Η εποχή όπου οι δήμαρχοι έπαιρναν πόζες μπροστά απ την Ακρόπολη κι έκοβαν αδιαλείπτως κορδέλες στα εγκαίνια αμφιλεγόμενων δημόσιων έργων, ελπίζουμε ότι ανήκει στο παρελθόν. Όχι γιατί οι συμβατικές πολιτικές προσωπικότητες άλλαξαν ξαφνικά την ιδεολογική τους ατζέντα και προσχώρησαν στο μέτωπο των εκσυγχρονιστών. Ούτε γιατί γίναμε απ τη μια μέρα στην άλλη Ευρωπαίοι. Είναι γιατί η αλλαγή προβάλλει ως απαίτηση των πολιτών, ακόμα και σε δήμους με “συντηρητική” πολιτική παράδοση. Τα παραδείγματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση έδειξαν ακριβώς αυτό: ότι οι ανατροπές δεν μπορούν να οικοδομηθούν πάνω στη βάση της ρητορίας των κομμάτων – που μέχρι σήμερα δεν έπεισαν – αλλά στη βάση της ανάδειξης νέων προσώπων και παρατάξεων που δείχνουν ότι το ζήτημα της τοπικής διακυβέρνησης αποκτά ηγεμονικό ρόλο στον (έστω και ατελή) δημόσιο διάλογο έναντι της θεωρίας του αστικού εξωραϊσμού. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως στην περίπτωση αυτή, το λαϊκό πολιτικό κριτήριο μπορεί και να προηγείται του κριτηρίου των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών και να παράγει νέα δεδομένα που θα πρέπει να αξιολογηθούν και να αποκτήσουν συνέχεια.
Με την έννοια αυτή, το αίτημα της επανεκλογής του Καμίνη στην Αθήνα, δεν συμβολίζει την υπεροχή μιας κοινωνικοπολιτικής πλειοψηφίας (ποιας άλλωστε;) έναντι μιας άλλης, αλλά τη διάθεση του εκλογικού σώματος να προεκτείνει το πείραμα και τη νέα συνθήκη που ανέλπιστα αναδύθηκε από τις εκλογές του 2010, να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, όχι για την ολοκλήρωση του δημοτικού έργου… όπως λέγεται στερεότυπα, αλλά για την εμπέδωση του παραδείγματος.
Γιατί είναι σαφές, ότι μέσα στις νέες πραγματικότητες που προέκυψαν από την κρίση (κρίση οικονομική και κρίση πολιτική) η διαχείριση των κοινών δεν μπορεί να γίνει πλέον με την κλασσική μέθοδο της εκχώρησης (delegation) αρμοδιοτήτων από το κράτος στην αυτοδιοίκηση, κάτι που φαίνεται και από τον ίδιο τον όρο ότι γίνεται καταχρηστικά και κατά παραχώρηση, αλλά μέσα από τη δημιουργία νέων αποκεντρωμένων κυβερνητικών δομών, που θα αναλάβουν να κάνουν τη δουλειά γιατί θα την κάνουν καλύτερα. Το ξέρω ότι αυτή η πρόταση εγείρει πολλές ενστάσεις. Γιατί η αυτοδιοίκηση στη χώρα μας βαρύνεται με τις ίδιες αμαρτίες που ταλαιπώρησαν τα δημόσια πράγματα (κακοδιοίκηση, διαφθορά, αδιαφάνεια) και που πολλές φορές οδήγησε τη σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία και τη νομιμότητα στα άκρα. Γι αυτό και δεν θα πρότεινα – έτσι μάλιστα πρόχειρα – μια νέα μεταρρύθμιση εθνικής εμβέλειας, απλούστατα γιατί ίσως και να πέρασε η εποχή των ρυθμίσεων με καθολική ισχύ και ανεξάρτητα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Στην Αθήνα όμως μπορεί να γίνει η διαφορά. Γιατί όπως είπε και ο Γ. Καμίνης σε μια πρόσφατη ομιλία του,
στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, όπου τα σύνορα πέφτουν, βασικές πολιτικές δομές αποτελούν οι πόλεις. Εκεί υπάρχουν σήμερα τα μεγάλα προβλήματα. Οι δήμοι αποτελούν εργαστήρια εφαρμοσμένης πολιτικής. Εκεί υπάρχει μεγάλη ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης αρμοδιοτήτων και πόρων.
Θα πρόσθετα ότι εκεί υπάρχει και η μεγάλη ευκαιρία για τομές και νεωτερισμούς που δεν μπορούν να αναληφθούν από το κεντρικό κράτος, γιατί απλούστατα το κράτος πρέπει να ασκεί γενική πολιτική και να αποφεύγει τις γεωγραφικές διακρίσεις. Οι πόλεις όμως και οι μεμονωμένες κοινότητες μπορούν. Μπορούν υπό προϋποθέσεις. Μια βασική προϋπόθεση είναι οι “δήμαρχοι χωρίς σύνορα”, χωρίς δεσμεύσεις σε πελατείες που τους εξέλεξαν, με το βλέμμα στον ορίζοντα που πάει πολύ μακρύτερα απ τη δική τους θητεία, με τη σοβαρότητα που απαιτεί η ευθύνη που αναλαμβάνουν, με την εγκατάλειψη της δημαγωγίας ως μέσου εξαγοράς της λαϊκής προτίμησης, με εμμονή στην αναζήτηση νέων μορφών τοπικής δημοκρατίας ώστε ο δημότης να πάψει να είναι ο θεατής των εξελίξεων και να γίνει ο πρωταγωνιστής. Τα κόμματα που μέχρι σήμερα δήλωσαν την υποστήριξή τους στο ψηφοδέλτιο του Καμίνη, θα πρέπει να ρίξουν το βάρος τους, έστω και την τελευταία εβδομάδα, στην ανάδειξη της υπεροχής αυτής της πολιτικής προσέγγισης έναντι κάθε άλλης αυτοανακυκλούμενης και εν τέλει παλαιοκομματικής . Όσο για εκείνα που βρίσκονται σε στάση αμήχανης αναμονής, πρέπει να δείξουν ότι τολμούν όταν το διακύβευμα είναι υπέρτερο των τακτικών υπολογισμών.