Μαύρα μεσάνυχτα

Παύλος Τσίμας 29 Σεπ 2012

Η σκηνή αποτυπώνεται σ’ ένα βίντεο, ένα ανάμεσα σε πολλά παρόμοια που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Βράδυ, σ’ έναν δρόμο της γενέθλιας γειτονιάς μου. Πλατεία Αμερικής. Μια ομάδα νεαροί, μαυροντυμένοι, με όψη και θρέψη νύχτας σκοτεινής, έχουν βγει κυνήγι. Κυνήγι μεταναστών. Γύρω τους συγκεντρώνονται περίοικοι, άνθρωποι κανονικοί, γείτονές μου, κάποιοι με ξύλα στα χέρια. Ακούγονται θόρυβοι, βιτρίνες που σπάζουν, πινακίδες που ξηλώνονται. Κάποια στιγμή ένα φως ανάβει ψηλά σ’ ένα μπαλκόνι, κάποιος διαμαρτύρεται, φωνάζει «ντροπή». Κανείς δεν παίρνει το μέρος του. Τον γιουχάρουν. Ενας από τους φουσκωτούς τον αποστομώνει με το επιχείρημα «εσένα σε γ… ο Τσίπρας». Το κυνήγι συνεχίζεται. Κάποια στιγμή ένας νεαρός με σκούρο δέρμα εμφανίζεται στο βάθος του δρόμου. Τον παίρνουν στο κατόπι με αλαλαγμούς, κάποιος του φωνάζει «τρέξε», εκείνος χάνεται στα στενά αλαφιασμένος…

Είδα το βίντεο και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στον νου ήταν μια φράση που κάπου είχα διαβάσει να αποδίδεται στον Κέινς, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Πως από τις απώλειες που προκαλεί μια οικονομική κρίση, οι λιγότερο σημαντικές είναι εκείνες που μπορούν να αριθμοποιηθούν ή να αποτιμηθούν σε χρήμα. Οι αληθινά σημαντικές είναι εκείνες που δεν αποτιμώνται. Οι απώλειες σε Πολιτισμό και Ελευθερίες. Τις οποίες απώλειες – έλεγε ο Κέινς – οι άνθρωποι τείνουν να υποτιμούν. Εντρομοι μπροστά στις καθαρά οικονομικού χαρακτήρα καταστροφές που αναστατώνουν τη ζωή τους δεν διακρίνουν την πραγματική, μεγάλη καταστροφή που τους απειλεί.

Ο Κέινς μιλούσε τη δεκαετία του 1930, προφήτευε το επερχόμενο κακό: την κατάρρευση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, την επικράτηση του αυταρχισμού, τον πολιτιστικό εκβαρβαρισμό και, εν τέλει, τον πόλεμο. Αργότερα, ο ιστορικός Ερικ Χόμπσμπομ βάφτισε εκείνα τα χρόνια «εποχή της καταστροφής». Και δεν εννοούσε την οικονομική καταστροφή που συντελείτο. Αλλά την καταστροφή των αξιών και των θεσμών του φιλελεύθερου πολιτισμού, την πρόοδο και επικράτηση του οποίου οι άνθρωποι ώς τότε θεωρούσαν δεδομένη και αμετάκλητη.

Τηρουμένων των αναλογιών, λοιπόν: η χώρα βυθίζεται στην άβυσσο μιας ύφεσης που σε λίγους μήνες, με τη φορά των πραγμάτων, θα ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο πλην ενός – της Μεγάλης Υφεσης στην Αμερική του 1930. Ο κοινωνικός ιστός συντρίβεται. Οι σχέσεις των ανθρώπων, οι απλοί, άρρητοι κανόνες της ειρηνικής κοινωνικής συνύπαρξης, οι κανόνες που θεωρούσαμε αυτονόητους διαρρηγνύονται. Μια θυμωμένη γενιά έχει ήδη κόψει γέφυρες και πλέει ξυλάρμενη με το ρεύμα του θυμού της. Δημόσια υποσυστήματα που εξασφάλιζαν, όπως την εξασφάλιζαν, με ελλείψεις χίλιες και μιζέρια άφθονη την αποστολή τους, τρίζουν και καταρρέουν από υποχρηματοδότηση, εγκατάλειψη, αφροντισιά. Μια πολιτική τάξη, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα, που διασφάλιζε ωστόσο, ώς πρόσφατα, τις στοιχειώδεις λειτουργίες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος εγκαταλείπεται στον αυτοδιασυρμό της, τυλιγμένη σε «λίστες» που εμφανίζονται, εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται σαν παίγνιο ταχυδακτυλουργού – ο οποίος ταχυδακτυλουργός μένει στο ημίφως αλλά υποψιαζόμαστε τη μορφή του και το φινάλε που θα ήθελε να δώσει στο κόλπο του. Κι ακόμη και το άλας μοιάζει να έχει μωρανθεί: συνδικαλιστές μετά το τέλος μιας μεγάλης διαδήλωσης λένε στους μόλις διαδηλώσαντες ότι έχασαν την ώρα τους, δεν χρειάζονται μαζικοί, κοινωνικοί αγώνες αλλά «ρουκέτες στις ερπύστριες». Και τα παιδιά μιας αριστερής οργάνωσης νέων, εκεί όπου νομίζαμε ότι φυλάσσεται το άγιο φως της αυταπάρνησης, παρελαύνουν φωνάζοντας για έναν ώς πρόσφατα σύντροφό τους συνθήματα εμπνευσμένα από την οργή της κερκίδας κατά των διαιτητών – «άντε γ… σύντροφε Κουβέλη».

Κόντρα στην τρέχουσα αφήγηση της αισιοδοξίας, λοιπόν, κόντρα στο σχήμα «παίρνουμε τα επώδυνα μέτρα – μας δίνουν δόση και επιμήκυνση – βγαίνουμε από την ύφεση» που κυριαρχεί, ας αφήσουμε λίγο χώρο και στη ρεαλιστική, έστω και απαισιόδοξη, αμφιβολία. Πως μπορεί και να μην είναι τόσο απλά τα πράγματα. Και πως μπορεί – αν μια φωτεινή ρήξη δεν επέλθει, αν δεν αντικατασταθεί μια οικονομική συνταγή που ανακυκλώνει ύφεση από μια άλλη, ορθολογικότερη, κι αν η δημοκρατική πολιτεία δεν αποκαταστήσει με μια δραματική θεσμική κίνηση την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία της – να γλιστράμε ήδη, ανεπαισθήτως, προς την άβυσσο.