Μαρτυρία; Συναντήσεις με τον Μικη και τον Σεφέρη το 1966

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 03 Φεβ 2024

Πρέπει να ήταν Ιούνιος του 1966. Ήμουν ακόμη μαθητής της νύχτας στο νυκτερινό λύκειο στη Νίκαια ενώ εργαζόμουν την ημέρα στα ναυπηγεία (Αναστασιάδη – Τσορδανίδη) στο Πέραμα. (Λίγο μετά, τον Ιούλιο  1966, άρχισα  την άσκησή μου στη δημοσιογραφία στα ΝΕΑ δίπλα στους Α. Στάγκο, Μ. Παπάζογλου, Λίνα Αλεξίου στα εκπαιδευτικά θέματα – στην ιστορική  στήλη Νέα Γενιά). Ήμουν όμως και ενεργό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη στη Νίκαια (υπό τον Γ. Μασσαβέτα) και είχα αναπτύξει  στενή σχέση με τον Μ. Θεοδωράκη που τότε σύχναζε πολύ   στη Νίκαια καθοδηγώντας τους Λαμπράκηδες. Με τον  Θεοδωράκη οι συζητήσεις ήσαν για την πολιτική βέβαια αλλά πολύ περισσότερο για τον πολιτισμό, τη μουσική και ποίηση με κύριο άξονα τα έργα του πάνω στην ποίηση του Γ. Ρίτσου (Επιτάφιος), Γ. Σεφέρη (Επιφάνια) και Ο. Ελύτη (Άξιον Εστί). Η πιο επαναστατική πράξη, έλεγε , είναι η γραφή ενός ποιήματος ή μιας μουσικής που να συγκινεί το λαό. Που να  τον κάνει πιο ευαίσθητο, ονειροπόλο και  συνειδητοποιημένο. Οι ποιητές και οι μουσικοί είναι προφήτες,  «βλέπουν το μέλλον»(«εξόριστε Ποιητή στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;» - Ο. Ελύτης) . Και όταν ενώσουν τις δυνάμεις τους μπορούν να δημιουργήσουν επανάσταση. Αποκαλύπτουν «την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων».

          Ιδιαίτερη εντύπωση  μου είχαν προκαλέσει οι αναφορές του στην ποίηση του Γ. Σεφέρη που είχε μελοποιήσει,  τα Επιφάνια. Είχα ήδη διαβάσει ( στις περίφημες   Εποχές μεταξύ άλλων ) και «έψαχνα» την ποίηση του Γ. Σεφέρη από το 1963 όταν ο ποιητής έλαβε την κορυφαία παγκόσμια διάκριση,  το βραβείο Νόμπελ. Οι αναλύσεις  του Μίκη μου προκάλεσαν το ενδιαφέρον να γνωρίσω προσωπικά τον Σεφέρη. Αλλά δεν είχα καμιά δυνατότητα ή τρόπο. Ωστόσο, τον Ιούνιο 1966  ένα Σάββατο (ή Κυριακή)  ο Γ. Σεφέρης με τη σύζυγό του Μάρω ήταν στο Ηρώδειο στις πρώτες θέσεις στο κάτω διάζωμα και εγώ στις τελευταίες στο άνω. Στο τέλος της εκδήλωσης  έτρεξα και στα σκαλιά της εξόδου τον πλησίασα και με την αυθάδεια της νεότητας του μίλησα. Του είπα ότι διαβάζω την ποίησή του, με συγκινεί και γι’ αυτό ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω. Η αντίδρασή του ήταν τυπική, ολίγον στριφνή αλλά όταν με ρώτησε με τι ασχολούμαι και του εξήγησα «έγινε άλλος άνθρωπος». Όπως έγραψε η σύζυγός του Μάρω «με τους απλούς ανθρώπους είχε μια οικειότητα. Γιατί και ‘κείνος ήταν απλός». Με ρώτησε καθώς κατηφορίζαμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου εάν μου άρεσε κάποιο ποίημά του ιδιαίτερα. Του απάντησα «Στο Περιγιάλι το κρυφό» (Άρνηση) ιδιαίτερα στη μελοποιημένη του εκδοχή, ο Ερωτικός Λόγος ,  «Ο Τόπος μας είναι κλειστός» (από το Μυθιστόρημα) και ορισμένα άλλα. Τον ρώτησα τότε εάν θα μου πρότεινε ο ίδιος κάποιο ποίημά του που θα έπρεπε να διαβάσω και να προσέξω ιδιαίτερα. Χωρίς δεύτερη σκέψη μου απάντησε τα «Επιφάνια, 1937».  Το «Κράτησα τη Ζωή μου» που μελοποίησε ο Θεοδωράκης του είπα.  Ναι μου απάντησε, «για να μάθεις  πώς να κρατήσεις τη ζωή σου. Για να έχεις μια ποιητική  θεωρία  ζωής». Θεώρησα ότι αυτό ήταν το αγαπημένο ή ένα από τα αγαπημένα ποιήματα του Γ. Σεφέρη. Που έπρεπε να καταλάβω βαθειά. Στην επόμενή μας συνάντηση - συζήτηση ρώτησα  τον Θεοδωράκη «γιατί επέλεξε να μελοποιήσει τα Επιφάνια»; «γιατί κράτησα τη ζωή μου μαχόμενος», είπε. «Μαχόμενος ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα...».

Το ποίημα  γράφτηκε το 1937 όταν ο Σεφέρης υπηρετούσε στην Κορυτσά, σ΄ενα τραχύ πόστο και  ενώ είχε αρχίσει η ερωτική του σχέση με την Μάρω, Μαρία Ζάννου,  «σαν αντίδοτο στην μοναξιά του» (Βασίλης Παπαδόπουλος). Η καθηλωτική φράση «κράτησα τη ζωή μου»,  που επαναλαμβάνεται έξι φορές μέσα στο ποίημα, «δείχνει πως παλεύει με τη ζωή του» ( Β. Παπαπαδόπουλος- Διπλωματία και Ποίηση Η Περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, ΄Ικαρος).

          Επιφάνια, ένα ποίημα επομένως που δεν διακατέχεται από τον «καημό της ρωμιοσύνης» αλλά μάλλον από την αγωνία, τον καημό  του καθολικού ανθρώπου.   Άλλωστε, όπως είπε ο ίδιος ο Σεφέρης σε συνέντευξή του στον Γ. Πηλιχό στα ΝΕΑ (25 Οκτωβρίου 1963) μετά την ανακοίνωση της απονομής του Νόμπελ, «εκείνο που με κίνησε να μιλήσω με τη γλώσσα της ποιήσεως είναι η αγάπη, η συμπάθεια και η κατανόηση για τον άνθρωπο». (Ο Δ. Δασκαλόπουλος γράφει ότι «ολόκληρη η ποίηση του Σεφέρη διακατέχεται από αυτό που ο ίδιος ονόμασε «καημό της ρωμιοσύνης» - όχι). Δεν ξέρω άν το κατάλαβα. Αλλά, όπως και κάθε ποίημα,  το αισθάνομαι.  Το αισθάνομαι βαθειά.  Να  με  διαπερνά. Η κραυγή «κράτησα τη ζωή μου» με τη φωνή του Γρ. Μπηθικώτση αντηχεί  έκτοτε βαθειά μέσα μου ως προσευχή. Κράτησα τη ζωή μου σε ένα κυνήγι του ανέφικτου όπως ο Αλδεβαράν  - που μνημονεύει ο Σεφέρης -  στο κυνήγι των Πλειάδων, σε μια αέναη ματαίωση ίσως. Αλλά προσπαθώντας. Αν και στην εσωτερική μου επικοινωνία και διάλογο  «κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή...» δακρύζοντας καθώς...

          «ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

          να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν

          εκείνους

          που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους».

Πηγή: www.tanea.gr