Οι εκλογές τελείωσαν με τη νίκη της ελπίδας έναντι του φόβου. Ομως ελπίδα και φόβος κινούνται στον χώρο των συναισθημάτων, που -εκ φύσεως- δεν ακουμπούν στη σκέψη και στον ρεαλισμό. Τώρα, όλοι, άσχετα με το τι ψήφισαν, θα πρέπει να διώξουν τον φόβο, πράγμα που γίνεται μόνον αν βασιστεί η ελπίδα στη σύνεση και στη λογική. Κυρίως η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε να ενσαρκώσει και να υλοποιήσει τον βηματισμό της χώρας για την έξοδο από την κρίση.
Ομως, τα πρώτα δείγματα γραφής δεν φαίνεται να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, μάλλον αυξάνουν ανεδαφικές ελπίδες και οξύνουν αόριστους φόβους. Και εξηγούμαι. Πριν ακόμα συγκληθεί το Υπουργικό Συμβούλιο, πολλά μέλη της προέβησαν σε δηλώσεις σχετικά με την αναστολή προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων, την επανεξέταση επενδύσεων, ακόμα και την επανεθνικοποίηση οικονομικών δραστηριοτήτων. Μίλησαν για αναίρεση μεταρρυθμίσεων στα μισθολόγια ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, στο Ασφαλιστικό, στις εργασιακές σχέσεις, στον συνδικαλιστικό τομέα και για άμεση επαναπρόσληψη των υπαλλήλων που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Οι πρωτοβουλίες αυτές, μαζί με το άμεσο πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, που η ίδια η κυβέρνηση έχει ήδη κοστολογήσει στα 11 δισ. ευρώ, δημιουργούν δικαιολογημένες ανησυχίες δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ, με πολύ πιο μετριοπαθείς θέσεις, θα μπορούσε να προωθήσει τη λύση του Μακεδονικού και του Κυπριακού προβλήματος, η παρά φύσιν σύμπραξή του με τους ΑΝΕΛ καθιστά αδύνατο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μάλιστα, το βέτο που αφήνεται να εννοηθεί ότι θα προβάλει ο κ. Κοτζιάς για τον τρίτο γύρο οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις με την ΕΕ την άκρως κρίσιμη στιγμή έναρξης της διαπραγμάτευσης για το χρέος.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακούω στο ραδιόφωνο τις δηλώσεις του νέου υπουργού Οικονομικών, ο οποίος θέτει σε αμφισβήτηση τη φιλοσοφία του προγράμματος διάσωσης, ισχυριζόμενος ότι μετέτρεψε ένα πρόβλημα πραγματικής πτώχευσης της χώρας σε ζήτημα ρευστότητας του κράτους, με αποτέλεσμα μια αυτοτροφοδοτούμενη υφεσιακή κρίση. Παρά το ότι η τοποθέτηση αυτή επανατοποθετεί σε τελείως διαφορετική βάση το όλο ζήτημα διάσωσης της Ελλάδας, ο κ. Βαρουφάκης έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να παραμείνει ο διάλογος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε αντίθεση με τους άλλους συναδέλφους τους που ξήλωσαν ήδη πάνω από τις μισές μνημονιακές δεσμεύσεις. Ως απλός νομικός, είχα καταλάβει ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε ακριβώς τη διαφαινόμενη πτώχευση με σκοπό να την αποφύγει. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος. Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς, υπό αυτές τις συνθήκες, θα καταλήξουμε σε κάποιον έντιμο συμβιβασμό. Ας ελπίσουμε ότι το γνωρίζει η παρούσα ηγεσία της χώρας.