Ομολογώ πως δεν γνωρίζω εάν ο παρατιθέμενος πιο κάτω διάλογος μεταξύ Θεοδωράκη — Χατζιδάκι είναι φανταστικός ή όχι· το μόνο που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ο τόπος και ο χρόνος όπου τοποθετείται κι αυτός δεν είναι άλλος από το στούντιο, όπου ηχογραφήθηκαν τα «Παράλογα», δηλαδή το 1976, με τον Μίκη να αφηγείται την «Ελλαδογραφία» των Χατζιδάκι-Γκάτσου.
Διαβάζοντας τον διάλογο σε μια ανάρτηση της κ. Κυριακής Πανουσοπούλου στο Facebook, μου έκανε εντύπωση η αληθοφάνεια του κειμένου, καθώς αντανακλούσε τις συγκεκριμένες προσωπικότητες, την ειλικρίνεια που τους χαρακτήριζε, αλλά και την με αρκετή δόση αστεϊσμού διάθεσή τους για σαρκασμό τού ενός απέναντι στον άλλον.
Αναφέρομαι σε αυτές τις δυο μέγιστες, διαχρονικές προσωπικότητες, οι οποίες οδήγησαν (μαζί με άλλους) τη χώρα μας, κατά την μεταπολεμική περίοδο, στο πνευματικό κι ελπιδοφόρο θαύμα τής δημιουργικής αναζήτησης της δεκαετίας τού ?60, που την ταρακούνησε συθέμελα σε πολιτισμικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Προσέφεραν πολυποίκιλες ευκαιρίες για αλλαγή αισθητικών επιλογών και συνέδεσαν τον ποιητικό λόγο με το καθημερινό τραγούδι.
Ο Μίκης και ο Μάνος. Δυο διαφορετικοί και συγχρόνως αγαπητοί και κοινής αποδοχής δημιουργοί…
Αυτά όμως είναι σε όλους γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνω, παρ? όλο που αυτή η εποχή του 21ου αιώνα, με τις τόσες πολυεπίπεδες και ραγδαίες αλλαγές, κινδυνεύει να γίνει σημείο αναφοράς και χρονικό καταγραφής τής φθοράς τής μνήμης.
Ποια θα είναι τα… θύματα; Η… αυτοψία θα το δείξει!
Ας πάμε τώρα στον διάλογο:
-Το ξέρεις βέβαια Μάνο ότι είμαστε οι δύο σπουδαιότεροι Έλληνες συνθέτες;
-Ναι βέβαια, αλλά ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται γι? αυτά. Θέλει να βαράει παλαμάκια και να χορεύει ζεϊμπέκικα.
-Εγώ πάντως Μάνο, θα ηγηθώ, θα βγω σε λεωφόρους και στάδια και πλατείες και θα γίνω σύμβολο. Έχω το λαό μαζί μου.
-Εγώ δεν έχω τον λαό μαζί μου Μίκη. Αλλά δε με αφορά. Με αφορά η μουσική, ο έρωτας, η ελευθερία και η ευαισθησία. Ό,τι δηλαδή περιφρονεί αυτός ο τόπος.
-Μάνο, θα πεθάνεις πρώτος φοβάμαι.
-Ναι Μίκη. Αλλά ίσως ζήσω περισσότερο.
Ο διάλογος αυτός, ελπίζω πως είναι υπαρκτός και όχι κατασκευασμένος· θα μπορούσε ωστόσο, να είναι αληθινός, αφού για κάποιον που τους γνώρισε αποτυπώνει αρκετά τούς διαφορετικούς χαρακτήρες των δυο δημιουργών. Θα επιθυμούσα όμως να… ακτινογραφήσω για λίγο τον διάλογό τους, προσπαθώντας να αντιληφθούμε τις αντιλήψεις του καθενός.
Ο Μίκης λοιπόν υποστηρίζει πως «είμαστε οι δύο σπουδαιότεροι Έλληνες συνθέτες», «θα ηγηθώ», «θα γίνω σύμβολο», «έχω το λαό μαζί μου».
Μμμμμ… Μεγαλόπνοα σχέδια είχε στο μυαλό του ο Μίκης ήδη από την περίοδο τού ?60 και βέβαια μετά την πτώση της Χούντας το 1974, για το πολιτιστικό-κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της τότε ελληνικής πραγματικότητας.
Ο Μάνος, απαντάει με την αμεσότητα και συνετή σκέψη που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή. «Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται γι? αυτά», «ο κόσμος θέλει να βαράει παλαμάκια και να χορεύει ζεϊμπέκικα», «Εγώ δεν έχω τον λαό μαζί μου Μίκη. Αλλά δε με αφορά. Με αφορά η μουσική, ο έρωτας, η ελευθερία και η ευαισθησία. Ό,τι δηλαδή περιφρονεί αυτός ο τόπος».
Κι εγώ τώρα αναρωτιέμαι: ποιος είναι ο πιο γήινος; Ποιος είναι ο πιο βαθύτατα πολιτικός; Ποιος ο προφητικός, ο στοχαστής, ποιος αναδεικνύεται ως ο πιο ρεαλιστής και προσγειωμένος, σχετικά με τις εξελίξεις και την πολιτιστική ουσία τής κοινωνίας μας σε ό,τι αφορά τις ακροάσεις τραγουδιών και την πρυτανεύουσα λαϊκίστικη φόρμα, που έχει κατακλύσει τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις και τα κοινωνικά δίκτυα.
«Δεν με αφορά να έχω τον λαό μαζί μου, Μίκη»· φράση με βαθύ περιεχόμενο ως προς τον στόχο και την κατάληξη ενός σπουδαίου έργου.
Και πράγματι, πού αποσκοπεί; Πού θέλει να καταλήξει ένα έργο; Στο ευρύτερο και άμορφο πολιτιστικά κοινό ή να προστεθεί σαν ένα λιθαράκι στη γενικότερη μουσική κουλτούρα του τόπου;
«Με αφορά η μουσική, ο έρωτας, η ελευθερία και η ευαισθησία.» Την φράση αυτή του Μάνου τη βρίσκω έως και ποιητική. Αυτές οι τέσσερις πτυχές που «εκφράζουν» κι «αφορούν» τον Μάνο, βρίσκω πως είναι η… πεμπτουσία ενός Δημιουργού.
Να μην παρεξηγηθώ. Τρέφω σεβασμό, θαυμασμό κι αγάπη και για τους δυο· από παλιά θεωρώ πως είμαι γέννημα-θρέμμα των δημιουργημάτων τους και της εποχής που έδρασαν. Γνωρίζοντας και τους δυο από κοντά είδα πτυχές τού χαρακτήρα και της σκέψης τους. Η δε τελευταία ατάκα του Μάνου «αλλά ίσως ζήσω περισσότερο» τοποθετεί τον θάνατο και τη ζωή σε ξεχωριστά πεδία, σε άλλο πλαίσιο, βαθύτατα φιλοσοφικό.
Και θα προσθέσω πως και οι δυο θα υπάρχουν (θα ζουν) διαχρονικά, κι αυτό δεν αποτελεί μια προσωπική άποψη αλλά γενικότερη αποδοχή κάθε Έλληνα πολίτη που γνωρίζει, έστω στοιχειωδώς, το πλούσιο ρεπερτόριό τους και τη συμμετοχή τους στα κοινά, ο καθένας ακολουθώντας τον δικό του δρόμο. Δράσεις, τραγούδια και άλλες ποικίλες παρεμβάσεις, δημιούργησαν τη ραχοκοκαλιά τού μεταπολεμικού πολιτισμού στη χώρα μας και απετέλεσαν πηγή αστείρευτη που θα «π ί ν ο υ ν» για πάντα νερό οι μεταγενέστερες γενιές.
Όσο και να εξελίσσεται και να αλλάζει μορφή το Ελληνικό τραγούδι, όσες νέες ευκολίες να παρέχει η τεχνολογία και ο επιτηδευμένος εκσυγχρονισμός τής μεγάλης μερίδας των νέων συνθέσεων, ο κορμός αυτός, που δημιουργήθηκε από τον Μίκη και τον Μάνο, θα υπάρχει ως υποδομή-σημείο αναφοράς τής εγχώριας φιλοσοφίας του πολιτισμού των ήχων.
Ο Μίκης και ο Μάνος, ίσως ακόμα κι αν δεν το ξέρουμε, θα μας συνδέουν με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον…