεί θα κριθεί τελικά η κυβερνησιμότητα. Το αφήγημα μιας κυβέρνησης που θα προέκυπτε από τις εκλογές με απλή αναλογική δεν επιβεβαιώνεται στην πραγματικότητα, εφόσον ο Κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι δεν θα εμπλακεί ουσιαστικά στις διερευνητικές εντολές, ο Α. Τσίπρας έχει απορρίψει εξ’ αρχής την προοπτική συγκρότησης «κυβέρνησης των ηττημένων» αν είναι δεύτερο κόμμα, ενώ ο Ν. Ανδρουλάκης έχει δεσμευθεί ότι θα προτείνει προγραμματική συμφωνία διακυβέρνησης σε όποιους συμφωνούν με τις πολιτικές θέσεις του. Επομένως, υπό αυτές τις συνθήκες, με ποιον θα σχηματιστεί Κυβέρνηση; Με τον κανέναν;
Η μοναδική περίπτωση στην οποία τα αποτελέσματα των εκλογών με απλή αναλογική θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού είναι αν υπήρχε μια δραματική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών μεταξύ των τριών πρώτων κομμάτων, οπότε «νικητές» και «ηττημένοι» θα αναζητούσαν μια κυβερνητική πλειοψηφία. Ωστόσο, αυτό μένει να το αποφασίσει ο ελληνικός λαός, αλλά και τα άλλα δύο κόμματα να αποδεχτούν την ενδεχόμενη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση συνεργασίας, κάτι το οποίο φαντάζει αδύνατο και θα ήταν πολιτικά θνησιγενές.
Έτσι, η συζήτηση περί κυβερνητικών συνεργασιών μετά της εκλογές με απλή αναλογική είναι απολύτως θεωρητική, στο βαθμό που με τον «κανέναν» δεν συγκροτείται κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, ο σεβασμός του Συντάγματος υποχρεώνει τα κόμματα και γενικότερα το πολιτικό σύστημα σε μία ουσιαστική τήρηση του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτό σε μια κυβέρνηση συνασπισμού τα κόμματα που την απαρτίζουν να συμφωνήσουν στο πρόγραμμα διακυβέρνησης, στα πρόσωπα που θα το υλοποιήσουν, καθώς και στον επικεφαλής που -με τη στήριξή τους-θα αναδειχθεί Πρωθυπουργός. Το ζήτημα είναι αν μια τέτοια προοπτική θα ήταν πολιτικά ισχυρή, αλλά και ωφέλιμη για τη χώρα. Τρομάζει κανείς όταν αναλογίζεται τις ταυτοτικές διαφορές στις πολιτικές θέσεις, αντιλήψεις, πρακτικές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο σοβαρή μπορεί να είναι αλήθεια η προοπτική «προοδευτικής» συγκυβέρνησης με το Μέρα25;
Ο κυρίαρχος λαός στις εκλογές δεν έχει διάθεση να «τρομάξει», αλλά να αναδείξει κυβέρνηση και, αν χρειαστεί, να επιβάλει λύσεις σε επαναληπτικές εκλογές. Αυτό προϋποθέτει ξεκάθαρες θέσεις των κομμάτων για τη διακυβέρνηση τις χώρας μετά τις πρώτες και δεύτερες εκλογές. Απαιτεί επίσης μια σταθερή διαχωριστική γραμμή απέναντι στην προοπτική της ακυβερνησίας. Η έλλειψη της αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα συντάσσεται με την κυβερνητική λύση που το τρίτο κόμμα, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, μπορεί να δώσει. Διαφορετικά, η αναζήτηση της αδύνατης διακυβέρνησης με τον «κανέναν» θα αποδειχθεί ένα παιχνίδι μηδενικού κέρδους, αν όχι μεγάλης ζημίας.
Πηγή: www.tanea.gr