Η πύκνωση του πολιτικού χρόνου στη Μεταπολίτευση
.
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η συμπύκνωση των εξελίξεων. Τα μεγάλα βήματα συντελούνται σε πυκνούς χρόνους, σε μικρές διάρκειες μεγάλης σημασίας και επίδρασης, που ακολουθούνται από περιόδους ωρίμανσής τους. Το μοτίβο είναι αναπάντεχα επαναλαμβανόμενο. Πρώτα στη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο κεντρικός στόχος της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. επιβάλλει και λειτουργεί ως καταλύτης για τη θεσμική άρση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, που είναι ταυτόχρονα και η αναίρεση της θεμελιακής ύλης του προδικτατορικού του κόμματος. Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι η Ε.Ρ.Ε. ακριβώς γιατί καλείται να υπηρετήσει τη μετάβαση από το μετεμφυλιακό πολιτικό πλαίσιο στο μεταδικτατορικό.
Μέσα στους πρώτους μήνες από την επιστροφή του από το Παρίσι, ο Καραμανλής βάζει τα θεμέλια της Μεταπολίτευσης: αναίμακτη μετάβαση στη δημοκρατική νομιμότητα, νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε. (άρα δυνατότητα ελεύθερης πολιτικής έκφρασης όλων των ιδεών και των φορέων τους), βελούδινη και διαφανής λύση του πολιτειακού με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του ’74, οριστική εκδίωξη του στρατού από την πολιτική ζωή. Οι δύο μόνιμοι αποσταθεροποιητές της συνταγματικής και δημοκρατικής τάξης, το Παλάτι και ο Στρατός, παύουν να ρίχνουν τη σκιά τους στις εξελίξεις και σε αυτό μπορεί κανείς να δει τη σημαντικότερη αλλαγή παραδείγματος στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η μεταβολή αυτή πιστοποιείται και κατοχυρώνεται με τη δρομολόγηση της πρώτης ομαλής μεταβίβασης της εξουσίας από τη Δεξιά στην Αριστερά (γιατί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το ’81 ήταν «αριστερό», ούτε «κεντροαριστερό», ούτε «σοσιαλδημοκρατικό»-οικογένεια άλλωστε, μέλος της οποίας δέχτηκε να γίνει μόνο μετά τη γεωπολιτική κοσμογονία του 1989).
Ανάλογες συμπυκνώσεις έχουν και οι δύο φάσεις της διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1981 η μεγάλη αλλαγή είναι το ίδιο το γεγονός της «Αλλαγής». Μαζί με τη ριζική ανακαίνιση του πολιτικού προσωπικού, φέρνει την ουσιαστική, κοινωνική, συμβολική, ιδεολογική και πολιτική άρση του εμφυλιοπολεμικού ρήγματος. Η επικράτηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η αποδοχή της από όλους τους πόλους εξουσίας της χώρας συνιστούν μια νέα «ενοποίηση της Ελλάδας», αφήνοντας πίσω τον διχασμό του εμφυλίου πολέμου. Η στροφή του Παπανδρέου με την αποδοχή της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ο.Κ. και το Ν.Α.Τ.Ο. ολοκληρώνει τους άξονες αναφοράς της Ελλάδας – προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή συμμετοχή, επιδίωξη ομαλότητας με αυξομειούμενες αποστάσεις στις σχέσεις με τις Η.Π.Α.
Αντίστοιχα, στη δεύτερη διακυβέρνησή του, ο Παπανδρέου, έχοντας αφομοιώσει τη μείζονα αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος μετά την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, κάνει γρήγορα βασικές επιλογές – εξομάλυνση ελληνοτουρκικών σχέσεων (άρση βέτο στο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο), αναχώματα στο δικό του δημιούργημα, την κομματοκρατική διοίκηση (νόμος Πεπονή), οικονομική πολιτική σύγκλισης με την προοπτική της Ευρωζώνης. Και μετά ουσιαστικά αποσύρεται, σε πλήρη προσωπική και πολιτική αδυναμία.
Δεν φαίνεται πια περίεργο πως και η περίοδος Σημίτη εμφανίζει διακριτές φάσεις. Η πρώτη τετραετία σηματοδοτεί τον εκσυγχρονιστικό οίστρο και τον αποτελεσματικό ρεαλισμό. Εκκινεί με μια πρώιμη και καθοριστική αναμέτρηση, την κρίση στα Ίμια, όταν αποτρέπεται σε πολιτικό μεταίχμιο ο μεγαλύτερος κίνδυνος που γνώρισε η μεταπολιτευτική Δημοκρατία, δηλαδή το να παρασυρθεί σε μια πολεμική αναμέτρηση, που ακόμη και σε οποιαδήποτε θετική έκβαση (με εύλογα πιθανολογούμενη την αρνητική) θα έφερνε την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό περιθώριο και θα εμπόδιζε αναπόφευκτα τη στόχευση της συμμετοχής στην Ευρωζώνη – άρα τη μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή αγκύρωση. Ακολουθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση (η μετάβαση από το «μη πόλεμος» του Ανδρέα Παπανδρέου στην ουσιαστική καλή γειτονία, που ευνοήθηκε και ευνόησε τη μείζονα αλλαγή της επικράτησης Ερντογάν στην Τουρκία) και ο συγχρονισμός του βηματισμού της Ελλάδας με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις – παράλληλα με κλείσιμο σημαντικών εκκρεμοτήτων, όπως το θέμα της βασιλικής περιουσίας, που μόνο στο φως των σημερινών πολιτικών συγκυριών αναδεικνύεται η σημασία του. Η συμμετοχή στο ευρώ είναι άλλη μία καμπή για τη Μεταπολίτευση.
Η δεύτερη τετραετία, παρά την επιτυχία σημαντικών στόχων, με πρώτο την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σηματοδοτείται από την αδυναμία να ξεφύγει από τα γρανάζια των εσωτερικών υποτροπών: η σύγκρουση για τις ταυτότητες (2000), προεξαγγελτική της συνολικής συντηρητικής στροφής της ελληνικής κοινωνίας, η υπαναχώρηση στο ασφαλιστικό (2001), που ερμηνεύτηκε ως συνθηκολόγηση στην εκσυγχρονιστική ατζέντα, και προπάντων η αδυναμία προώθησης μιας υπεσχημένης «ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού», που προϋπέθετε σύγκρουση και επανίδρυση ή εγκατάλειψη του κομματικού φορέα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των κληροδοτημένων από τη δεκαετία του ’80 αγκυλώσεων.
Τελευταίος επιταχυντής των εξελίξεων υπήρξε βέβαια το εξάμηνο από τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις εκλογές του 2009 μέχρι τη χρεοκοπία και την αποδοχή του μνημονίου από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Αν και οι αλλαγές που φέρνει έχουν δραματικό χαρακτήρα, το διάστημα από τότε μέχρι σήμερα είναι φάση υλοποίησης δρομολογημένων από εκείνη την ημέρα εξελίξεων.
Ο πολιτικός χρόνος δεν είχε αντίστοιχες σηματοδοτήσεις στην περίοδο Μητσοτάκη ή Κώστα Καραμανλή. Η τριετία Μητσοτάκη ανακεφαλαίωσε για την Ελλάδα, μέσα σε ακραία εσωτερική ένταση, τη δεκαετία του ’80 στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α., την επικράτηση δηλαδή της φιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και της υποχώρησης του κράτους ως αναγκαίου κεντρικού παράγοντα στην οικονομική δραστηριότητα. Η υπόθεση των Σκοπίων αποτέλεσε για την Ελλάδα κορυφαία περίσπαση, χωρίς όμως να έχει δυναμικό να προκαλέσει μείζονες επιπτώσεις στη διεθνή της θέση.
Τέλος, το διάστημα 2000-05 συνοψίζεται απολύτως στον χαρακτηρισμό του (από τον Γ. Βούλγαρη) ως «μοιραίας πενταετίας». Αφήνοντας τη μοιρασμένη με την αμέσως προηγούμενη τετραετία ευθύνη για την αποτυχία και της παραμικρής έστω αξιοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων σε μακροπρόθεσμη βάση, η περίοδος Κώστα Καραμανλή αποτελεί τη μήτρα της χρεοκοπίας: με τον διπλασιασμό του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των ευρύτερα εξαρτώμενων και μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο και με την ουσιαστική εξάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών δρομολόγησε την κατάρρευση της οικονομίας. Η απροσδόκητη ευρωπαϊκή κάλυψη σε μια εξόφθαλμα παραβατική των κανόνων της Ευρωζώνης, πολιτική και η απόδραση από την εξουσία μέσω των εκλογών του 2009 δεν αναιρούν το προφανές – ότι ο εκτροχιασμός περίμενε μόνο ένα έναυσμα για να εξελιχτεί σε εθνική συμφορά και αυτό ήρθε με τη στροφή της Ε.Κ.Τ. σε περιοριστική πολιτική στα τέλη της ίδιας χρονιάς.
Από την αναμονή της ανατροπής στο αυτονόητο της σταθερότητας
.
Απαξιωμένη και αποδοκιμαζόμενη, η «μεταπολίτευση» (δηλαδή η συνεκδοχική αναφορά στη μεταπολιτευτική τρίτη ελληνική δημοκρατία) επιβάλλεται με το πιο υποτιμημένο ίσως από τα χαρακτηριστικά της: τη διάρκεια. Η διάρκεια, που προϋποθέτει θεσμική και πολιτική αντοχή, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Αν ανατρέξει κανείς στα μείζονα μόνο ορόσημα των ιστορικών περιόδων του ελληνικού κράτους (Σύνταγμα 1843, εκθρόνιση Όθωνα 1862, εγκαθίδρυση δικομματισμού ~1880, «ατυχής» πόλεμος του 1897, Γουδί 1909, Μικρασιατική Καταστροφή 1922, Δικτατορία Μεταξά 1936, Εμφύλιος, Χούντα του 1967) διαπιστώνει ότι με δυσκολία ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς άντεχε για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία έχει ήδη διανύσει το διπλάσιο, με τη συμπλήρωση των 40 χρόνων από την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, και θα ήταν πρόωρο και παρορμητικό να σπεύσει κανείς να διαγνώσει τον θάνατό της με τη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου, το 2010, με δεδομένο μάλιστα ότι καμία από τις αρκετές κρατικές χρεοκοπίες στο παρελθόν, παρά την ερμηνευτική σημασία τους για τις εξελίξεις, δεν υπήρξε αυτή καθαυτήν σήμα μετάβασης σε μια νέα ιστορικοπολιτική φάση (το 1843 ασφαλώς το μεταίχμιο είναι η πολιτειακή μεταβολή, το 1860 σπάνια αναφέρεται καν, το 1893 ελάχιστα σηματοδοτεί σε σχέση με την ελληνοτουρκική σύρραξη που ακολούθησε και η χρεοκοπία του 1932 δεν ξεχωρίζει ανάμεσα στα πολλά επεισόδια του ταραγμένου ελληνικού Μεσοπολέμου).
Η διάρκεια της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας δεν αποτελεί όμως μόνο εξωτερικό χαρακτηριστικό, το εργαλείο μιας αναγκαστικά αυθαίρετης ιστορικής τυπολογίας. Σε μεγάλο βαθμό είναι η ουσία της: ακριβώς επειδή συναρτάται με τη μείζονα κατάκτησή της, που είναι η πολιτική και πολιτειακή σταθερότητα, η μία ως εγγύηση της άλλης. Στη Μεταπολίτευση, με ορόσημο το 1981, οι εκλογές αποτελούν εχέγγυο σταθερότητας με τρόπο μοναδικό για τη διαδρομή του ελληνικού κράτους, επειδή αναδεικνύουν και νομιμοποιούν την πολιτική διαχείριση και δεν έρχονται να επισφραγίσουν την ήδη συντελεσμένη σε άλλα πεδία επικράτηση μιας παράταξης ή ενός αρχηγού – είτε αυτό είναι το χρίσμα του Παλατιού είτε η επιλογή του ξένου παράγοντα ή το πεδίο της μάχης, όπως στον Εμφύλιο.
Από τον «ξένο παράγοντα» στην ευρωπαϊκή συμμετοχή
.
Η σχέση με την Ευρώπη είναι το πρώτο και σταθερό νήμα που επηρεάζει τη θέση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στον διεθνή περίγυρο και δρομολογεί τις εσωτερικές εξελίξεις. Η σχέση αυτή ωστόσο δεν είναι σταθερή και αδιατάρακτη, ούτε έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Άλλοτε αποτελεί αποτύπωση μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής, που επικαθορίζει και νοηματοδοτεί όλες τις υπόλοιπες (κατεξοχήν στις περιόδους Κωνσταντίνου Καραμανλή και Σημίτη) και άλλοτε συνιστά αναγκαστική προσαρμογή σε μια συνθήκη που δεν είναι επιλογή αλλά το κόστος της αμφισβήτησής της εμφανίζεται τόσο βαρύ, ώστε η αποδοχή της να είναι προτιμότερη (κατεξοχήν στην πρώτη οκταετία του Ανδρέα Παπανδρέου, στην πενταετία Κώστα Καραμανλή και στη βραχεία διακυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου).
Ο συγχρονισμός ή η απόκλιση της Ελλάδας με τις διεθνείς εξελίξεις έχει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ευρωπαϊκή αναφορά. Τα πρώτα χρόνια μετά το ’74 αποτελούν μια προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου χρόνου της περιόδου από τον Εμφύλιο μέχρι τη δικτατορία. Σε αυτό το διάστημα, η Δυτική Ευρώπη ζει τη «Χρυσή Τριακονταετία» και δρέπει τους καρπούς της. Ειρήνη (καθόλου αυτονόητη για την Ευρώπη έως τότε), πολιτική ομαλότητα, σταθερή οικονομική ανάπτυξη, άμβλυνση των παραταξιακών και ταξικών αντιθέσεων μέσα από πολιτικές κοινωνικής συνοχής, διεύρυνση της μεσαίας τάξης, εδραίωση του καταναλωτισμού, πεποίθηση διαρκούς ευημερίας, πλήρης απασχόληση, άρση ιστορικών αντιπαλοτήτων σε επίπεδο κρατών (δημιουργία του γαλλογερμανικού άξονα και της Ε.Ο.Κ.) και σε επίπεδο πολιτικών παρατάξεων («ιστορικός συμβιβασμός» στην Ιταλία). Η Ελλάδα καταφέρνει να βάλει τα θεμέλια της πολιτικής σταθερότητας στη δίνη της πρώτης μείζονος οικονομικής αναταραχής σε παγκόσμια κλίμακα στη μεταπολεμική εποχή – στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην πρώτη (1973) και τη δεύτερη (1979) πετρελαϊκή κρίση. Από εκεί και πέρα, με κατοχυρωμένη την ευρωπαϊκή σύνδεση, αναζητείται ευρωπαϊκός βηματισμός. Η Ελλάδα συμβαδίζει με τις πολιτικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό νότο τη δεκαετία του ’80, όταν ανεβαίνουν στην εξουσία σοσιαλιστικά κόμματα, αλλά προσαρμόζεται πολύ αργά και με μεγάλη δυσκολία από τις αντίστοιχες χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) στη θεμελιακή αλλαγή προτύπου που συντελείται διεθνώς (με καταλύτες Ρέηγκαν, Θάτσερ) με την επικράτηση της οικονομίας της αγοράς, την υποχώρηση του κρατικού παρεμβατισμού και τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Ιδίως αυτές, επιβάλλουν έναν κανόνα ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και, ακόμη, παραμένει σε γενικές γραμμές ενεργός. Αντίστοιχα καθυστερημένη είναι και η προσαρμογή στα διεθνή δεδομένα που αναδιαμορφώνει ριζικά η κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, το 1989, καθώς η Ελλάδα πρώτα δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις, βυθισμένη σε εσωτερική πολιτική αστάθεια και δημοσιονομική κρίση, και κατόπιν τις αντιμετωπίζει αποκλειστικά μέσα από τη σκοπιά του «Μακεδονικού» και των εσωτερικών του παρενεργειών. Μια αξιόλογη αναλαμπή συγχρονισμού της χώρας με τα ευρωπαϊκά πράγματα επιτυγχάνεται στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (με τις σοσιαλδημοκρατικές αναζητήσεις Σραίντερ, Ζοσπέν, Ντ’Αλέμα, Σημίτη απέναντι στον «τρίτο δρόμο» του Μπλαιρ). Ωστόσο δεν έχει συνέχεια μετά την πανευρωπαϊκή συντηρητική στροφή και την ανάληψη της εξουσίας από τον Κώστα Καραμανλή, καθώς ούτε η κυβέρνησή του έχει ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα, ούτε υπάρχει κάποια ευρωπαϊκή ατζέντα από τα κόμματα του Ε.Λ.Κ. πέραν της πολιτικής υποστήριξης του ενός προς το άλλο και η οποία εκφράζεται σε ακραίο βαθμό με την έκταση της στήριξης και της ανοχής που παρέχει η Κομισιόν του Μπαρόζο προς την ομογάλακτη ελληνική κυβέρνηση. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η μεταπολιτευτική διαδρομή χαρακτηρίζεται από φάσεις συγχρονισμού της Ελλάδας με τις διεθνείς εξελίξεις μέσα από ευρωπαϊκό πρίσμα και φάσεις αποσυντονισμού που υποχρεώνουν κατόπιν σε οδυνηρές προσαρμογές, κατεξοχήν σε οικονομικό επίπεδο (σταθεροποιητικό πρόγραμμα 1985, «λιτότητα» ’89-’93, πολιτική σύγκλισης για την ένταξη στην Ευρωζώνη 1993-96 και 1996-2000).
Ατλαντική καχυποψία
.
Η Μεταπολίτευση στη μακρά διάρκεια απάλυνε το τραύμα του «αμερικανικού δακτύλου» στην επιβολή της δικτατορίας. Ωστόσο το βαθύ ρήγμα που έφερε η στήριξη στους πραξικοπηματίες δεν επουλώθηκε ποτέ, με την Ευρώπη να αποτελεί, ακόμη και σε παροξυσμούς πολιτικής αδυναμίας (π.χ. Ίμια) προτιμητέο εταίρο. Το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν περισσότερο ένα πολιτικό επιχείρημα μέσα στην ψυχροπολεμική συγκυρία παρά ένα ιδεολογικό πρόταγμα. Άλλωστε συνοδευόταν από τα ανοίγματα στις ανατολικές χώρες και από τη στρατηγική προτεραιότητα στην ένταξη στην Ε.Ο.Κ. Για τον Ανδρέα Παπανδρέου οι ορατές αποστάσεις από τον ατλαντισμό (λιγότερο ή περισσότερο ενοχλητικές για την Ουάσινγκτον, από την πολιτική των «αστερίσκων» και τις διαπραγματεύσεις για τις βάσεις μέχρι την επίσκεψη στην Πολωνία, την «Πρωτοβουλία των Έξι» και την υπόθεση του κορεάτικου Τζάμπο) ήταν θεμελιακή συνιστώσα του «συμβολαίου με το λαό», της σχέσης του με το εκλογικό σώμα που τον είχε οδηγήσει στην εξουσία, ιδιαίτερα τη ριζοσπαστικοποιημένη πρώτη μεταδικτατορική γενιά. Ο βαθύς αντιαμερικανισμός που είχε προκαλέσει η στάση των Η.Π.Α. το 1967 μεταγράφηκε σε μια ήπια πολιτική αποστάσεων, με διαφορές έντασης αλλά όχι ποιότητας ανάμεσα στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, με την εξαίρεση της περιόδου Μητσοτάκη. Αποστάσεις από τις αμερικανικές πολιτικές χωρίς όμως σύγκρουση ή πολύ περισσότερο ρήξη και αποδοχή των κεντρικών αποφάσεων όταν δεν υπήρχε δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών με ευρωπαϊκή κάλυψη (χαρακτηριστική εδώ η διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ και οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Σερβία).
.
Εισάγοντας πολιτική
Η σχέση με την Ευρώπη δεν ήταν μόνο πολιτική, οικονομική και θεσμική. Ο ευρωπαϊκός περίγυρος χρησίμευσε σταθερά στη Μεταπολίτευση ως δεξαμενή ιδεολογίας που αναγόταν σε κρατούσα πολιτική αντίληψη στο εσωτερικό. Η εισαγωγή πολιτικής ιδεολογίας από την Ευρώπη αποτελεί ένα σταθερό μοτίβο. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εμπνέεται από τον γκολισμό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι μια εκδοχή του νότιου ευρωπαϊκού σοσιαλισμού του ’80, ο Κώστας Σημίτης συμμετέχει πιο ενεργά από όλους στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ιδεολογικής ατζέντας, ο Κώστας Καραμανλής συμμετέχει στο μέτωπο της ευρωπαϊκής λαϊκής Δεξιάς. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον μάλιστα ότι η ελληνική αμηχανία τόσο απέναντι στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008 και εξής όσο και στη χρεοκοπία και τα παρεπόμενά της, δηλαδή η αδυναμία συγκρότησης της πολυσυζητημένης «εθνικής ατζέντας» μετά το μνημόνιο, συνδέεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκό πρότυπο προς μεταγραφή. Αντίθετα, αυτό που μεταφέρεται είναι ακριβώς η παρατεταμένη αδυναμία της Ευρώπης να συγκροτήσει ένα πλαίσιο λύσης, δηλαδή διαχείρισης των συνεπειών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με την Ελλάδα ως πλέον αδύναμο κρίκο να εισπράττει και να υφίσταται τις πιο ακραίες παρενέργειες από την έλλειψη αυτή.
Έχει τελειώσει η Μεταπολίτευση;
Σε βάθος χρόνου, ο εξωτερικός καταναγκασμός υπήρξε σταθερά ο καταλύτης των βημάτων εκσυγχρονισμού της Ελλάδας στη μεταπολιτευτική περίοδο – όπως είχε συμβεί και σε άλλες ιστορικές φάσεις στο παρελθόν. Η χρησιμότητά του δεν ήταν μόνο η ύπαρξη ενός προτύπου ή/και ενός πολιτικού προγράμματος που αναπαραγόταν στο εσωτερικό ως στόχος ή υποχρέωση. Ήταν κυρίως η υπέρβαση των εσωτερικών αντιστάσεων σε μια διαρκή διελκυστίνδα ανάμεσα στις εγκατεστημένες δομές/πλέγματα εξουσίας/ομάδες συμφερόντων και την ανάγκη ανατροπής και υποκατάστασής τους από θεσμικά αντίστοιχα εκείνων στις ευρωπαϊκές κανονικότητες. Οι αντιστάσεις δεν ήταν ούτε μονοσήμαντες ούτε πάντοτε προβλέψιμες. Μπορούσαν να περιλαμβάνουν κοινωνικές και επαγγελματικές συσσωματώσεις, πολιτικούς θυλάκους, ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, κομματικά μορφώματα (κατά κανόνα στο εσωτερικό του κόμματος ή του αρχηγού που προωθούσε μια μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία). Με τον τρόπο αυτό, και με την εγκατεστημένη ισχύ όλων των παραπάνω, η ύπαρξη μιας εξωτερικής υποχρέωσης αναδεικνυόταν σε πολιτικό επιχείρημα για την προώθηση πολλών αλλαγών όταν προσέκρουαν σε αντιστάσεις. Αυτό είχε σοβαρές παρενέργειες: αναπτύχθηκε μια συλλογική αντίληψη πως η μεταρρύθμιση, δηλαδή η εξέλιξη και η προσαρμογή, σε όλα τα επίπεδα δεν είναι αναγκαία αλλά αναγκαστική. Η ελληνική κοινωνία δεν ενσωμάτωσε την αλλαγή ως λειτουργία επιβίωσης και ευημερίας αλλά ως αντίτιμο που έπρεπε να καταβάλλει έναντι τρίτων για την επίτευξη στόχων που αποδεχόταν και επιδίωκε. Η φάση της εφαρμογής του μνημονίου, με τον τρόπο που γίνεται και με τις επιδόσεις της πολιτικής του διαχείρισης, έχει παγιώσει, αμετάκλητα για το ορατό μέλλον, στη συνείδηση ευρύτατων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας την πεποίθηση ότι δεν επιλέγει εκείνη τις κατευθύνσεις και τις προσαρμογές της.
Η εξέλιξη αυτή απειλεί να οδηγήσει στην επιλογή της εθνικής περιχαράκωσης. Είναι η πρώτη φορά στα 40 χρόνια από το 1974 που υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος η ελληνική κοινωνία να αποξενωθεί από τη σταθερή έως τώρα βούλησή της για συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και να προκρίνει, ως άμυνα σε πολιτικές αστοχίες και αποτυχίες, την αλλαγή στρατηγικής κατεύθυνσης. Αυτό θα είναι το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης.