Στη διάρκεια των μεγάλων κρίσεων, διεθνών ή εθνικών, οι κοινωνίες σφίγγουν τα δόντια και προσπαθούν να επιβιώσουν, συλλογικά και ατομικά. Μετά την κρίση επιχειρούν συνήθως τον αναστοχασμό της δραματικής εμπειρίας, αξιοποιώντας και τα βιώματα της κρίσης. Επεξεργάζονται το τραύμα τους που λένε και οι ψυχίατροι. Θέλουν να καταλάβουν πώς συνέβη ότι τους συνέβη, και τι μάθανε για να προχωρήσουν στο μέλλον. Θα μπορέσει η ελληνική κοινωνία να προχωρήσει σε μια τέτοια διαδικασία αυτογνωσίας στη νέα μετακρισιακή φάση; Κάποιες κοινωνίες αντιδρούν συντεταγμένα, ορθολογικά και στρατηγικά στις κρίσεις. Η Ελλάδα δεν ήταν μεταξύ αυτών. Αντιθέτως, υπενθύμισε αρκετά μοτίβα του εθνικού παρελθόντος. Ευπάθεια στις αλλαγές του διεθνούς περιβάλλοντος, παροξυστικές πολώσεις στο εσωτερικό, διάσωση την τελευταία στιγμή με βαρύ κόστος, ευνοϊκή επίδραση για τη διάσωσή μας των γεωπολιτικών παραγόντων και της «ιστορικής προσόδου» που απολαμβάνουμε λόγω του υψηλού συμβολισμού της αρχαίας Ελλάδας στο ευρωπαϊκό φαντασιακό.
Το κόστος που πληρώσαμε ήταν υψηλό – το υψηλότερο στην Ευρώπη. Όχι μόνο στην οικονομία όπου γνώρισε πρωτοφανή μείωση για καιρό ειρήνης. Δηλητηριάστηκαν οι κοινωνικές σχέσεις, καταβαραθρώθηκε το επίπεδο του πολιτικού βίου, φτώχυνε η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή με λίγες εξαιρέσεις, αμαυρώθηκε η διεθνής εικόνα της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ο διχασμός στη διάρκεια των κρίσεων δεν ήταν πρωτόγνωρος στην ιστορία της Ελλάδας. Αλλά και ένα εθνικό σκίρτημα μετά την πτώση, επίσης δεν θα ήταν πρωτοφανές. Το έχουμε ξανακάνει. Έχουμε λοιπόν ζωτικούς λόγους να σκεφτούμε τις προϋποθέσεις και τους όρους πραγματοποίησής του για να μην γίνει η κρίση απλή αφετηρία μιας παρατεταμένης εθνικής παρακμής.
Οποιοσδήποτε αναστοχασμός θα πρέπει να ξεκινήσει ακριβώς από το βίωμα της πτώσης, από την εμπειρία της απώλειας. Για τη μεγάλη πλειοψηφία ήταν ένα νέο φαινόμενο. Οι παλαιότερες γενιές είχαν βιώσει την «πολιτική πτώση», δηλαδή την απώλεια της δημοκρατίας στην περίοδο 1967-1974. Αλλά όλες οι γενιές, πλην των νεώτατων που γνωρίζουν μόνο την κρίση, είχαν βιώσει μια οικονομική ανάπτυξη και μια διαρκή εισοδηματική βελτίωση, που παγίωσε στη συλλογική αντίληψη ότι το αύριο θα είναι πάντα καλύτερο από το χτες. Και αν στις μεταπολεμικές γενιές αυτό ήταν μια ευτυχής έκπληξη μετά τις φοβερές δοκιμασίες που είχαν περάσει, στις γενιές της σταθεροποιημένης Μεταπολίτευσης, η αντίληψη μεταβλήθηκε σε «δεδομένο». Σαν να μάς οφειλόταν το αύριο να είναι καλύτερο από το χτες. Έτσι ο αντικαπιταλισμός του αριστερόστροφου μεταπολιτευτικού λαϊκισμού ξέχασε την περιοδικότητα των κρίσεων του καπιταλισμού, ευνόησε όμως τη μαζικοποίηση ενός πληθωριστικού καταναλωτισμού χωρίς αίσθηση του επιχειρηματικού ρίσκου και της επισφάλειας ως συστατικού στοιχείου της κοινωνικής εξέλιξης.
Το βίωμα της κρίσης είναι ακριβώς η γνώση της επισφάλειας. Για τη νεώτερη γενιά αυτή είναι η συνθήκη της ως τώρα ζωής τους, αλλά για όλους και όλες θα πρέπει να αποτελέσει τον πυρήνα αναστοχασμού της εθνικής πορείας στο προσεχές μέλλον. Η νέα γνώση αποτελεί όμως μόνο την αφετηρία γιατί μπορεί να οδηγήσει σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Είτε σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και περιορισμένων φιλοδοξιών, είτε στη δυναμική ανασυγκρότηση για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και τη σταθερότερη πορεία στο μέλλον.
Το επιθυμητό εθνικό σκίρτημα αντιστοιχεί προφανώς στη δεύτερη κατεύθυνση. Σήμερα φαίνεται σχεδόν αδύνατο, αλλά υπάρχουν «αιτίες να ελπίζουμε». Η κυριότερη είναι πιστεύω η ανθεκτικότητα που έδειξε στην περίοδο της κρίσης μια πολιτισμένη και ανέλπιστα υγιής Ελλάδα. Κάτω ή δίπλα από τους προβολείς που φώτιζαν τα εκκωφαντικά ξεσπάσματα των «αγανακτισμένων», των φασιστών, των καμένων, και των ποικίλων πρωταγωνιστών της πολιτικής αθλιότητας, υπήρξε μια άλλη Ελλάδα, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ποικίλων κομματικών προτιμήσεων, διαφόρων πολιτισμικών αντιλήψεων, που διέσωσε τη δημοκρατική αξιοπρέπεια της χώρας. Πολίτες που συνέχισαν με το ίδιο φιλότιμο τη δουλειά τους παρά την κατακόρυφη πτώση του εισοδήματος, που κράτησαν ένα πολιτισμένο επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων παρά την εξαχρείωση του κοινωνικού περιβάλλοντος, που συνέχισαν να συμπεριφέρονται με δημοκρατική εγκράτεια παρά τον εκβαρβαρισμό του δημόσιου λόγου. Η πηγή και το κίνητρο της συμπεριφοράς τους μπορεί να διέφεραν. Μπορεί να ήταν ένα υγιές ένστικτο αυτοσυντήρησης, ένας σώφρων ρεαλισμός, σε μια εποχή τεράτων και δημαγωγίας. Μπορεί να ήταν ένας χαμηλόφωνος πατριωτισμός που συνήθως σκεπάζεται από τις εθνικιστικές κορώνες. Μπορεί να ήταν ένα βαθύτερο, σχεδόν ασύνειδο, δημοκρατικό συναίσθημα που έχει κατασταλάξει μέσα μας σαν ίζημα ύστερα από την ταραχώδη ιστορία του ελληνικού 20ου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση αυτή η Ελλάδα αποτελεί παρακαταθήκη για τη νέα φάση που έχει ανοίξει. Πόσω μάλλον που αρκετές έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι σήμερα σταθεροποιείται, διευρύνεται και περιλαμβάνει μέρος του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνώντας τον προηγούμενο διχασμό μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Ο πολιτικός-κομματικός ανταγωνισμός δεν συντονίζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, με αυτή τη νέα ατμόσφαιρα, ούτε είναι ικανός να την καθοδηγήσει. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση έχοντας εμφανώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, πέτυχε να σηματοδοτήσει μια πολιτική στροφή, ενώ αναζητά ένα ηπιότερο πολιτικό κλίμα. Όμως το ταγκό της νέας ατμόσφαιρας θέλει δύο και ο δεύτερος δεν διατίθεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει έναν εμφύλιο που για την πλειοψηφία της κοινωνίας έχει τελειώσει. Αντίθετα με την περιώνυμη «σοσιαλδημοκρατικοποίηση», επιλέγει να γίνει το κοινό δοχείο των παρωχημένων λαϊκισμών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, και να εκφράσει τα ξέφτια του κρατικιστικού-συντεχνιακού κοινωνικού συνασπισμού που φαλίρισε την Ελλάδα.
Αν εξ αιτίας αυτών, η υπέρβαση του διχασμού δεν μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία των κομμάτων, μπορεί να γίνει το αντίθετο; Μπορεί μια νέα κοινωνική πλειοψηφία που επιζητεί πλέον την ανασυγκρότηση και τη νέα κανονικότητα να πολιορκήσει το κομματικό σύστημα και να επιβάλει αλλαγές στην ποιότητα και τη θεματολογία του δημόσιου λόγου; Ας είναι σαφές ότι στην Ελλάδα οι πολιτικές – κομματικές ηγεσίες δεσπόζουν στην εθνική ζωή και καθορίζουν την πορεία της. Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τις άλλες κοινωνικές, επιχειρηματικές , επιστημονικές, πνευματικές, δημοσιογραφικές και διοικητικές ηγεσίες. Στην παρούσα φάση ίσως μπορούν και οπωσδήποτε υποχρεούνται, να αναδείξουν τα σημαντικά στο χώρο τους, να προσθέσουν τη δική τους ψηφίδα στην εθνική προσπάθεια, να περιορίσουν τους δημαγωγούς. Η Ελλάδα βγαίνει από την οξεία φάση της κρίσης. Αλλά βγαίνει σε έναν Κόσμο που η παγκοσμιοποίηση την οποία ενεργοποίησε η Δύση αφήνει πίσω τις μεσαίες και τις μισθωτές τάξεις της Δύσης@ σε μια Ευρώπη που μικραίνει και απορυθμίζεται@ σε μια γεωγραφική περιοχή που αναμοχλεύονται συσχετισμοί και συμμαχίες. Χρειάζεται ένα νέο πολιτικό περιβάλλον που θα αφήνει πίσω τον διχασμό και θα βρει τους κοινούς τόπους μιας νέας εθνικής στρατηγικής.
Ο κίνδυνος είναι να αντιμετωπίσουμε τη νέα εποχή που θυμίζει μάλλον τις επισφάλειες του Μεσοπολέμου, με τους αυτοματισμούς που μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση, η πιο «κανονική» περίοδος του ελληνικού 20ου αιώνα.