Με τη Φασολάδα και με τη Μανωλάδα.

Βασίλης Δεληγκάρης 20 Απρ 2013

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με αφορμή τα ρατσιστικά γεγονότα στην Ηλεία, δημιουργούν τις τελευταίες ημέρες στη διεθνή κοινή γνώμη μια ολίγον σουρεαλιστική εικόνα για τη ζωή στη χώρα μας.

Εκεί που υποφέρουμε και στενάζουμε κάτω από το βάρος των δημοσιονομικών μέτρων, εκεί που έχουμε ενάμιση εκατομμύριο ανέργους και εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις κλειστές, εκεί έχουμε και «κτηματίες» της ελληνικής υπαίθρου που διατηρούν εκατοντάδες σκλάβους σε συνθήκες που μπροστά τους και «η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά» μοιάζει παλάτι, με τον αμερικανικό Νότο να αναβιώνει ως καρικατούρα σε μια χώρα που πριν από λίγες μόνο δεκαετίες στέναζε το τσουκάλι με τη φασολάδα.

Έχουν ξαναγίνει αυτά τα γεγονότα στη Μανωλάδα, πριν από μερικά χρόνια και πάλι τότε δημιουργήθηκε σάλος και το θέμα κυριάρχησε στη δημοσιότητα για πολλές ημέρες. Γράφτηκαν χιλιάδες λέξεις, παίχθηκαν δεκάδες συγκινητικά ρεπορτάζ και αφού ησυχάσαμε όλοι με τη συνείδησή μας(!) -«επειδή εμείς δεν είμαστε ρατσιστές και τα γεγονότα αυτά αποτελούν μια ιδιοτροπία κάποιων ασυνείδητων εκμεταλλευτών»- το θέμα αποσύρθηκε ησύχως και η ζωή στη Μανωλάδα και τα άλλα χωριά και τις πόλεις συνεχίσθηκε ως συνήθως…

Οι αλλοδαποί εργάτες γης εξακολούθησαν στο μεταξύ, ανελλιπώς, να αποτελούν τη πλειονότητα των εργατών στην ελληνική περιφέρεια και οι περισσότεροι από αυτούς συνεχίζουν να ζουν και να δουλεύουν σε συνθήκες που παραβιάζουν την αξιοπρέπεια και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, με ελάχιστους μισθούς, χωρίς ασφάλιση και πολλές φορές, όπως αποδεικνύεται, χωρίς την καταβολή των δεδουλευμένων.

Και όμως, αυτός ο λαός πριν από μερικές δεκαετίες στέναζε μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, με τα παιδιά του, ιδιαίτερα αυτά από την κατεστραμμένη, από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, επαρχία, να μεταναστεύουν τότε για να εργασθούν στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης και της Αμερικής. Σε καμιά όμως από αυτές τις χώρες και παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής που είχαν δεν έζησαν αυτό που εμείς έχουμε επιφυλάξει σε πάρα πολλούς ξένους εργάτες, στους οποίους εμείς οι ίδιοι, με τη θέλησή μας, δίνουμε δουλειά τα τελευταία χρόνια.

Η Ελλάδα προς το τέλος του προηγούμενου αιώνα, μέσα σε συνθήκες αλματώδους ανάπτυξης (που βασίσθηκε βέβαια και στον υπέρμετρο δανεισμό), ανάμεσα στα άλλα, μεταβλήθηκε από χώρα εξαγωγής σε μια χώρα υποδοχής μεταναστών. Χωρίς κανένα κρατικό σχεδιασμό και πρόνοια για τη διαχείριση αυτής της νέας κατάστασης. Τους ξένους τους θέλαμε ως φθηνό εργατικό δυναμικό, για να μας κάνουν τις δουλειές στο εργοστάσιο, το σπίτι, το χωράφι, αλλά δεν μπορούμε να τους ανεχτούμε εύκολα να ζουν δίπλα μας, μαζί, στην καθημερινή μας ζωή.

Η ακραία έκφραση αυτής της νοοτροπίας, αυτής της (μη) παιδείας είναι να τους πυροβολούν ορισμένοι κουμπουροφόροι επιστάτες σαν τα κοτόπουλα.

Η τραγική ειρωνεία και η φάρσα της ιστορίας είναι όμως ότι γυρίζουμε τώρα πάλι εμείς γοργά στις συνθήκες και στο επίπεδο ζωής του ’50 και του ’60, με αποτέλεσμα να ξαναφεύγουμε στο εξωτερικό μετανάστες και να ζούμε τώρα πια στη χώρα μας, αυτή τη φορά και με τη Μανωλάδα και με τη φασολάδα!