Με το βλέμμα στο ΠΑΣΟΚ

Κώστας Καρακώτιας 13 Ιουλ 2024

      Ένα  από τα στερεότυπα που κυκλοφορούν εσχάτως είναι  η  άποψη  ότι  η κυβερνησιμότητα  βρίσκεται  στο  DNA του  ΠΑΣΟΚ. Η κυβερνησιμότητα όμως ενός κόμματος  δεν είναι μια μεταφυσική και υπεριστορική ιδιότητα. Εξαρτάται πάντα από την θεωρητική / αναλυτική επάρκεια, από το στελεχικό του δυναμικό  και κυρίως από την θέση του  στους εκάστοτε  πολιτικούς και εκλογικούς συσχετισμούς. Άλλωστε το περιώνυμο  χρονοντούλαπο της ιστορίας είναι γεμάτο  από κόμματα που κάποτε διέθεταν κυβερνησιμότητα. Το στερεότυπο όμως αυτό παράγει ένα διαρκές πολιτικό  άγχος  στο ΠΑΣΟΚ και μια αδυναμία                     “ συγκεκριμένης ανάλυσης  της συγκεκριμένης κατάστασης ” του. Έτσι  αρκετά στελέχη  του, αντί να διερευνήσουν τις αιτίες  της απομείωσης των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και  της διαχρονικής του εκλογικής  καθήλωσης, επιρρίπτουν τις ευθύνες για την κατάσταση αυτή σχεδόν αποκλειστικά στην τωρινή του ηγεσία. Μια στοιχειώδης αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων όμως, θα έβλεπε ότι η κατάρρευση του  ΠΑΣΟΚ έχει  πολιτικό και κοινωνικό βάθος  και είναι και εκδήλωση  μιας πανουργίας της ιστορίας. Μπροστά στον κίνδυνο της ολικής κατάρρευσης της χώρας, μετά την καταστροφική διαχείριση της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2004 – 2009, το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να αποδεχθεί την λεγόμενη μνημονιακή πολιτική  και να ανατρέψει όλο το μεταπολιτευτικό κοινωνικοοικονομικό προνοιακό σύστημα που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Παρόλο που δεν υπήρχε εναλλακτική πρόταση, εντελώς  λανθασμένα , αντί να απαιτήσει την έγκριση των μνημονίων στη Βουλή με αυξημένες πλειοψηφίες, επωμίστηκε μόνο αυτό την ευθύνη και “ πλήρωσε”  σχεδόν αποκλειστικά το  κόστος. Το αποτέλεσμα ήταν η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης με τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε  και η πολιτική και εκλογική του ρευστοποίηση. Δεν το εγκατέλειψαν όμως  μόνον τα λαϊκά στρώματα  αλλά, κατά κύματα και πολλοί αξιωματούχοι του. Πρώτα  με την  μεταπήδηση των  δήθεν  αριστερόστροφων  στον τότε   επελαύνοντα   ΣΥΡΙΖΑ και το 2019 με την  η ένταξη των δήθεν μεταρρυθμιστών  στην Νέα  Δημοκρατία εν όψει της επερχόμενης εξουσίας της. Είχε μεσολαβήσει ακόμα η συνεργασία  με την Νέα Δημοκρατία το 2012, όταν το ΠΑΣΟΚ, κόντρα στο κομματικό του συμφέρον , πρόταξε την ευθύνη προς την πατρίδα και την κοινωνία,   επιλογή, την οποία, περιέργως και ακατανόητα, όλες οι ηγεσίες του μετά τον Βενιζέλο την έχουν απωθήσει. Υπέστη  δε  αργότερα και την  τραυματική και πολιτικά ανήθικη διάσπαση του. Υπήρχε επιπλέον και υφίσταται ακόμα στον δημόσιο λόγο μια αρνητική προδιάθεση απέναντι του ,  που ξεκινά  από την θεώρηση του  ως φορέα αναχρονισμού  και φθάνει έως την αισθητική του καταγγελία και άρνηση.

   Μετά απ’αυτά, κυριολεκτικά είναι θαύμα  η ύπαρξη και η αντοχή  του ακόμα  και μάλιστα με ποσοστό 13% , στο οποίο έφτασε  με την τωρινή του ηγεσία. Βέβαια  και η ηγεσία αυτή  έσφαλε με την μη συγκρότηση  μιας σαφούς στρατηγικής για  τα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας, αλλά και για ζητήματα, εκτός από σημαντικά και   υψηλής συμβολικής σημασίας, όπως η ιδιωτική εκπαίδευση η ο γάμος των ομοφύλων. Έσφαλε δε  ιδιαίτερα και με το μη  άνοιγμα του κόμματος στις πολλές και πολλαπλές σχολάζουσες  δυνάμεις της κεντροαριστεράς.

   Όσοι  λοιπόν , συμμετέχουν στις  μετεκλογικές  αναταράξεις  στο ΠΑΣΟΚ, πρέπει  να λαμβάνουν  υπ’όψιν  τα δεδομένα αυτά και να μην ξεκινούν με την  φαντασίωση  ότι υπάρχουν οι  μεγάλες  κεντροαριστερές μάζες που αναμένουν τον κατάλληλο αρχηγό για να ενεργοποιηθούν πολιτικά και εκλογικά. Χρειάζεται υπομονή, σοβαρότητα, υποστολή των προσωπικών φιλοδοξιών, επιμονή στον αυτόνομο ρόλο του ΠΑΣΟΚ  και όχι στην διάχυση του σε θολές  συμμαχίες και πρωτίστως  συζήτηση για τον  σχεδιασμό του μέλλοντος του και του μέλλοντος της εγχώριας κοινωνίας. Διαφορετικά , αν   διεξαχθεί μια “ πάλη χωρίς αρχές”, είναι βέβαιη η επιστροφή του   στην πολιτική έρημο.