Μαζικός αυνανισμός

Αγγελική Σπανού 04 Οκτ 2016

Το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το βλέπεις και γύρω σου: Η κυβέρνηση χάνει συνεχώς δυνάμεις, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει μεγάλο προβάδισμα χωρίς να διαμορφώνει ρεύμα, η κυρίαρχη τάση είναι αυτή της αποχής και της έλλειψης πίστης ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Οι περισσότεροι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του Α. Τσίπρα μένουν μετέωροι, χωρίς να επιλέγουν άλλο κόμμα, ανοίγεται πολιτικός χώρος αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, η Χρυσή Αυγή αντέχει στην τρίτη θέση, τα ενδιάμεσα κόμματα πιέζονται ή εξαφανίζονται με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ που διατηρεί έναν σκληρό πυρήνα (ηλικιωμένων), ο ευρωσκεπτικισμός ανεβαίνει διαρκώς, η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και το κράτος μεγαλώνει, η απαισιοδοξία και η αίσθηση της ματαιότητας διευρύνονται.
Στις επόμενες εκλογές μπορεί να ψηφίσουν λιγότεροι από ποτέ στα ελληνικά χρονικά και θα αποφασίσουν σε συνθήκες πόλωσης, υπερέντασης, μεγάλης φασαρίας – είτε τιμωρητικά («να φύγουν αυτοί»), είτε αμυντικά («να μην ξαναέρθουν οι προηγούμενοι»), ελάχιστοι μάλλον θα πιστεύουν στην επιλογή τους και θα την υπερασπίζονται ανοιχτά.
Δύο αντίθετες σκέψεις πάνε κι έρχονται: Να μη μας συμβεί κάτι χειρότερο και τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Να τελειώνουμε μ’ αυτά τα χάλια, μα πόσο πιο χάλια θα είναι η εναλλακτική; Να αλλάξουμε κυβέρνηση αλλά πόσες κυβερνήσεις τελικά θα αλλάξουμε μέσα στην κρίση;
Έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση απομακρύνεται κάθε θετική προοπτική. Όταν δεν υπάρχει ένα όραμα που να συνδέει πλειοψηφικά τη λαϊκή βάση, ένας σκοπός που να συγκροτεί μια υγιή συλλογικότητα, τότε μιλάμε για ατομικές ανάγκες και επιδιώξεις που αθροίζονται χωρίς να παράγουν την αναγκαία ύλη για πρόοδο.
Ο πρωταγωνιστής της εποχής είναι η «αδιευκρίνιστη ψήφος». Δεν βρίσκει ικανοποιητική διέξοδο, αμφιταλαντεύεται, αναρωτιέται, απογοητεύεται, θα καταλήξει την τελευταία στιγμή, μπορεί να πάει, μπορεί και να μην πάει στην κάλπη. Δεν πιστεύει ότι έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα πράγματα, δεν ελπίζει και δεν φοβάται πια, δεν έχει έντονη την αίσθηση της ατομικής ευθύνης και δεν παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις, έχει μια γενική εικόνα της δυσώδους κατάστασης και τη σαφή αίσθηση του δικού του προβλήματος ή και αδιεξόδου. Δεν πολυνοιάζεται για το τι έφταιξε και φτάσαμε εδώ ούτε εμπνέεται από τα μεγάλα λόγια για την έξοδο από την κρίση, όλοι το ίδιο είναι, ψέματα λένε, για το συμφέρον τους νοιάζονται, τίποτα καλό δεν πρόκειται να συμβεί, επομένως γιατί να ενδιαφερθεί, γιατί να κάνει το καθήκον του στον δικό του μικρόκοσμο, γιατί να προβληματιστεί. Αλλωστε, με τον διχασμό που υπάρχει θα πρέπει να ταυτιστεί με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, και δεν το θέλει, άσε που δεν υπάρχει κάτι τρίτο για να κρυφτεί εκεί.
Η αποχή δεν είναι ποτέ αθώα, γιατί η πραγματικότητα διαμορφώνεται όχι μόνο με τη συμμετοχή αλλά και με την αδράνεια. Όσο η κατάρρευση της χώρας γίνεται άλλοθι προσωπικής παραίτησης, τόσο η κάθοδος επιταχύνεται για όλους μαζί, και για αυτούς που το παλεύουν, που σκέφτονται δηλαδή, και για εκείνους που θεωρούν ιστορία μόνο το δικό τους παρόν και κοινωνία τους συγγενείς και φίλους.
Η αποχή είναι επικίνδυνη όταν απέναντι στέκεται ένας Τραμπ ή μια Λεπέν που ελπίζουν στην αποχή των «άλλων».
Υπάρχουν διαβαθμίσεις. Είναι διαφορετικής ποιότητας η παθητικότητα που απορρέει από την αηδία και την απόγνωση όσων απλά δεν αντέχουν άλλο, γιατί δεν έχουν φυσικές, ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις, με εκείνη που οφείλεται στον σκληρό ατομισμό, στην απόρριψη της συλλογικότητας, στην αποθέωση του καταναλωτισμού, της ευκολίας, της επιφάνειας, στην κουλτούρα του καναπέ. Αρκετά χρόνια πριν ο Κ. Καστοριάδης είχε προβλέψει ότι «ο άνθρωπος θα πεθάνει αυνανιζόμενος μπροστά στην τηλεόραση».