Προσπάθησα να γράψω κάτι, για τον πραγματισμό του Τσίπρα και την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την σοσιαλδημοκρατία. Σεμνύνομαι να επιμένω ότι θεωρώ τον εαυτό μου-με την πνευματική και προσωπική μου συγκρότηση- ως Αριστερό. Θεωρώ ότι η «κωλοτούμπα» του πρωθυπουργού, αποδείχθηκε «σωτήρια» για τον τόπο, έστω κι αν ήταν μια καθοριστική διάψευση, ήττα και απατεωνιά. Σκεφτείτε να είχε περάσει του Γιάνη, της Ζωής και του Παναγιώτη. Ψεύτης και καρπαζοεισπράχτορας ο λεγάμενος, αλλά τουλάχιστον δεν κλαίμε (ακόμα!) για νέες χαμένες πατρίδες. Κρατώντας κάποιους παλιούς, ανθεκτικούς δεσμούς με πρόσωπα του χώρου, αφουγκραζόμουν τις αγωνίες, τις εθελοτυφλίες, τα πείσματα τους, στην λογική «να μη χαθεί κι αυτή η ευκαιρία» και «δίκιο έχεις, αλλά είναι άγουροι ακόμα, πιέζονται από παντού, θα μάθουν. Ο Μικρός έχει αστέρι». Σίγουρα είναι μεταφυσικές προσεγγίσεις, αλλά ποιος λέει πως οι Αριστεροί δεν είναι βαθιά θρησκευόμενοι.
Διαβάζω, με ανοιχτό, νομίζω, μυαλό, τα όσα πρόσφατα υποστηρίζει ο καθηγητής κ. Ν. Μαραντζίδης και, δεν κρύβω πως είχα μεγάλη προσμονή για την «κανονικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν και η έσχατη ελπίδα να μην μας κουρεύουν αύριο στους δρόμους ως αριστερούς. Γιατί, εμάς θεωρούν αριστερούς, κι όχι τους άκαπνους και τους νεόκοπους, που είδαν φως και μπήκαν. Αυτοί θα δουν αλλού, άλλο φως και θα ξαναμπούν.
Πράγματι, στην ζωή όλα αλλάζουν. Όμως υπάρχουν δύο αγκάθια, που όλη η φιλολογία ως προς την «κανονικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, πέφτει στο κενό. Το πρώτο είναι ο συνεχιζόμενος εναγκαλισμός με τον ψεκασμένο. Ακόμα και προχθές, με εκείνον τον άθλιο, (πως τον λένε;) που ταύτισε την ομοφυλία με την παιδεραστία, δεν σηκώθηκε ένας βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ να τον κράξει και το έκανε ο δεξιός Βαρβιτσιώτης. Και δεύτερο, είναι το πολιτικό κλίμα που εκπορεύεται από την «παρέα του Μαξίμου». Βαρβαρότητα, κυνισμός, ηθικολογία μιας «περιούσιας» παράταξης που εκπροσωπεί το «καλό», όλη η χυδαία και ανιστόρητη μεταφυσική του «ή εμείς, ή οι άλλοι».
Το δίλημμα είναι απλό, όσο και δυσεπίλυτο. Ποιες είναι-ή μπορεί να είναι-οι μετεκλογικές συνεργασίες; Και το δίλημμα αφορά μόνο έναν πολιτικό χώρο. Το Μεταρρυθμιστικό Κέντρο ή αλλιώς την Κεντροαριστερά. Οι επιλογές είναι συγκεκριμένες. Με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με την Νέα Δημοκρατία.
Πριν επιλεγεί όμως ο σύμμαχος και συνεργάτης η Κεντροαριστερά θα πρέπει να καθορίσει, όσο το δυνατό εναργέστερα και καθαρά, το πολιτικό της περιεχόμενο και την κοινωνική της αναφορά. Γιατί μέχρι σήμερα, το ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ, ο κύριος φορέας της Κεντροαριστεράς, σαν να θέλει να αποφύγει την, εκ των προτέρων, επιλογή, της μιας ή της άλλης εκδοχής.
Έχει δίκιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πράγματι προβληματικός και πολιτικά υπανάπτυκτος, με όλους τους τσαμπουκάδες για σκάνδαλα και εχθρούς, για την βάρβαρη και κυνική, στο επίπεδο της αλητείας, αντιμετώπιση όλων, όσων δεν αποδέχονται την αυτο-ανακήρυξή του ως Αριστερή πολιτική έκφραση. Ο Συμβιβασμός του, δεν είναι προϊόν επεξεργασμένης αναθεώρησης, αλλά μια πανικόβλητη, έξω από κάθε μέτρο και κοινωνική αναφορά, Υποταγή σε εκβιαστικές, κατά τα άλλα, πιέσεις, που καθυστερημένα συνειδητοποίησε. Αυτή η Υποταγή είναι βέβαια, εντελώς διαφορετική από τον «εξορθολογισμό» που του αποδίδεται από πολλούς, άλλοτε αντιπάλους. Στα συντρίμμια της Υποταγής του ανιχνεύεται όλη η έπαρση, η επιπολαιότητα, η αμορφωσιά και προπαντός ο κυνισμός μιας πολιτικής αυθάδειας.
Η Νέα Δημοκρατία, παρά τις, αρχικά, ενθουσιώδεις κραυγές, περί «μεταρρυθμιστή», «ευρωπαϊστή» κ.λ.π, κ.λ.π Κυριάκου Μητσοτάκη, κάθε μέρα και σε κάθε αφορμή, αποκαλύπτει μια ιστορική δυσκινησία, επαναλαμβάνει τα περί εκλογών και στο τέλος, θεωρεί, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, την κατάταξη σε «δικούς μας» και «απέναντι», εύλογη συνθήκη στην νεοελληνική μας πολιτική διαδρομή. Εφαρμόζει αντεστραμμένο, ως αντιπολίτευση, το ίδιο διχαστικό «ή εμείς, ή αυτοί». Περισσότερο είναι εμφανής η Δειλία, που εκπέμπει ο Αρχηγός της, να καθορίσει τους άξονες των πολιτικών επιλογών του. Κάπως έτσι, υπεκφεύγει στο Μακεδονικό, δεν καταφέρνει να πάει παραπέρα από την μαζική και ανιστόρητη κλάψα ενός ακροατηρίου, που έμαθε πάντα να επιβάλει την καθυστέρηση και την ιδιοτέλεια, ως «κοινή γνώμη», η οποία, μάλιστα, είναι και πρέπει να είναι σεβαστή και άθικτη σε οποιοδήποτε προσαρμογή, αυτοκριτική και συμβιβασμό.
Σ’ αυτόν τον Ιανό, των Υποταγμένων της μιας πλευράς και των Δειλών της άλλης, τι μένει; Παλαιότερα, η Αριστερά, τουλάχιστον η λεγόμενη Ανανεωτική, ήταν ένα πολιτικό φροντιστήριο, περισσότερο, ίσως, από μια πολιτική έκφραση άμεσης πολιτικής. Το ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ αρχίζει να προσομοιάζει με ένα μετά-ΚΚΕ εσ; Θα ήταν άτυχο και παρωχημένο.
Πρώτο στοιχείο που είναι ανάγκη να απαντήσει το είναι οι επιθέσεις που δέχεται από δεξιά, για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει ή δεν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο, αν είναι ή όχι εφικτή όποια συνεννόηση μαζί του. Το ερώτημα αυτό, από μόνο του, είναι μια ύβρις. Η Αριστερά δεν ανήκε στους ηγέτες και τα κόμματά της, αλλά στις ιδέες και τον απελευθερωτική θεωρία και πράξη της. Η σημερινή συγκυρία, με τον Τσίπρα και τους άλλους κυνικούς της εξουσίας, δεν ακυρώνει την συμμετοχή της Αριστεράς στην δημοκρατική διαδρομή της χώρας. Ο Εμφύλιος είναι ακόμα ένα τραύμα, όμως η Εθνική Αντίσταση παραμένει ακόμα ένα Έπος. Η μετεμφυλιακή Αριστερά ήταν πλήρως ενταγμένη στην δημοκρατική πορεία. Από αλλού ήρθε η παρεκτροπή της χούντας. Ας μην λέμε ανούσια και αυταπόδεικτα πράγματα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι σε ποια πεδία, αυτός ο Υποταγμένος, πάντα κυνικός και υπερόπτης, πάντα δημαγωγός και βάρβαρος ΣΥΡΙΖΑ, είναι σε θέση να κοιτάξει μπροστά. Σύμφωνοι. Με την Novartis, με τον Βαξεβάνη κήρυκα της επίθεσης κατά του κατεστημένου, με τα αναρίθμητα ανθρωπάκια, που συνωστίζονται και αερολογούν φοβισμένα και άκαπνα περί ηθικού πλεονεκτήματος, μπορεί όλα να μοιάζουν μοιραία και ανυπέρβλητα. Η Αριστερά-αυτή η Αριστερά του Τσίπρα-ζυγίστηκε, μετρήθηκε και βρέθηκε απελπιστικά ελλιπής. Όμως, πίσω από αυτήν την θλιβερή εικόνα, υπάρχει ένας κόσμος που αγωνιά, που ψάχνει, εγκαλεί, απογοητεύεται και ανακαλεί τις ιδρυτικές αξίες της Αριστεράς. Αν αυτός ο κόσμος απαξιωθεί και εγκαταλειφθεί στην επαρχία της Τσιπρικής εξουσιομανίας και «τιμωρηθεί» από την νεοδημοκρατική αντιαριστερή υστερία, τότε το εφιαλτική εκδοχή ενός νέου, περισσότερο ίσως υπανάπτυκτου από τον προηγούμενο, με γκρεμισμένα όλα του τα γεφύρια, Διπολισμού, θα είναι τραγική για την χώρα.
Υπάρχει, τελευταία και καταϊδρωμένη, μια ελπίδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την κατάρρευση ή την αντοχή του, να αναθεωρήσει, πριν κι όχι μετά τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, εκ βάθρων, όλη την ηθική του συμπεριφορά. Είναι προφανώς ένα ουτοπικό, μελοδραματικό αίτημα, για έναν χώρο, βαθιά συντηρητικό, αμετακίνητο δηλαδή, από φαντασιώσεις και τις βεβαιότητες που έχει και τις εκφράζει με φωνές και σχηματικές κατατάξεις, στο αδιέξοδο σχήμα του «εμείς κι αυτοί». Η Πορεία του Τσιπρικού Σύριζα προς την κορυφή είναι αλήθεια ότι οφείλεται στην κουλτούρα του Αλέκου Αλαβάνου κι όχι του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Η ελπίδα, όμως, όπως λένε και οι αθεράπευτα αισιόδοξοι, πεθαίνει τελευταία.