Εάν αυτό που βάψανε οι «ζωγράφοι» της νύχτας στο κτήριο του Πολυτεχνείου απεικονίζει κάτι, τότε εγώ είμαι ελέφαντας. Αυτό που βλέπω είναι μια κακόγουστη μαυρίλα και αν αυτό θέλουν να το συνδέσουν με τη μαυρίλα στην ελληνική εκπαίδευση ή με την πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε, τότε αυτή η εύκολη ταύτιση ξεπερνά τα όρια του λαϊκισμού και της κομπογιαννίτικης «ιδεολογίας». Εδώ είμαστε λοιπόν. Ένα θέμα που πολλές φορές μας έχει απασχολήσει: η ευκολία, η άνεση, η ανεύθυνη συνήθεια, που μοιάζει με… «τρόπο ζωής», να μουτζουρώνουμε, να χρωματίζουμε, να γράφουμε οτιδήποτε, σε οποιαδήποτε πρόσοψη, σε κάθε επιφάνεια, σε κάθε στιγμή, να γεμίζουμε με ό,τι θέλουμε τους τοίχους, τα σήματα οδικής κυκλοφορίας, τα ιστορικά κτήρια, τα αγάλματα, τα αρχαία μνημεία, τους βράχους στις πλαγιές των βουνών…
Να το εξετάσουμε σοβαρά: μήπως είναι η πλήρης ασέβεια προς οτιδήποτε αποτελεί τον δημόσιο χώρο, δηλαδή τον κοινό χώρο όλων μας, που έχει γίνει πλέον ανίατη αρρώστια, για τους νεοέλληνες της μεταπολίτευσης; Να παραδεχτούμε πως από τότε άρχισε να εξαπλώνεται το… χούι των γκράφιτι των απανταχού ελλήνων; Οι οποίοι ένιωσαν φαίνεται πως η απελευθέρωση μετά την επτάχρονη Χούντα, απελευθέρωνε κάθε σκέψη και ενέργεια ατομική, εκδηλώνοντας έτσι με κάθε τρόπο ό,τι ο καθένας θεωρούσε πως έπρεπε να εκδηλώσει δημόσια, με κάθε τρόπο. Μήπως ένα σπρέι στην τσέπη, ένα κουτί μπογιά, είναι απαραίτητο για να φανερώσει κανείς την όποια σκέψη του, ώστε να καταλήξει να την δημοσιοποιήσει δίχως άδειες και έξοδα, σε τοίχους μάντρες και γενικώς επιφάνειες;
Όντως. Ο ιστός της πόλης γέμισε. Δεν υπάρχει επιφάνεια δίχως γκράφιτι από τον κάθε πικραμένο που δεν σέβεται την ανάγκη καθαριότητας του ιστού της πόλης. Και αυτοί οι ασεβείς είναι οι περισσότεροι, η πλειοψηφία, γι αυτό και οι πόλεις όλης της Ελλάδας είναι γεμάτοι με την ασχήμια και τη μιζέρια των γραμμένων συνθημάτων…
Μια συλλογική ασέβεια που διεκδικεί και βραβείο διεθνούς κύρους. Πήραν από το παρελθόν το «σύνθημα στον τοίχο», τότε που ήταν σε δίσεκτα χρόνια μέρος τού αγώνα και το χρησιμοποίησαν με τη χειρότερη μορφή του, επιβαρύνοντας τις πόλεις με άχρηστο γραμμένο υλικό. Και βέβαια δεν αναφέρομαι σε κάτι πανέμορφες τοιχογραφίες, που κόσμησαν άθλιες περιοχές της πόλης, χαρίζοντας έτσι κομμάτι ομορφιάς στο άσχημο και αντιαισθητικό τους περιβάλλον. Αναφέρομαι στο Πολυτεχνείο, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, που έγινε ξαφνικά, εν μία νυχτί, σύμβολο ασκήμιας, αντιαισθητική θέαση αλητείας και μιζέριας επίδοξων «ζωγράφων της πλάκας». Να πω πως, η έλλειψη μίνιμουμ εικαστικής αισθητικής, μαύρισε στην κυριολεξία τον τόπο, είναι περιττό.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως τα γκράφιτι δεν είναι τέχνη a priori. Το να καλλωπίσεις έναν δημόσιο χώρο είναι τέχνη. Είναι όμως ανάληψη ευθύνης το να δώσεις νόημα, καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και περιεχόμενο, ανάλογα με το σημείο, την πρόσοψη, το ύψος, το μήκος, ώστε να μην πνίξεις το τοπίο και τους περιπατητές. Γι αυτό και η άδεια από ειδικούς είναι απαραίτητη. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ίδιος ο δήμος προτείνει σε ειδικούς των γκράφιτι να ζωγραφίσουν μια επιφάνεια, με θέμα όχι άσχετο από τον τόπο και τη θέση τού κτηρίου. Τότε, το θέαμα μπορεί να είναι έως και έργο τέχνης, πέρα από ευχάριστο.
Το ολονύχτιο γκράφιτι στο κτήριο του Πολυτεχνείου μαύρισε την ψυχή, τη γειτονιά, την πόλη και τον συμβολισμό του. Ήταν μια κακόβουλη πράξη βανδαλισμού και απόλυτης ρύπανσης από εχθρούς τού αστικού ιστού. Ήταν μια «λεηλασία» δημόσιου χώρου, μια κατακτητική πράξη επί της πόλης, που ελπίζω να είναι και αιτία… πολέμου προς όλους εκείνους που υφαρπάζουν, με αυτό τον τρόπο, την κάθε επιφάνεια στη χώρα μας, που ασφυκτιά με αυτές τις ηλίθιες και άκρως αντιαισθητικές μεθοδεύσεις, χρησιμοποιώντας μάλιστα (στην περίπτωση του Πολυτεχνείου) το μαύρο χρώμα τού φασισμού…