Οι αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με το θέμα της Τουρκίας ασφαλώς και δεν ικανοποίησαν τις ελληνικές θέσεις. Αλλά, ήταν αναμενόμενες. Το στρατηγικό πλαίσιο και τα δεδομένα συμφέροντα ορισμένων κρατών δεν μεταβάλλονται αυτομάτως επειδή εμείς απλώς το επιθυμούμε. Αποτελούν ταυτόχρονα κι ένα σημαντικό βήμα που μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Συναφώς, οι αποφάσεις του Συμβουλίου θα πρέπει να εξεταστούν και υπό το φως της αναμονής της πιθανής πολιτικής στον τομέα των διατλαντικών σχέσεων και της Τουρκίας που αναμένεται να ακολουθήσει ο νέος αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και το επιτελείο του. Ας μην προτρέχουμε. Η αναθέρμανση των διατλαντικών σχέσεων θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη αλλά οι κρίσιμες παράμετροι δεν είναι ακόμα γνωστές..
Αναφορικά με τη Μεσόγειο, όπου κάποτε περιπολούσε ανενόχλητος ο 6ος αμερικανικός στόλος και από την οποία έχει εμφανώς αποσυρθεί η αμερικανική υπερδύναμη έχοντας στρέψει προσοχή και πόρους προς την Ασία και τον κινεζικό δράκο, αναμένεται με τεράστιο ενδιαφέρον υπό ποίους όρους συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ η Αμερική θα επιδιώξει την επάνοδό της στην περιοχή, σε ποιο βαθμό, με τι επιδιώξεις. Αυτονόητο ότι το θέμα μας αφορά άμεσα και καθοριστικά.
Τώρα που εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού άνοιξαν και τα βιβλιοπωλεία με την προσδοκία να παραμείνουν εφεξής ανοιχτά όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για σοβαρές αναλύσεις στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα μας στα οποία εισαγωγικά και επιγραμματικά αναφέρθηκα ανωτέρω είναι χρήσιμο και αναγκαίο να συμβουλευτούν το πρόσφατο βιβλίο
MARE NOSTRUM: ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΙΣΧΥΟΣ
ΣΤΟΝ
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
Γεωπολιτικές και Γεωοικονομικές Προκλήσεις, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ. 706, Αθήνα Σεπτέμβριος 2020,
που επιμελείται ο Σωτήρης Ντάλης, καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, όπου διδάσκει σε Προπτυχιακά και Μεταπτυχιακά Τμήματα θέματα διεθνών σχέσεων, διεθνούς πολιτικής και ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο Πρόλογος και η Εισαγωγή του Σ. Ντάλη στον ογκώδη αυτόν τόμο παρέχει το περίγραμμα και επισημαίνει την κρισιμότητα των θεμάτων τα οποία διαπραγματεύονται όσοι συμβάλλουν στον πολύ σημαντικό αυτό τόμο, πολιτικοί, διεθνολόγοι, διπλωμάτες, αναλυτές, δημοσιογράφοι. Θέματα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το κυπριακό και οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οι ανακατατάξεις ισχύος στη Μεσόγειο και τη Μέσα Ανατολή, ο ρόλος των αγωγών, η προσφυγική κρίση και το μεταναστευτικό ζήτημα. Πρόκειται για μια εξαιρετική προσπάθεια αντιμετώπισης των θεμάτων από τις πιο σημαντικές οπτικές γωνίες και ως εκ τούτου αποτελεί ένα πολύτιμο βοήθημα και εργαλείο σφαιρικής κατανόησης των θεμάτων αυτών που απασχόλησαν και διαρκώς θα απασχολούν στο εγγύς και απώτερο προβλεπτό μέλλον την ελληνική πολιτική.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα προβλήματα με την Τουρκία επιλυθούν ειρηνικά, ήτοι δια της διπλωματικής οδού και της από κοινού, δια του συνυποσχετικού (compromis), προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, λύσεις που θεωρητικά θα προσφέρουν κάποια ασφάλεια δικαίου και σταθερότητα στην περιοχή, το μακροπρόθεσμο πρόβλημα της τουρκικής ισχύος θα παραμείνει. Η Ελλάδα δεν μπορεί μόνη της να αντιπαρατεθεί στην τουρκικά ισχύ δημογραφικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Κατά συνέπεια, χρειάζεται τόσο ένα ισχυρό δίκτυο συμμαχιών όσο και οικονομικά έξυπνες και τεχνολογικά προηγμένες λύσεις πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ήτοι μια ευέλικτη στρατηγική βάθους που θα λαμβάνει υπόψη της τον μεταβαλλόμενο συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή. Διότι, οι διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις και το Διεθνές Δίκαιο μπορούν μεν να μετριάσουν αλλά όχι να υποκαταστήσουν τους συσχετισμούς ισχύος που δεν είναι εσαεί σταθεροί και αμετάβλητοι.
Γι αυτό απαιτείται η άμεση ενίσχυση της δικής μας δύναμης αποτροπής. Κάθε αποτροπή είναι αξιόπιστη μόνο όταν ο αντίπαλος γνωρίζει σαφώς ότι τα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει από μια επιθετική ενέργεια (εδαφικά, πολιτικά, γεωπολιτικά, στρατηγικά και λοιπά) είναι κατά πολύ λιγότερα από τις ζημίες που θα μπορούσε να υποστεί από την αντίδραση της άλλης πλευράς, ζημίες, βέβαια, που να καθιστούν το εγχείρημα εξαιρετικά ασύμφορο από κάθε άποψη. Χωρίς να αποκλείεται, βέβαια, και η ανεξέλεγκτη είσοδος στο Φρενοκομείο πέραν κάθε λογικής. Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στις διεθνή σκηνή ούτε στην ελληνική ιστορία.
Ο στόχος της επανέναρξης των ελληνοτουρκικών συνομιλιών που διακόπηκαν μετά από χρόνια άκαρπων «διερευνητικών» συνομιλιών το 2016 υπό όρους που δεν θα είναι δυσμενείς για την ελληνική πλευρά είναι θεμιτός και εφικτός. Ιδιαίτερα μάλιστα και καθοριστικά αν δείξουμε αποφασιστικότητα σχετικά με τις βέβαιες αντιδράσεις μας απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο σκόπιμης εμπλοκής της αντίπαλης πλευράς. Καμιά επίσημη διαπραγμάτευση δεν είναι νοητή υπό το κράτος απειλών κατά της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Γι αυτό η στάση των κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να αποβάλλει ευτελείς μικροκομματικούς υπολογισμούς. Ούτε τα ίδια ωφελούν. Τι ισχυροποιεί περισσότερο μια χώρα έναντι ακόμα συνομιλητών καλής θέλησης, ακόμα και συμμάχων της; Η επίκληση κάθε κυβέρνησης και του Π/Θ της ότι απειλείται από την αντιπολίτευση με μαξιμαλιστικές θέσεις ή ότι συνομιλεί και διαπραγματεύεται με δεδομένη την αρραγή εθνική ενότητα και την σύμπνοια των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων; Η χρησιμότητα του «βυθίσατε το Χόρα» για το εθνικό συμφέρον δεν έχει αποδειχτεί, ενώ αντίθετα η συμπαγής εθνική ενότητα σχετικά με τα κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής έχει πετύχει θαύματα. Είναι απορίας άξιον πώς η φαινομενική συνηγορία των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, που εξ ορισμού συνεπάγεται παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, συμβιβάζεται με εξόφθαλμα ακραίες, ανεδαφικές και τελικά επιβλαβείς θέσεις σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο αντι-αμερικανισμός παλαιόθεν και νυν και ο πρόσφατος αντιευρωπαϊσμός και αντι-γερμανισμός παρά τα οποιαδήποτε δικαιολογημένα παράπονα έβλαψαν και βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα της χώρας. Καμιά μακροπρόθεσμης εμβέλειας εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε άγριες και άναρθρες κραυγές εθνικιστικού παροξυσμού και πλειοδοτικής πατριδοκαπηλίας. Επομένως, η εκπαίδευση των πολιτών και της κοινής γνώμης σε θέματα που αναπόφευκτα καταλήγουν σε αμοιβαίως αποδεκτές θέσεις, συμβιβασμούς και πάρε-δώσε αποτελεί ευθύνη όλων των πολικών δυνάμεων.
MARE NOSTRUM: H Θάλασσά μας. Έτσι αποκαλούσαν τη Μεσόγειο οι Ρωμαίοι. Από την εποχή του Καίσαρα το 27 π.χ. τίτλο που επενδύθηκε ο Γάιος Οκτάβιος ο οποίος κέρδισε τον εμφύλιο πόλεμο για τον έλεγχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατανικώντας τον Αντώνιο και το ναυτικό της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία στο Άκταιο, έξω από την Πρέβεζα, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, μέχρι τον Μάρκο Αυρήλιο γύρω στο 180 μ.χ. για 200 περίπου χρόνια δηλαδή, στη Μεσόγειο επεκράτησε ειρήνη. Η Ειρήνη, φυσικά, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Pax Romana) με όσα συνεπάγεται η απόλυτη κυριαρχία μιας αυτοκρατορίας για τα υποτελή κράτη. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι επρόκειτο για τη «Χρυσή Εποχή» της αυτοκρατορίας, πριν την επέλαση των βαρβάρων και την κατάλυσή της.
Σήμερα, οι δυνάμεις που δρουν στη Μεσόγειο είναι τελείως διαφορετικές και η Θάλασσα διεκδικείται από πολλές και αντίπαλες δυνάμεις. Η Pax Americana δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή κι είναι αβέβαιο εάν μπορεί έστω και μερικώς να ανασυσταθεί. Ούτε μπορεί να την αντικαταστήσει η ΕΕ που δεν διαθέτει ούτε τις δυνάμεις ούτε την κοινή πολιτική ούτε τους κατάλληλους θεσμούς, μηχανισμούς λήψης γρήγορων αποφάσεων αν όχι τη βούληση. Τι ακριβώς σημαίνει και τι ακριβώς συνεπάγεται η επαγγελία μιας Pax Mediterranea του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν κι αν η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει ενεργό και αναντικατάστατο παίκτη μιας νέας Ειρήνης στη Μεσόγειο είναι θέμα προς συζήτηση κι απομένει να διαπιστωθεί στην πράξη. Βρισκόμαστε μάλλον ακόμα στο στάδιο της αφύπνισης, του σχεδιασμού και των προκαταρκτικών κινήσεων. Σημασία έχει η χώρα να είναι ενεργώς παρούσα στις διεργασίες αυτές. Η περίοδος είναι προδήλως μεταβατική. Το Μεταίχμιο των πολλαπλών προκλήσεων για τη χώρα μας ορατό δια γυμνού οφθαλμού.