α γεγονότα της Σταυρούπολης και όσα ακολούθησαν στον δημόσιο χώρο, εκπέμπουν τρεις προειδοποιήσεις για το μέλλον, εικονογραφούν κομματικά παιχνίδια του παρόντος, και επαναφέρουν μια ιδεολογική σύγκρουση του παρελθόντος με όρους κακής θεατρικής παράστασης.
Είναι βεβαίως θλιβερή η εικόνα που είδαμε στο ΕΠΑΛ, ένα παιδί να χαιρετά ναζιστικά ανάμεσα σε στειλιάρια και κουκούλες, αλλά η πρώτη κρίσιμη προειδοποίηση για το μέλλον δεν είναι αυτή. Είναι το βάθος του χάσματος που έχει αρχίσει εδώ και καιρό να χωρίζει ευρέα στρώματα της νεολαίας από τον κοινωνικό κορμό. Το χάσμα μπορεί να οφείλεται όπως στην περίπτωση της Σταυρούπολης, σε μια συνθήκη κοινωνικής και πολιτισμικής υστέρησης, εργασιακής και εκπαιδευτικής επισφάλειας, αβέβαιου μέλλοντος. Η κουλτούρα της βίας, η οπαδική αλληλεγγύη, ο νεανικός κοινοτισμός, ο χουλιγκανισμός και η «αντισυστημική» πολιτική στράτευση, αθροίζονται και μπερδεύονται. Το χάσμα έχει όμως ανοίξει και για άλλες κατηγορίες νέων, με υψηλή μόρφωση, διεθνοποιημένο προφίλ, που δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους στην παραγωγή και στην αγορά εργασίας. Και εδώ, ο πειρασμός ενός ψευδεπίγραφου «αντισυστημισμού» αυξάνει. Η κατάσταση των νέων γενεών συνιστά πλέον την πιο ηχηρή προειδοποίηση για την ανάγκη ανασυγκρότησης της χώρας ώστε να μπορεί να τους δίνει εργασία, εισόδημα και αισιοδοξία.
Η δεύτερη προειδοποίηση για το μέλλον είναι ότι αυτός ο απερίγραπτος ελληνικός «εξαιρετισμός», η παγιωμένη πια αντιμετώπιση του Σχολείου σαν χώρου πολιτικής αντιπαράθεσης, κομματικής στρατολόγησης ή απλώς μαθητικού ετσιθελισμού, έχει φτάσει κάποια όρια. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα που να βιώνει και να ανέχεται τέτοια υποβάθμιση. Και αυτό την ώρα που η εκπαίδευση αποτελεί το βασικό εισιτήριο για τη νέα εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Έχει τέλος ιδιαίτερη συμβολική σημασία ότι εστία σύγκρουσης στη Σταυρούπολη ήταν ένα ΕΠΑΛ, γιατί υπενθυμίζει την απαξίωση που δείχνει όχι μόνο το Κράτος αλλά και η ελληνική κοινωνία, στην τεχνική εκπαίδευση, και τελικά, στη χειρωνακτική εργασία. Στερεί έτσι επαγγελματικές δεξιότητες με ανταπόκριση στην αγορά εργασίας, την ίδια ώρα που συνεχίζει την πληθωριστική παραγωγή κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, ανθρωπολόγων, επικοινωνιολόγων, με πτυχία άχρηστα για τους ίδιους, αδιάφορα για τη χώρα και πανάκριβα για τις οικογένειες. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα σε λάθος πια ράγιες, αυτή είναι η τρίτη προειδοποίηση για το μέλλον.
Τα επεισόδια στη Σταυρούπολη και τα άλλα που ακολούθησαν, έδειξαν ότι πράγματι η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να παρεισφρήσει και να εκμεταλλευτεί την νεανική «αγανάκτηση» για δεύτερη φορά. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι η κινητοποίηση των ψεκασμένων δίνει νέες ευκαιρίες στον ακροδεξιό χώρο. Θα βρεθεί ηγέτης και κόμμα που θα ενοποιήσει και θα διευρύνει τον χώρο; Προς το παρόν, ερίζουν πολλοί μικρο-παίκτες ασήμαντης υποστάσεως. Έχω την εντύπωση ότι αυτός ο χώρος θα εκφραστεί περισσότερο μέσω μιας πολιτικής κουλτούρας ταυτοτικού εθνικισμού με ανορθολογικές συνωμοσιολογικές προσμίξεις, παρά καταφεύγοντας πάλι στην επιθετική ναζιστική προκλητικότητα των χρυσαυγιτών που γνωρίσαμε την τελευταία δεκαετία. Πόσω μάλλον που το ελληνικό δημοκρατικό Κράτος έχει μάθει να αντιμετωπίζει το εν λόγω μόρφωμα. Βέβαια, η Χρυσή Αυγή έχει ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα έναντι των άλλων ακροδεξιών ανταγωνιστών της. Τους ποικίλους «αντιφά» που χρειάζονται τους «φα» από τότε που έχασαν τον μαοϊσμό, τον τριτοκοσμικό αριστερισμό, και τα λοιπά. Ο αντιφασισμός έχει πάντα μεγαλύτερη αίγλη από ιδεολογίες που ξεπεράστηκαν. Από την άλλη μεριά πάλι, η εικόνα μιας συνεχώς μαχόμενης οργάνωσης, δίνει πόντους στην Χρυσή Αυγή, καθώς φαίνεται να ανταποκρίνεται στην αγωνιστικότητα που απαιτεί η «αντισυστημική» κουλτούρα του ευρύτερου χώρου.
Όμως η Χρυσή Αυγή έχει την τιμητική της και στο κεντρικό κομματικό σύστημα. Όντας η μόνη ακροδεξιά οργάνωση με ευθεία αναφορά στον ναζισμό, έδινε λαβή για την περιοδική αναπαραγωγή της γνωστής διαμάχης για τη σχέση του φασισμού και του κομμουνισμού. Ήταν «δύο άκρα» που συνέπεσαν σε μια κοινή μορφή ολοκληρωτισμού, ή παρά τις κοινές αυταρχικές πρακτικές, διέφεραν ουσιωδώς ως προς την προέλευση, την ιδεολογία και τα αποτελέσματα; Προσωπικά πιστεύω το επιχείρημα της δεύτερης άποψης. Όμως αυτό που έχει σημασία είναι ότι στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες (στις ανατολικές το πράγμα διαφέρει), η συζήτηση απασχολεί περισσότερο την ιστορία και την πολιτική θεωρία, παρά τον δημόσιο διάλογο. Στην Ελλάδα αντιθέτως η διαμάχη επανέρχεται κατά καιρούς σαν καρικατούρα. Γιατί εδώ υπάρχει μια Αριστερά που τρέφεται ακόμα από τον Εμφύλιο, ενώ η ΝΔ δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει τη «νίκη του δυτικού κόσμου», ούτε να ανατρέψει ριζικά το αριστερό αφήγημα της εθνικής ιστορίας 1940-1974. Ιδεολογικά, η μεταπολιτευτική Ελλάδα υπήρξε αντιφασιστική, όχι αντι-ολοκληρωτική. Σήμερα πάντως, μετά το τέλος των μεγάλων ιδεολογιών του 20ου αιώνα, η συζήτηση περί «άκρων» και ολοκληρωτισμών, έχει χάσει το βαρύ ιστορικό-ιδεολογικό φορτίο που είχε. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο επίπεδο της κομματικής τακτικής και προπαγάνδας. Άλλωστε σήμερα τα «άκρα» μπορούν να συναντώνται χωρίς να προκαλούν σκάνδαλο. Απόδειξη; Στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας είδαμε όλων των ειδών τις κυβερνητικές συμμαχίες, όλων των ειδών τις κάποτε περίεργες συμπορεύσεις. Τελικά, θα ήταν ίσως πιο γόνιμο ο δημόσιος λόγος να προσγειωθεί σε λιγότερο υψιπετή προβλήματα. Όπως ότι το Σχολείο είναι για να μαθαίνουμε γράμματα και όχι για να αλληλοχτυπιούνται οι μαθητές. Ή ότι ο Εμφύλιος έχει τελειώσει.
Πηγή: www.tovima.gr