Το νομοσχέδιο για τα «μη κρατικά» ΑΕΙ προκάλεσε μια δημόσια συζήτηση με θεωρητικό υπόβαθρο τη σχέση εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς έννομης τάξης και κυρίως τη σύγκρουση ως προς την προτεραιότητα εφαρμογής μεταξύ αφενός μεν του εθνικού Συντάγματος, αφετέρου δε του Δικαίου της Ε.Ε. Συγκρούονται δυο προσεγγίσεις. Κατά τη μια, το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της Ε.Ε. προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή συνύπαρξη διαφορετικών εννόμων τάξεων όταν ένα ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο και των δυο. Πρέπει άλλωστε να λαμβάνεται υπόψη η θεμελιώδης εθνική συνταγματική απόφαση για τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (άρθρο 28), αλλά και το ποιο δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο και ποια μπορεί να είναι πρακτικά η έκβαση μιας μετωπικής σύγκρουσης. Αυτή είναι η νομική όψη του ζητήματος ανεξαρτήτως των ουσιαστικών προϋποθέσεων του μέλλοντος των δημοσίων ΑΕΙ και των ποιοτικών προδιαγραφών των μη κρατικών ΑΕΙ. Κατά την άλλη προσέγγιση, οι κατηγορηματικές διατυπώσεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 δεν αφήνουν περιθώριο για μια σύμφωνη προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του ελληνικού Συντάγματος. Η απάντηση όμως στο ερώτημα αν προτεραιότητα εφαρμογής έχει το ενωσιακό δίκαιο ή το εθνικό Σύνταγμα δεν εξαρτάται από το πόσο απόλυτες είναι οι διατυπώσεις των σχετικών διατάξεων του εθνικού Συντάγματος, αλλά από το αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κινούμαστε στο πεδίο της εθνικής ή της ενωσιακής έννομης τάξης. Κατά την ίδια λογική η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου δεν εξαρτάται από την προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ, ακόμη και αν αυτή έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή και επίκειται.
Όταν το ΣτΕ ρωτάει το ΔΕΕ
Η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος από εθνικό, ιδίως ανώτατο ή συνταγματικό, δικαστήριο προς το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), συνιστά καταρχάς παραδοχή ότι το επίδικο ζήτημα κινείται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της ΕΕ και του ενωσιακού δικαίου.
Το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν αποφάσισε να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για το ζήτημα του βασικού μετόχου, παρά την απόλυτη και επιτακτική πρόβλεψη του εδαφίου ε της παρ. 9 του άρθρου 14 Σ. («Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών.»), αποδέχθηκε την απάντηση του ΔΕΕ από την οποία προέκυπτε ότι η απόλυτη εθνική συνταγματική ρύθμιση υποχωρεί προ της εφαρμογής της ενωσιακής οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις, η οποία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ένα τέτοιο απόλυτο ασυμβίβαστο των δυο ιδιοτήτων. Το ΣτΕ προκειμένου να υπερβεί τη σαφώς αντίθετη πρόβλεψη του εθνικού Συντάγματος την ερμήνευσε σε συνδυασμό με το άρθρο 28 και εντέλει σε αρμονία προς το Δίκαιο της Ε.Ε. και μάλιστα το παράγωγο. Το κρίσιμο σημείο ήταν ότι κινούμασταν στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου.
Το ΣτΕ αποφάσισε το 2007 (778/2007) να απευθύνει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα για τα επαγγελματικά δικαιώματα αυτών που διαθέτουν τίτλο σπουδών από φορέα άλλου κράτους - μέλους αλλά ένα μεγάλο μέρος των σπουδών τους πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τοπικό συνεργαζόμενο φορέα. Την ίδια περίοδο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο ΔΕΕ κατά της Ελλάδας. Το ΔΕΕ απάντησε ότι σύμφωνα με τη σχετική οδηγία οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποχρεούνται να αναγνωρίζουν το δίπλωμα που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και πιστοποιεί την ολοκλήρωση σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε φορέα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος υποδοχής (εν προκειμένω στην Ελλάδα), ο οποίος, δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Έκτοτε η νομολογία του ΣτΕ δέχεται ότι μπορούν στην Ελλάδα να παρέχονται από οντότητες άλλων κρατών μελών, απευθείας ή μέσω συμβάσεων δικαιόχρησης ή πιστοποίησης, υπηρεσίες που οδηγούν σε τίτλους οι οποίοι εξοπλίζουν τον κάτοχό τους με επαγγελματικά δικαιώματα αντίστοιχα των πτυχιούχων των ελληνικών ΑΕΙ. Αυτά περιλαμβάνουν ακόμη και τη δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο, ακόμη και στο δικαστικό σώμα. Ακαδημαϊκά δικαιώματα δεν αναγνωρίζονται όμως στους τίτλους αυτούς, προκειμένου να μην καταστρατηγηθούν οι απαγορευτικοί κανόνες του άρθρου 16 Σ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η εγγραφή του κατόχου του τίτλου για μεταπτυχιακές σπουδές στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ και η εκλογή του σε αυτά ως μέλους του ΔΕΠ. Μένει όμως κατά τον τρόπο αυτό έως τώρα αρρύθμιστη από την ελληνική νομοθεσία η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης από ΑΕΙ άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. (ή τρίτων κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS) απευθείας ή μέσω συμφωνιών δικαιόχρησης ή πιστοποίησης. Αυτά τα ΑΕΙ άλλων κρατών - μελών δεν κινούνται στο πλαίσιο του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος, αλλά ασκούν θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ε.Ε. Η άρνηση αναγνώρισης και ακαδημαϊκών δικαιωμάτων όταν οι σπουδές πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, ενώ ακαδημαϊκά δικαιώματα αναγνωρίζονται στους κατόχους τίτλων πχ των κυπριακών ιδιωτικών ΑΕΙ, συνιστά δυσμενή διάκριση στο πεδίο της ενωσιακής έννομης τάξης, στο οποίο κινούνται τα πανεπιστήμια άλλων χωρών μελών της Ε.Ε. (και της GATS).
Όμως η γενική θεωρητική συζήτηση στην οποία κάποιοι εκφράζουν τη σύγχρονη αντίληψη του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων και του «επαυξημένου Συντάγματος», ενώ άλλοι υποστηρίζουν μια «αμυντική», εθνοκεντρική αντίληψη περί Συντάγματος και «αλώβητης» κυριαρχίας του κράτους στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης (λες και οι άλλες χώρες μέλη της ΕΕ έχουν μειωμένη ευαισθησία για την ακαδημαϊκή ελευθερία και τον θεσμό του πανεπιστημίου) έχει πολύ μικρή σχέση με τη συγκεκριμένη συζήτηση που πρέπει να διεξαχθεί για την τρέχουσα νομοθετική πρωτοβουλία.
Ο εθνικός πήχυς
Το σχέδιο νόμου δεν προβλέπει τελικά τη σύσταση ελληνικών ανώτατων σχολών από ιδιώτες που απαγορεύει η γραμματική διατύπωση της παρ. 8 του άρθρου 16 Σ, ούτε οργανώνει ελληνικά ΑΕΙ με μορφή διαφορετική από αυτήν του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που επιβάλλει ως αποκλειστική η παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Το σχέδιο νόμου οργανώνει στο πεδίο όχι του ελληνικού Συντάγματος αλλά του ενωσιακού δικαίου τον τρόπο και τις προϋποθέσεις με τις οποίες ΑΕΙ άλλων κρατών μελών της ΕΕ ή τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS (στην οποία μετέχει και η ΕΕ ως τέτοια), μπορούν να ασκούν την ενωσιακή ελευθερία της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα και της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης.
Μάλιστα το σχέδιο νόμου αναγκάζει τις οντότητες αυτές να αποκτούν στην Ελλάδα τη μορφή ελληνικού νομικού προσώπου (Νομικού Προσώπου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, προκειμένου οντότητες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ( ή σε κράτος συμβαλλόμενο μέρος της GATS) να υπάγονται σε αυστηρούς ελέγχους από τις ελληνικές αρχές με κριτήρια και προδιαγραφές που θέτει ο Έλληνας νομοθέτης. Η νομοθετική αυτή επιλογή δεν εμπίπτει στο άρθρο 16 παρ. 5 και 8, διότι δεν αφορά νέα ελληνικά μη κρατικά ΑΕΙ, αλλά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά ΑΕΙ κινούμενα στο πεδίο του ενωσιακού και του διεθνούς οικονομικού δικαίου μπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς. Επιπλέον το σχέδιο νόμου επιβάλλει τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αυτών των νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που ιδρύονται από πανεπιστήμια άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. ή κρατών μερών της GATS.
Αυτές οι δυο προϋποθέσεις που θέτει το σχέδιο νόμου, η ίδρυση ελληνικού ΝΠΠΕ και ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, δεν «χαμηλώνουν τον πήχυ» του άρθρου 16 Σ. για την ίδρυση ελληνικών ανώτατων σχολών και τη νομική μορφή των ελληνικών ΑΕΙ, αλλά ανεβάζουν (σε σημείο που ενδέχεται να θεωρηθεί από το ΔΕΕ παραβίαση των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών) τον πήχυ των προβλέψεων και εγγυήσεων του ενωσιακού δικαίου για ΑΕΙ κρατών - μελών που ασκούν τις θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος - μέλος.
Απλούστερη και αναντίρρητα σύμφωνη προς το Δίκαιο της Ε.Ε. θα ήταν μια εθνική ρύθμιση που θα οργάνωνε με διαφάνεια την άσκηση της ενωσιακής ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών από ΑΕΙ άλλων κρατών μελών ή τρίτων κρατών μερών της GATS, χωρίς να απαιτείται να ιδρύσουν ελληνικό ΝΠΠΕ και χωρίς τον περιορισμό του μη κερδοσκοπικού. Το ζήτημα της σύναψης συνεργασιών από αυτές τις οντότητες με τοπικούς παρόχους υπηρεσιών ρυθμίζεται επίσης από το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον η εκπαιδευτική υπηρεσία ελέγχεται και πιστοποιείται από πανεπιστήμιο άλλου κράτους - μέλους ή τρίτου κράτους - μέρους της GATS.
Ακαδημαϊκή «ασφάλιση»
Το «αντάλλαγμα» για αυτήν την εθνική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου άσκησης των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών είναι η νομοθετικά διασφαλιζόμενη αναγνώριση όχι μόνο των επαγγελματικών, αλλά και των ακαδημαϊκών προσόντων των τίτλων που θα χορηγούν αυτά τα ΝΠΠΕ. Προφανώς ο εθνικός νομοθέτης θεωρεί ότι η στέρηση των ακαδημαϊκών προσόντων από τους τίτλους αυτών των ΝΠΠΕ συνιστά δυσμενή διάκριση κατά των ΑΕΙ άλλων κρατών μελών (και κρατών μερών της GATS) που ασκούν τη θεμελιώδη ενωσιακή ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα και ότι η δυσμενής αυτή διάκριση δεν θίγει μόνο τα ακαδημαϊκά, αλλά εντέλει και τα επαγγελματικά δικαιώματα που συνοδεύουν τον τίτλο σπουδών. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει την ανάλογη εξέλιξη της νομολογίας του ΣτΕ που επιμένει έως τώρα στη διάκριση επαγγελματικών και ακαδημαϊκών προσόντων. Το ΣτΕ έχει όμως προ πολλού αποδεχθεί ότι το ζήτημα τοποθετείται στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου απευθύνοντας, όπως είδαμε, προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ. Το ΣτΕ ενεργώντας ως ενωσιακός δικαστής οφείλει να ακολουθήσει τη νομολογία του ΔΕΕ και μόνο αν υπάρχει ζήτημα που δεν έχει καταστεί ήδη σαφές στη νομολογία αυτή να αποστείλει νέο προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ που θα απαντήσει στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε.
Το τοπίο καθίσταται συνεπώς πολύ πιο απλό και πιο συγκεκριμένο, όταν αποσαφηνίζεται η έννομη τάξη στο πεδίο της οποίας κινούμαστε και αυτή είναι στην προκειμένη περίπτωση η ενωσιακή έννομη τάξη.
Στην πρόσφατη γνωμοδότησή μας (Β. Σκουρής / Ευ. Βενιζέλος, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και τα περιθώρια ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης, εκδόσεις Σάκκουλα, 2024) προσπαθήσαμε να απαντήσουμε ολοκληρωμένα στα ερωτήματα που τίθενται εάν ο νομοθέτης θελήσει να ρυθμίσει το ζήτημα των μη κρατικών ΑΕΙ, όχι μόνο στο πεδίο της ενωσιακής, αλλά και στο πεδίο της εθνικής έννομης τάξης προβλέποντας την ίδρυση ελληνικών μη κρατικών ΑΕΙ με νομική μορφή άλλη από αυτή του ΝΠΔΔ. Όμως τελικά το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε κινείται πιο διστακτικά και τοποθετείται μόνο στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας) για τα τρίτα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS. Η νομοθετική πρωτοβουλία δεν κινείται συνεπώς στο πεδίο του άρθρου 16 Σ και δεν προκαλεί την προσφυγή στη μέθοδο, ακριβέστερα στον κανόνα της εναρμονισμένης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού Συντάγματος. Κινείται και κρίνεται αμιγώς στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε.
Η αντίκρουση μιας παρόμοιας νομοθετικής πρωτοβουλίας με επίκληση των απόλυτων απαγορευτικών διατυπώσεων των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του εθνικού Συντάγματος είναι, κατά τη γνώμη μας, εκτός θέματος, γιατί κινείται στο πεδίο της εθνικής και όχι της ενωσιακής έννομης τάξης. Είναι δε τουλάχιστον παράδοξο στη σημερινή εποχή να επικαλείσαι το εθνικό Σύνταγμα έναντι του Δικαίου της ΕΕ και του Διεθνούς Δικαίου για να περιορίσεις την άσκηση της ακαδημαϊκής, αλλά και της επιχειρηματικής ελευθερίας. Το ζητούμενο και δυστυχώς συχνά αναγκαίο είναι το αντίστροφο: να επικαλούμαστε την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του Στρασβούργου, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συνολικά το Δίκαιο της Ε.Ε. και τη νομολογία του Λουξεμβούργου προκειμένου να αποτρέψουμε τις προσβολές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την υποβάθμιση του κράτους δικαίου και την αμφισβήτηση των δημοκρατικών εγγυήσεων σε εθνικό επίπεδο. Με τον τρόπο άλλωστε αυτό συγκροτείται το «επαυξημένο Σύνταγμα» που παρέχει τη μέγιστη δυνατή προστασία στη φιλελεύθερη δημοκρατία και διασφαλίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τη λειτουργία της ιστορικής κατάκτησης του τυπικού Συντάγματος, την οποία προκάλεσε, αλλά και από την οποία τροφοδοτείται ο συνταγματισμός ως πυλώνας του ευρωπαϊκού θεσμικού πολιτισμού. –