Οι φετινές προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, έχουν πιθανότατα κριθεί πριν καν αρχίσει η προεκλογική εκστρατεία. Δεν θα είναι η πρώτη φορά (ο Μιτεράν το 1988 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα), αλλά η κατάσταση παρουσιάζει πολλές ενδιαφέρουσες και διδακτικές ιδιοτυπίες.
Ο Σαρκοζί δεν θα χάσει τόσο λόγω της κρίσης, παρότι η απώλεια του τριπλού «Α» της Γαλλίας υπήρξε ισχυρό πλήγμα. Αντίθετα, το γεγονός ότι η Γαλλία δεν έχει αγγιχτεί (ακόμα;) στον πυρήνα της από την οικονομική κρίση, καθώς και ο γεμάτος εκπλήξεις και διαφημιστικά τρικ τρόπος που χειρίζεται την πολιτική και τους συμβολισμούς της, θα μπορούσαν ακόμα και να τον είχαν ευνοήσει. Ούτε χάνει τόσο πολύ ο απερχόμενος Πρόεδρος εξαιτίας επιλογών και αποφάσεών του: με εξαίρεση τη σύνδεση της μετανάστευσης με την ταυτότητα και τη σουρεαλιστική δημόσια συζήτηση για τη «γαλλικότητα», το πρόβλημα του Σαρκοζί δεν ήταν τόσο αυτά που έκανε, όσο το πώς τα έκανε, πώς τα εμφάνισε και πώς (δεν) τα συνέδεσε μεταξύ τους. Η τρελή κινητικότητα ως κίνηση, ο συνεχής, κενός και αντιφατικός λόγος, η κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή, η διαρκής αναφορά στο λαό και την ίδια στιγμή η καταφυγή, στήριξη και μίμηση του νεοπλουτισμού, κατέληξαν να υποσκάψουν αυτό που στην πολιτική, και ιδίως στη γαλλική πολιτική, έχει κεφαλαιώδη σημασία: τη γενική εικόνα, την αύρα του υποψήφιου Προέδρου. Λόγω αυτής της απώλειας, ο Σαρκοζί διέρρηξε τον ψυχικό ιστό όχι μόνο με τα στρώματα και τις τάξεις που κυρίως έθιξε με την πολιτική του (άνεργους, εκπαιδευτικούς, επιστήμονες), όσο με το κοινωνικό σώμα, γενικότερα. Δεν τον πιστεύουν και δεν τον εμπιστεύονται πια. Αλλά η προεδρική εκλογή εδράζεται στην πίστη.
Άρα, ο Σαρκοζί χάνει μόνος του; Ο σοσιαλιστής υποψήφιος Ολάντ περιμένει απλώς να μαζέψει το ώριμο φρούτο; Όχι ακριβώς. Εκτός από το ότι, ως χαρακτήρας και ως πολιτική συμπεριφορά, παρουσιάζει τα εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τον αντίπαλό του (γνώση χωρίς έπαρση, σχετική σεμνότητα χωρίς λαϊκισμό, χιούμορ χωρίς αυτοκολακεία, πεποιθήσεις που δεν αλλάζουν κάθε μέρα), ο Ολάντ είχε την εξυπνάδα να ανοίξει ιδεολογική συζήτηση στη Γαλλία, τη στιγμή που η χώρα δίψαγε να ανακαλύψει διαφορές, αποχρώσεις και ελπίδα. Μίλησε και προτείνει στο πρόγραμμά του, μέτρα για την «από-αγοροποίηση» της οικονομίας, τη μείωση της κερδοσκοπίας, τον έλεγχο του κράτους όχι στην επιχειρηματικότητα, αλλά στην ασυδοσία, τη θέσπιση φραγμών και ορίων στα κέρδη της σπέκουλας, της παράλληλης οικονομίας, των μη παραγωγικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Ακόμα και η ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη (του στοιχίζει ήδη το σνομπάρισμα πολλών Ευρωπαίων ηγετών, που βέβαια, και όχι τυχαία, είναι Δεξιοί) πρότασή του για επαναδιαπραγμάτευση, προς το «αναπτυξιακότερο», του πρόσφατου Δημοσιονομικού Συμφώνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό σηματοδοτεί και γι’ αυτό επιβραβεύεται από την κοινή γνώμη.
Η Γαλλία ζει την αρκετά σπάνια στιγμή που ένα κύμα αλλαγής γίνεται αισθητό. Και όχι μόνο μέσα στα εξαγωνιαία σύνορά της.