Μόνο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα θα μπορούσε ένας πόλεμος να ξεκινήσει σενάρια για πρόωρες εκλογές. Σε μια χώρα που η συζήτηση για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση ξεκινά μόλις τελειώσει η προηγούμενη. Ενώ, λοιπόν, οι βόμβες συνεχίζουν να πέφτουν στην Ουκρανία και εκατομμύρια πρόσφυγες ψάχνουν να σωθούν από τα αναθεωρητικά σχέδια του Πούτιν, εμείς ξεκινήσαμε ξανά συζήτηση, όχι για το αν οι εκλογές θα γίνουν ένα χρόνο νωρίτερα, αλλά για το αν θα γίνουν στο τέλος Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου. Μάλιστα, μπαίνουν ως παράμετροι των εξελίξεων, το πότε θα φανεί η οικονομική κρίση στις τσέπες των Ελλήνων και το αν η ρωσική εισβολή εξυπηρετεί τα σχέδια Μητσοτάκη για αυτοδυναμία.
Αστεία στην καλύτερη, επικίνδυνα στην χειρότερη, τα ερωτήματα που θέτουν δημοσιολόγοι, προκειμένου να γεμίσουν άδειες σελίδες εφημερίδων και sites και κυρίως να «ντύσουν» τα τηλεοπτικά παράθυρα παρέα με τους απόστρατους. Ωστόσο, η σχετική συζήτηση βάζει στο επίκεντρο την λεγόμενη σταθερότητα των κυβερνητικών θητειών ή -για να είμαι πιο ακριβής- την σταθερότητα των εκλογικών κύκλων.
Η σταθερότητα ως καινοτομία
Θυμήθηκα, λοιπόν, ότι τον Ιούνιο του 2016, έξι σημαντικοί άνθρωποι, με πολιτική καταγωγή τόσο από τον χώρο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς (Στέφανος Μάνος, Nίκος Κ. Αλιβιζάτος, Παναγής Βουρλούμης, Γιώργος Γεραπετρίτης, Γιάννης Κτιστάκις και Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος), παρουσίασαν την εργασία τους, με τίτλο « Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα». Μεταξύ άλλων, πρότειναν οι εκλογές «να διενεργούνται σταθερά την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου κάθε τέταρτου έτους», ενώ σε περίπτωση που η Βουλή «διαλυθεί ή αυτοδιαλυθεί με απόφασή της που λαμβάνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, η θητεία της νέας Βουλής διαρκεί όσο η υπολειπόμενη θητεία της προηγούμενης». Επίσης, μέσω του θεσμού της «εποικοδομητικής» ψήφου δυσπιστίας, εκτιμούσαν ότι «διευρυνόταν η δυνατότητα κυβερνήσεων ανοχής και μειοψηφίας, αν η Βουλή δεν κατορθώνει να στηρίξει κυβέρνηση πλειοψηφίας», με στόχο όπως σημείωναν, την «αποτροπή της συχνής προσφυγής στις κάλπες».
Το άτολμο αλλά καθοριστικό 2019
Τα όσα ακολούθησαν με την -μάλλον άτολμη- συνταγματική αναθεώρηση του 2019, είναι πλέον γνωστά και ανήκουν στην Ιστορία. Σίγουρα, αυτό που δεν επιδίωξε καμία πολιτική δύναμη, ήταν η σταθερότητα του εκλογικού κύκλου. Μάλιστα, η αντίφαση φάνηκε ακόμα πιο έντονα την στιγμή που οι εκλογές του 2019 πραγματοποιήθηκαν ενώ είχε συμπληρωθεί -παρά δύο μήνες- πλήρης κυβερνητική τετραετία. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα ένδειξης θεσμικού σεβασμού, αλλά μια απέλπιδα προσπάθεια του υπό κατάρρευση ΣΥΡΙΖΑ να κρατηθεί στην εξουσία όσο περισσότερο χρόνο γινόταν. Όμως, οι ψηφοφόροι είχαν άλλη γνώμη και οι τραγικές επιδόσεις του τότε κυβερνώντος κόμματος, σε αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές, χάλασαν τους σχεδιασμούς Τσίπρα.
Πυξίδα συναινέσεων η εκλογή ΠτΔ
Και τώρα, ενάμιση χρόνο πριν το τέλος της τετραετίας Μητσοτάκη, εν μέσω συγκρούσεων στην Ευρώπη και νέας οικονομικής κρίσης που αυτή γεννά και ενώ η πανδημία είναι ακόμα δυνατά παρούσα, συζητάμε και πάλι για πρόωρες εκλογές. Δεν είναι αναγκαίο να μπούνε συνταγματικές προβλέψεις και αναχώματα για να πηγαίνουμε στις κάλπες -πλην ακραίων πολιτικών συνθηκών- στο τέλος της τετραετίας. Ας μην ξεχνάμε, ότι η εκλογή Πρόεδρων της Δημοκρατίας με υπερκομματική στήριξη, έγινε πολύ νωρίτερα από την απαλοιφή της συνταγματικής πρόβλεψης για εκλογές όταν το προτεινόμενο πρόσωπο δεν συγκέντρωνε τις απαραίτητες ψήφους. Με λίγα λόγια, ίσως να αρκεί μια απλή -ακόμα και άτυπη- συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ωριμότητα και ενσυναίσθηση της πραγματικότητας.