Με την Ευρώπη και ενάντια σε αυτήν

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 10 Ιουν 2015

Δεν ξέρω πως θα σωθεί η Ελλάδα, αλλά πάντως όχι με την απλοϊκή συνταγή της  εξωτερικής οικονομικής  βοήθειας, όταν αυτή δεν είναι στοχευμένη ή όταν αυτή περιέρχεται στα χέρια ανεύθυνων διαχειριστών. Να σημειώσω ότι τις τελευταίες τριες δεκαετίες, είτε υπό την μορφή των άμεσων επιδοτήσεων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία, είτε υπό την μορφήν ενισχύσεων, εγγυήσεων κτλ. στην περίοδο της κρίσης, εισέρευσαν στα κρατικά ταμεία γύρω στα 300 δις ευρώ, ήτοι δέκα δις περίπου ετησίως, κάτι που προφανώς  δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Τα χρήματα αυτά, όχι μόνο δεν “έπιασαν τόπο”, όχι μόνο δεν είχαν συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά συνοδεύτηκαν από ασύμμετρες παρενέργειες. Η σπουδή και η προχειρότητα στην απορρόφηση πόρων για αμφιλεγόμενα έργα είχε σοβαρότατες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πολλές εκ των ποίων μη αναστρέψιμες, όπως για παράδειγμα ο κατακερματισμός του χώρου μέσα από τη διάνοιξη δρόμων, κυρίως υπερτοπικού χαρακτήρα. Μια δευτερογενής συνέπεια ήταν και η πριμοδότηση του ιδιωτικού αυτοκινήτου καθ υπερβολήν, σε μια χώρα που εισάγει βεβαίως τόσο το μέσον όσο και τα καύσιμα, ενώ στερείται βασικών μεταφορικών υποδομών όπως ο σιδηρόδρομος. Η γενίκευση αυτής της ροπής, τόσο στη δεξιά όσο και αριστερή φαντασίωση, ταυτίστηκε με την ίδια την ανάπτυξη. Αν σήμερα ρωτήσεις τον μέσο πολιτικό, δημοσιογράφο, πολίτη κτλ. για ένα άμεσο αναπτυξιακό στόχο, το πιθανότερο είναι να εισπράξεις την απάντηση ότι αυτό που μας λείπει είναι μια κατακόρυφη Εγνατία, είτε αυτή λέγεται Ιόνια είτε Ε65.

 

Το περίεργο όμως με την οικονομική βοήθεια δεν σταματάει εδώ. Ενώ δηλαδή θα περίμενε κανείς αυτό να συντελέσει τουλάχιστον σε μια αναγνώριση της μη οφειλόμενης αλληλεγγύης εκ μέρους των λοιπών Ευρωπαίων εργαζομένων, λαών και λοιπών συντελεστών του πλούτου στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, διαμόρφωσε συν τω χρόνω μια διαρκώς εντεινόμενη Ευρωφοβική συνείδηση η οποία ενώ δεν εκφράζεται δημοσκοπικά (πιθανώς λόγω και του λανθασμένου ερωτηματολογίου) είναι σίγουρο ότι διακατέχει την πολιτική συμπεριφορά. Επ αυτού βρίσκει έδαφος και ο ενδημικός εθνο-λαϊκισμός των περισσοτέρων σύγχρονων κομμάτων τα οποία ενώ ορκίζονται πίστη στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, παρασύρουν την κοινή γνώμη σε μια αντιπαλότητα, η οποία είναι βέβαια χρήσιμη για εσωτερική κατανάλωση, αλλά μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από το στόχο της σύγκλισης (cohesion) και της ενσωμάτωσης (integration).  Το φαινόμενο αυτό το είδαμε να διαδραματίζεται κατ εξοχήν και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς» όπου εκτός από την διαρκή υπόμνηση των υποχρεώσεων  και της αναλγησίας των εταίρων – δανειστών, δεν υπήρξε ούτε λέξη για τον θετικό προορισμό που αποτελεί το Ευρωπαϊκό σύστημα, με τις ατέλειές του βεβαίως και τις αναπόφευκτες ταλαντώσεις που έχει κάθε τέτοιος σύνθετος ζωντανός οργανισμός. Ο αντιαμερικανισμός των προηγούμενων περιόδων, έδωσε απλώς τη θέση του στον αντιευρωπαϊσμό και στις αποχρώσεις του (αντιμερκελισμός). Αν σ’αυτό προσθέσουμε και μια ικανή δόση αντικαπιταλισμού που υποσυνείδητα προβάλλεται ως άλλοθι για την εθνική μας αποτυχία, μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύσουμε τόσο την άνοδο του Σύριζα, όσο και άλλων συνοδών παρεκλίσεων από μια κανονικότητα που απεδείχθη ότι είχε ημερομηνία λήξεως.

Η σφοδρή αλλά άσφαιρη επίθεση της κυβέρνησης προς τους σκληρούς, απαράδεκτους, αδίστακτους κτλ. δανειστές, είναι προφανές ότι δεν συνεισέφερε μέχρι τώρα στην αλλαγή της στάσης τους. Ούτε βέβαια θα το πετύχει στο μέλλον. Είναι άλλωστε γνωστό ότι κανείς από τους 18 δεν φαίνεται να συγκινείται από την επαναστατική ρητορεία που εγκαινίασε η «πρώτη φορά Αριστερά». Αντίθετα, συμβάλλει στην πολιτική απομόνωση της χώρας και στην ενίσχυση των αντι-Ευρωπαϊκών πεποιθήσεων στο εσωτερικό ακροατήριο. Ελπίζουμε ότι αυτό είναι αναστρέψιμο. Άλλως δεν υπάρχει μέλλον, με ή χωρίς μια συμφωνία.

Έτσι η μπάλλα έρχεται στο γήπεδο της φιλο-Ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης που θα πρέπει να πείσει, χωρίς ενοχικά σύνδρομα, ότι είναι η μόνη που έχει μια εθνικά βιώσιμη και ιδεολογικά βάσιμη πρόταση, μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να το κάνει άμεσα και συλλογικά. Και βέβαια, κάποιος να κάνει την αρχή.