«Ποιο είναι το μεγαλύτερο τίμημα της κρίσης στην Ελλάδα σήμερα;» με ρώτησε Ιταλός δημοσιογράφος σε πρόσφατη συζήτηση για την κατάσταση στην Ευρώπη εν όψει των ευρωεκλογών. «Μα, η αίσθηση από πλευράς κοινωνίας της ήττας, της παραίτησης. Η κατάρρευση της αυτοπεποίθησης», απάντησα.
Τώρα περισσότερο από ποτέ η κοινωνία έχει ανάγκη έμπνευσης, οράματος. Μέσα στην παραζάλη της, την οργή, την απόγνωση, τη σύγχυση και παρά την ακραία μισαλλοδοξία που εκπέμπεται από το δημόσιο «διάλογο» που ποτέ δεν ήταν πιο χυδαίος, ακραίος, βίαιος και αδιέξοδος, ανθίσταται στο τυχοδιωκτισμό αντιλαμβανόμενη πως πέρα από τα σημερινά δεινά παραμονεύει ο εφιάλτης της ολικής καταστροφής.
Οι πολιτικές δυνάμεις ξορκίζουν την πραγματικότητα αρνούμενες την αναγκαία όσο ποτέ εθνική συνεννόηση. Η κυβέρνηση από τη μια αρνείται να προχωρήσει τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Φαίνεται δέσμια του κρατικισμού του παρελθόντος και του δόγματος της ιερής αγελάδας του δημοσίου. Δημιουργεί τεχνητή κρίση με την τρόικα, δικαιώνοντας έτσι εν πολλοίς την αντιμνημονιακή δημαγωγία της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, δυστυχώς αποδεικνύεται καθημερινά η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί το ρόλο, τις δυνατότητες και υποχρεώσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εν δυνάμει κυβέρνησης, εξ αιτίας του ιδεοληπτικού εγκλωβισμού της ηγεσίας του. Δυστυχώς αναδεικνύεται στην Αριστερά που αγωνίζεται λυσσαλέα να μην αλλάξει τίποτα. Αγωνίζεται υποσχόμενος στους πάντες τα πάντα, να νεκραναστήσει το μοντέλο της χρεοκοπίας. Βρίσκεται με λίγα λόγια, σε πλήρη αντίθεση με αυτό για το οποίο η Αριστερά διαχρονικά και παγκόσμια αγωνίζονταν: να αλλάξει τα πάντα.
Η διαπραγμάτευση γίνεται μεταξύ μας με το νου στραμμένο στο εθνικό ακροατήριο, στους ψηφοφόρους. Γιατί, τι είδους διαπραγμάτευση να κάνουμε με την τρόικα, όταν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, όταν δεν έχουμε να προτείνουμε ένα στοιχειώδες σχέδιο εξόδου από την κρίση; Οι οξύτατες πολιτικές αντιπαραθέσεις είναι ψευδεπίγραφες. Στο επίκεντρο ενός ουσιαστικού δημοσίου διαλόγου που έχει ανάγκη η χώρα και που θα έπρεπε να διεξάγεται καιρό τώρα, πρέπει να βρεθεί ο σχεδιασμός και ο τρόπος δημιουργίας του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας, το οποίο θα εξασφαλίσει θέσεις εργασίας και εισόδημα, άρα θα αυξήσει τη φοροδοτική ικανότητα και θα μειώσει την ανάγκη εθνικού δανεισμού. Και προσδιορίζοντας το παραγωγικό μοντέλο ανασύνταξης της οικονομίας, έχουμε υποχρέωση να βάλουμε τις βάσεις για τον εθνικό σχεδιασμό εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου να μπορεί να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν. Κανείς δε λέει ανοιχτά πως ελάχιστες από τις εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που χάθηκαν από το λιανεμπόριο και την οικοδομή, θα ανοίξουν ξανά, ακόμα και όταν η οικονομία συνέλθει. Άρα, συνιστά αδήριτη ανάγκη το νέο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας να εφοδιαστεί με γνώσεις και δεξιότητες για βιώσιμους παραγωγικούς τομείς. Κανείς δε λέει ανοιχτά ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στη φούσκα. Κανείς δεν ανοίγει την δύσκολη συζήτηση για το ποιος δημόσιος τομέας, ποιο κράτος, θα υποστηρίξει αντί να υπονομεύει αυτή την ανάπτυξη. Αυτό, νομίζω, είναι το μείζον ζητούμενο σήμερα και όχι να πλειοδοτούμε μεταξύ μας στα ποσοστά απομείωσης του χρέους. Ειδικά όταν ξέρουμε πως ακόμα και αν μας χάριζαν ό,τι οφείλουμε, ο φαύλος κύκλος του δανεισμού αρχίζει την επαύριον αν δεν παράγουμε εθνικό πλούτο.
Ποτέ άλλοτε τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν ένιωθε ανέστιο κομματικά μεταξύ κεντροδεξιάς και λαϊκιστικής «μετα-κομμουνιστικής» Αριστεράς. Είναι φανερό πως το ΠΑΣΟΚ, χωρίς οποιαδήποτε κριτική αποτίμηση του παρελθόντος δε πείθει και η ΔΗ.ΜΑΡ, στην προσπάθειά της να είναι μόνη της ο “τρίτος πόλος” δεν εμπνέει. Ο χώρος που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, στη σοσιαλδημοκρατία, δεν έχει την πολυτέλεια της αδράνειας, των εγωισμών, και των παράλληλων μοναχικών πορειών. Η συνύπαρξη των δύο υπαρκτών πολιτικών κομμάτων, των κινήσεων και των προσώπων υπό μία κοινή ομπρέλα, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας δε θα αθροίσει τα σημερινά μίζερα δημοσκοπικά ποσοστά τους, αλλά θα απελευθερώσει τη δυναμική της ελπίδας και του οράματος.
Η κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι μόνο αυτός ο χώρος με τις ευαισθησίες, τις αρχές, τη γνώση και τις αξίες, μπορεί να εγγυηθεί την έξοδο από τη χρεοκοπία που οδήγησε στα μνημόνια.
Η πρωτοβουλία των «58» δεν ήταν παρά το αυτονόητο μήνυμα πως αν ο χώρος της κεντροαριστεράς δεν συνεννοηθεί, θα συνθλιβεί στις επερχόμενες εκλογές μεταξύ της κεντροδεξιάς των «νοικοκυραίων» και της λαϊκής Αριστεράς του τυχοδιωκτισμού. Ανεξαρτήτως καχυποψιών, ενστάσεων για μικρο-υπολογισμούς, ή ακόμη και τακτικισμούς, το μείζον είναι η απόλυτη αναγκαιότητα συμπόρευσης δυνάμεων και προσπαθειών, όχι μόνο για την πολιτική επιβίωση του χώρου, αλλά κυρίως για τη σωτηρία της χώρας και της κοινωνίας μας. Συμπόρευση που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από κομματικές και προσωπικές υπερβάσεις. Και φυσικά οι δραστηριότητες που ήδη έχουν ξεκινήσει πρέπει να έχουν ως στόχο μια επαρκή, κοινή προγραμματική βάση συνεννόησης γιατί αλλιώς η κεντροαριστερά θα εξακολουθήσει να είναι μια ανίσχυρη πολιτικά παράταξη. Όμως κρίνω βιαστική και άκαιρη την απαίτηση αυτοδιάλυσης των υπαρχόντων κομματικών οργανισμών και κινήσεων γιατί πρώτα πρέπει να ανιχνευθούν οι δυνατότητες σύγκλισης, να βρεθεί ο κοινός παρονομαστής και να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη που τώρα λείπει.
Η Ελλάδα θα ήταν εντελώς διαφορετική σήμερα αν κατά τη διάρκεια της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας εκσυγχρονισμού της χώρας που επιχειρήθηκε κατά την πρώτη τετραετία Σημίτη, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός είχαν αναπτύξει τρόπους συνεργασίας ώστε η αριστερά να αποτελέσει τον καταλύτη στη μετεξέλιξη του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ σε ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως και τότε, όπως και τώρα κυριαρχούσαν οι κοντόθωρες αντιλήψεις ή είχαν τεθεί διαφορετικοί, «μεγάλοι» στόχοι. Και η ευκαιρία χάθηκε καθώς κυριάρχησαν οι ετερόκλητες δυνάμεις της αδράνειας. Όλες εκείνες που ξανα-συνασπίστηκαν για να ακυρώσουν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια των κυβερνήσεων του Γιώργου Παπανδρέου δέκα χρόνια μετά και αφού άφρονες πολιτικές είχαν ήδη οδηγήσει τη χώρα στην χρεοκοπία.
Στις δραματικές θεσμικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν τις ευρωεκλογές προς την οικοδόμηση μιας διαφορετικής Ευρώπης, η Ελλάδα πρέπει να εξακολουθήσει να βρίσκεται στον πυρήνα της. Σε αυτή την εθνική προσπάθεια, η κεντροαριστερά οφείλει να βάλει τη δική της σφραγίδα.