Ο ένας ξεκίνησε μια νέα θητεία με τις καλύτερες προϋποθέσεις και κοντεύει ήδη να εξαντλήσει τα αποθέματα αξιοπιστίας του. Ο άλλος υποσχέθηκε ότι αυτή η χρονιά θα σηματοδοτούσε την αρχή της ανάκαμψης, δικής του και της χώρας του, και βρίσκεται στα τάρταρα της δημοφιλίας. Το 2013 ήταν άσπλαχνο με τα δυο μεγάλα Ο της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Αλλά πρώτα υπήρξαν οι ίδιοι άσπλαχνοι με τον εαυτό τους.
Ο Ομπάμα κέρδισε τους Ρεπουμπλικάνους στο παιχνίδι αντοχής και νεύρων που λέγεται «προϋπολογισμός», χάνει όμως στο δικό του γήπεδο που λέγεται «Ομπάμακέαρ». Κοντράρισε τη μία όψη του φανατισμού –ας την πούμε «του τσαγιού»-, αστόχησε όμως με την άλλη, της «μη κρατικής παρέμβασης». Το σχέδιο υγείας του, ψηφισμένο στην προηγούμενη θητεία, δεν ήταν πολύ φιλόδοξο’ όφειλε να είναι τεχνικά τέλειο. Παρόλο που η μεταρρύθμιση συνεχίζει, από θεσμική άποψη, να είναι ιστορικής σημασίας, χάνει πολλή από τη συμβολική, και ιδίως την πολιτική, δυναμική της, λόγω του τρόπου με τον οποίο τέθηκε σε εφαρμογή. Βασικός κανόνας της πολιτικής: δεν δίνεις όπλα στους αντιπάλους σου, ιδίως σε κάτι που θεωρείς σημαντικό για σένα. Μια κρατική ιστοσελίδα, πληρωμένη με τα ιερά χρήματα του Αμερικανού φορολογούμενου, που «πέφτει» από την πρώτη μέρα , δικαιώνει, δυστυχώς, τα τσάγια και τα άλλα αφεψήματα στον πυρήνα του φανατισμού τους: εμφανίζει το κράτος να μην μπορεί να κάνει τίποτα σωστά και δίνει φωνή στους λίγους (και συνήθως πλούσιους) που έχασαν από το νέο σύστημα (κυρίως επειδή δεν μπόρεσαν να κρατήσουν ή έγινε πιο ακριβή η παλιά ιδιωτική τους ασφάλιση), από τους πολλούς και αναγκαιούντες που δεν είχαν καμία ασφάλιση και θα αποκτούσαν μία με τη μεταρρύθμιση του Προέδρου. Επειδή αυτός παίζει μπάσκετ και όχι ποδόσφαιρο, μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλειο αυτοκαλάθι.
Ο Ολάντ διαθέτει τη μοναδική για πολιτικό ηγέτη τύχη να μην έχει σοβαρό αντίπαλο, αλλά εμφανίζει και τη μοναδική για πραγματικό ηγέτη ιδιότητα να δυσκολεύει μόνος τη ζωή του. Όχι ότι η ζωή, και κυρίως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στη Γαλλία είναι εύκολη –με τη Γερμανία να ηγείται μονομερώς στην Ευρώπη, τις διεθνείς παρεμβάσεις να σκαλώνουν στην κινούμενη άμμο της «πολυπολικής» εποχής και, κυρίως, την οικονομία να μην μπορεί να ξεκολλήσει από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά (που ως τώρα αποτελούσαν την δύναμή της) της στενής σχέσης με το κράτος και της έμφασης στην αισθητική και στην ποιότητα έναντι της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Όμως και ο Ολάντ έπεσε σε παγίδες που δημιούργησε μόνος του: την υπόσχεση για αισθητή βελτίωση μέσα στο 2013, τα μπρος-πίσω για τη φορολογική πολιτική (τόσα που, πρόσφατα, και σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, ο Πρωθυπουργός του πήρε το φάκελο από τα χέρια), τις «έξυπνες» ιδέες που γίνονταν μπούμερανγκ (όπως όταν άφηνε τους υπουργούς να διαφωνούν δημόσια χωρίς να παίρνει τη θέση κανενός ή όταν «έλυσε» το πρόβλημα της νεαρής μετανάστριας μαθήτριας που απελάθηκε, λέγοντας ότι της έκανε προσωπικά τη χάρη να γυρίσει, αλλά χωρίς τους γονείς της…). Αν ο Ομπάμα έχασε από ένα μεγάλο θέμα (που έπρεπε να είχε προβλέψει), ο Ολάντ ηττάται από πολλά μικρά (που θα μπορούσε να είχε αποφύγει).
Με τούτα και με τ’ άλλα, τα δυο σημαίνοντα πρόσωπα του «προοδευτικού» χώρου, βρίσκονται μπροστά σε γενικευμένη αμφισβήτηση εικόνας και στρατηγικής. Οι συνέπειες για την «παγκόσμια κεντροαριστερά» είναι βαρύτατες. Είναι ωστόσο ανεπίστρεπτες; Θα σας πω γιατί δεν το πιστεύω (τελείως) στο επόμενο άρθρο.