Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον αυτές τις μέρες, τη συζήτηση που γίνεται από τη δική μας, αλλά και άλλες ιστοσελίδες και έντυπα, σχετικά με το ποια είναι η σωστότερη επιλογή στις επερχόμενες εκλογές, για κάποιον που τοποθετεί τον εαυτό του στην κεντροαριστερά και στον γενικότερο προοδευτικό χώρο, ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ.
Χωρίς να υποτιμώ το δίλημμα, ούτε και το γεγονός ότι υπάρχει αντικειμενικά και μια κοινή δεξαμενή ψηφοφόρων για τα δύο κόμματα, θα ήθελα να συμβάλλω στη συζήτηση, προσπαθώντας να διευρύνω κάπως τον σχετικό προβληματισμό.
Κατ’ αρχήν να θυμίσω ότι στις κρίσιμες αυτές για το μέλλον του τόπου εκλογές, δεν αναμετρώνται το ΠΑΣΟΚ με τη ΔΗΜΑΡ…
Αναμετρώνται οι προοδευτικές με τις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας. Και μάλιστα, συντηρητικές δυνάμεις με πολύ ισχυρή παρουσία του ακροδεξιού στοιχείου, αν κρίνει κανείς από τις θέσεις και τη σύνθεση της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ, καθώς και την παρουσία του Καρατζαφέρη, του Καμμένου και της νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής!
Αναγνωρίζω και σέβομαι απολύτως την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τους υποστηρικτές και των δύο κομμάτων της κεντροαριστεράς:
– Η μία πλευρά, θεωρεί προτεραιότητα την ανάγκη της παρουσίας ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην πολιτική μας σκηνή. Και ότι είναι ευκαιρία τώρα, με την αλλαγή της ηγεσίας του, να εξελιχθεί το ΠΑΣΟΚ σε μια τέτοια δύναμη, που θα σφραγίσει τις εξελίξεις. Αντίθετα, μια αποδυνάμωση ή και διάλυσή του, θα αφήσει ανοιχτό το πεδίο στις συντηρητικές δυνάμεις και ο τόπος θα γυρίσει πολλά χρόνια πίσω.
– Η άλλη πλευρά, στην οποία ανήκω, εκτιμά το γεγονός ότι για πρώτη φορά συγκροτείται στην Ελλάδα μια δυναμική ΑΡΙΣΤΕΡΑ, που αρνείται το «όχι σε όλα», που πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, που δεν επενδύει στην καταστροφή του τόπου και δεν νίπτει τας χείρας της από την κυβερνητική εξουσία. Αξίζει να τη στηρίξουμε, γιατί χωρίς μια ισχυρή, μεταρρυθμιστική αριστερά, δεν μπορεί να συγκροτηθεί προοδευτική πλειοψηφία. Κι εδώ που τα λέμε, με εξαίρεση την περίοδο του εκσυγχρονισμού -που μοιάζει πια τόσο μακρινή- το «όλον ΠΑΣΟΚ» που φαίνεται να επιλέγει η νέα του ηγεσία, ποτέ δεν κινήθηκε στη λογική ενός συγκροτημένου σχεδίου προοδευτικής διακυβέρνησης.
Δεν αναφέρομαι σε ζητήματα αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης, καλλιεργημένης επί χρόνια, ούτε στις διαφορές επί των ερωτημάτων για το πώς φτάσαμε ως τα μνημόνια, ποιος και γιατί τα ψήφισε και ποιος όχι, γιατί γύρω από τα ερωτήματα αυτά, για τους περισσότερους, τουλάχιστον, αναγνώστες της «Μεταρρύθμισης», δεν πρέπει να υπάρχει και… ιδιαίτερο μυστήριο.
Να προσθέσω μόνο ότι το ζητούμενο από αυτήν την αντιπαράθεση, δεν είναι η δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά η συνάντηση της αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία, που, κατά τη γνώμη μου, είναι η μόνη που μπορεί να ξεκλειδώσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, σε προοδευτική κατεύθυνση.
Πέρα, λοιπόν, από το αυτονόητο δικαίωμα της προσωπικής επιλογής -που, πάντως, καλό είναι να γίνεται με πολιτικά κριτήρια και όχι στη βάση «Φεύγω… ή, με διέγραψαν απ’ το ΠΑΣΟΚ, πάω στη ΔΗΜΑΡ… δεν με θέλουν στη ΔΗΜΑΡ, ξαναγυρνάω στο ΠΑΣΟΚ…», θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι την επομένη των εκλογών, η κρίση, τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της, θα είναι εδώ και το θέμα της συγκρότησης μιας προοδευτικής πλειοψηφίας θα τίθεται το ίδιο -και ίσως πιο επιτακτικά…
Γιατί, αν δεν υπάρχει προοδευτική – κεντροαριστερή πλειοψηφία και ώσπου να συγκροτηθεί, ο τόπος δεν θα μείνει ακυβέρνητος. Και, όπως όλοι καλά καταλαβαίνουμε, μια νέα συγκυβέρνηση ΝΔ (τώρα πια και με τους Βορίδηδες) – όλου ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να βγούμε από την κρίση, μπαίνοντας σε προοδευτική-αναπτυξιακή τροχιά.
Είναι, επομένως, αναγκαίο να μείνει ζωντανός και να οργανωθεί πιο συστηματικά ο διάλογος των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και η ανταλλαγή των απόψεών τους για την επόμενη μέρα. Και τέτοιες δυνάμεις δεν υπάρχουν μόνο στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ.
Υπάρχουν πολλοί -και πολύ αξιόλογοι- ανένταχτοι κεντροαριστεροί, αλλά και τάσεις, κινήσεις, ομάδες, που συμβάλλουν ήδη στο διάλογο αυτό με ουσιαστικό προβληματισμό, σκέψεις και προτάσεις.
Η συγκρότηση ενός οριζόντιου μεταρρυθμιστικού μετώπου και η εκπόνηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος προοδευτικής διακυβέρνησης, μπορεί να συμβάλλει στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων και του αποπνικτικού κλίματος και ν’ αποτελέσει τη βάση για τη συσπείρωση μιας μεγάλης -πολιτικά και κοινωνικά- προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής πλειοψηφίας.
Μόνο που τα χρονικά περιθώρια είναι, πια, εξαιρετικά στενά.
Ας μη χάσουμε και αυτή, την τελευταία ίσως, ευκαιρία…