Καθώς καταλαγιάζει η αγωνία μου για την αγωνία του φίλου μου στη διάρκεια της αρρώστιας του και ο πανικός μου μπροστά στην απώλεια του θανάτου, τολμώ να γράψω δυο λόγια για τον Λευτέρη Βογιατζή. Το νιώθω ως ανάγκη; Ως καθήκον; Δύσκολο να το πω. Όμως… Αν καταφέρω να αφήσω τη σιωπή και να πω με λίγα λόγια τι ήταν για μένα ο φίλος που έχασα, ίσως αλαφρύνει το βάρος και ίσως κάτι προσθέσω σε όσα ειπώθηκαν για έναν άνθρωπο που με τη διαδρομή του σφράγισε τις ζωές των φίλων του και το ελληνικό Θέατρο.
Τι του χρωστάω.
Με έμαθε να σέβομαι την ανάγκη του να ψάχνει το κάθε τι με το δικό του τρόπο, ποτέ να μην αποδέχεται με την πρώτη την πεπατημένη, έστω κι αν έκανε κύκλους, πήγαινε ανάποδα, βάδιζε παράλογα. Κι έτσι με βοήθησε να αναγνωρίζω την ίδια διαδικασία στον εαυτό μου και στους ανθρώπους που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου και να την εκτιμώ. Και κάτι πάρα πάνω. Να μου αρέσουν οι ιδιαίτερες, εντελώς προσωπικές επιλογές για το πώς θα βρει ο καθένας το δρόμο του. Εφόσον αυτός ο δρόμος έρχεται από μια προσωπική ανάγκη, βρίσκεται μακριά από μιμητισμούς και επιλογές του συρμού. Κι αν χαράσσεται στην επιφάνεια, να χτίζεται με πάθος και εμμονή στα βαθιά. Ένας επίμονος θεατής των παραστάσεων του Λευτέρη Βογιατζή, θα είχε πάρει το ίδιο μάθημα.
Με συμφιλίωσε με τη φωνή μου. Σε ένα ταβερνάκι στην Κυψέλη, πριν από πολλά, πολλά χρόνια, του είπα με αγωνία πως είχα πρόταση να κάνω ζωντανή εκπομπή στο ραδιόφωνο και πώς να τολμήσω, που η φωνή μου καθόλου δεν μου άρεσε. Μου είπε τη φράση που έμελε να αλλάξει την επαγγελματική μου καριέρα: «Δεν υπάρχουν όμορφες και άσχημες φωνές, οι φωνές λένε αυτό που είσαι μέσα σου». Και πάλι με οδηγούσε στα βαθιά.
Αύξησε την αντοχή μου στις ανηφόρες. Γενικώς. Θυμάμαι, κατακαλόκαιρο στην Παλαιόπολη, στην Άνδρο, να ανεβαίνουμε από τη θάλασσα τα 850 σκαλιά ως το σπίτι μας που το λάτρευε. Βαρυγκωμούσα κι εκείνος ήταν ένα σκαλί μπροστά και μου έλεγε αυτά τα ακαταλαβίστικα που απέλπιζαν όσους δεν είχαν αποκρυπτογραφήσει το ιδίωμά του. «Θα τα ανεβαίνεις και θα σκέφτεσαι το κάθε σκαλί, αλλά θα κάνεις σαν να μην υπάρχουν σκαλιά!» Να συμμετέχεις και να είσαι μόνος, να κατανοείς και να αγνοείς, να μοχθείς και να ξεκουράζεσαι, κάπως έτσι το μετέφρασα στη σκιά ενός ασφένδαμου.
Έκανε το γιο μας έναν σπάνιας ευαισθησίας θεατή. Το ανέκδοτο είναι πέρα για πέρα αληθινό και λέει πολλά για τον τρόπο διδασκαλίας του Λευτέρη, το κόστος της διδασκαλίας του όμως μόνο ο Μάρκος το γνωρίζει. Αφήνουμε με τον Κώστα τον πεντάχρονο-ίσως και λίγο μικρότερο- γιο μας με τον Λευτέρη στην Παλαιόπολη, να πάμε ποιος ξέρει σε τι δουλειές. Επιστρέφοντας, βλέπω το παιδί πολύ ταραγμένο. Το βραδάκι δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Πώς περάσατε, τι κάνατε με τον Λευτέρη, τον ρωτώ. Μαμά, μου έκανε τον πεθαμένο! Είχε ξαπλώσει στο σαλόνι. Δεν κουνιόταν!… Ήταν η απάντηση.
Βάζω κάτω τον Λευτέρη, τι έκανες στο παιδί, είσαι με τα καλά σου; Έδειξε να προβληματίζεται, μου είπε, μη σε μέλει, θα το διορθώσω. Την άλλη μέρα τον πήρε και πήγαν για μπάνιο. Κατέβηκαν τα 850 σκαλιά που σας έλεγα. Επιστρέφουν με το καλό. Στην ερώτηση πώς περάσατε, η απάντηση του Μάρκου ήταν, πολύ ωραία μαμά, όμως διέκρινα κάποιο δισταγμό. Το βραδάκι, καθώς πάντα κουβεντιάζαμε πριν κοιμηθεί, μου είπε με κάποια μικρή αγωνία, αλλά και με ένα μειδίαμα αυτή τη φορά, πως ο Λευτέρης έκανε στη θάλασσα πως πνιγόταν και ζητούσε βοήθεια! Στην ανηφόρα κάθισε κάτω, του είπε πως στραμπούλιξε το πόδι του και πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανέβει ως το σπίτι, παρά αν τον έπαιρνε ο Μάρκος αγκαλιά! Συγκίνηση, εξοικείωση με το θεατρικό παίγνιο, επανάληψη, αναμέτρηση με τα ζόρικα. Ο Βογιατζής έκλεινε το μάτι στον μικρό του φίλο.
Το ίδιο έκανε και στο Θέατρο. Προσπάθησε να μας εξοικειώσει με την ιδέα του Θανάτου, μέσα από πολλές παραστάσεις του. Όχι πως τα κατάφερε. Κατάφερε όμως να ελευθερώνει το συναίσθημά μας, ή αντίθετα, να μας αφήνει άναυδους, καθηλωμένους, να κοιτάζουμε τον εαυτό μας παγωμένο να μην μπορεί να εκτονώσει το συναίσθημα, αλλά να έχει πυροδοτηθεί μια διαδικασία κατανόησης. Το ίδιο έκανε για τελευταία φορά με την προμελετημένη τελετή αποχαιρετισμού στο θέατρο της οδού Κυκλάδων. Και με τη σιωπή στο νεκροταφείο.
Η ματιά του Λευτέρη που γινόταν κουβέντα, συζήτηση, καβγάς, θέατρο, απορία, γέλιο, χάδι, θα μου λείπει για πάντα. Γιατί ήταν ακέραιος και απολύτως ειλικρινής στην προσπάθειά του να κατανοήσει τον εαυτό του, τους άλλους και τον μάταιο τούτο κόσμο.