Αυτό δεν είναι τραγούδι #1423
DJ της ημέρας, το dim/art
Ο Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 – 22 Ιουλίου 2018) μας άφησε χρόνους. Και βιβλία (ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μυθιστορήματα). Και κοντά στα 500 τραγούδια με δικούς του στίχους – πολλά εκ των οποίων, αριστουργήματα. Στα τέσσερα χρόνια ζωής που μετράει η καθημερινή στήλη του dim/art «Αυτό δεν είναι τραγούδι», έχουμε ανεβάσει πέντε τραγούδια του (ένα από αυτά, δύο φορές). Τα αναδημοσιεύουμε σήμερα όλα μαζί, εις μνήμην και ως ελάχιστο φόρο τιμής. Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Μάνος Ελευθερίου. Θα μας λείψει.
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #531 (10/12/2015)
DJ της ημέρας, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα
Λατρεύω τα οδικά ταξίδια. Έχουν μια μελωδία κρυφή, ανείπωτη. Και μελαγχολία. Έκανα ελάχιστα ταξίδια σε δρόμους που έμοιαζαν να μην έχουν τέλος. Και πάντα ανυπομονούσα να φτάσω, ούτε και ‘γω ξέρω πού. Ίσως γιατί φοβόμουν τη θλίψη των τόπων που αφήνεις τόσο γρήγορα πίσω σου, χωρίς να τους δεις, να τους νιώσεις, να τους γνωρίσεις ουσιαστικά. Μόνο μια φευγαλέα ματιά, άλλοτε κουρασμένη κι άλλοτε εκστατική. Τις πιο πολλές φορές, μάτια θλιμμένα πάνω σε τόπους περαστικούς και σταθμούς. Σαν τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας. Βιαστικά.
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #571 (19/01/2016)
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Σίγουρα θα συμβαίνει και σε άλλους να τους αρέσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το γιατί. Δεν μιλάω για guilty pleasures (αυτή είναι άλλη κατηγορία), αλλά για καλά τραγούδια, που όμως δεν ανήκουν στο είδος που συνήθως ακούει κανείς, που βρίσκονται εκτός της θυμικής του εμπειρίας.
Το «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» είναι μια τέτοια περίπτωση για μένα. Ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η Βίκυ Μοσχολιού (και όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και λιγότερο). Ούτε και με τον Γιάννη Σπανό είχα κανέναν καημό. Καλός συνθέτης ο ένας, καλή τραγουδίστρια η άλλη, αλλά έξω από μένα. Αντίθετα, τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου πάντα τους έβρισκα τουλάχιστον ενδιαφέροντες. Συνεπώς, τώρα που κάθισα να σκεφτώ τι μου αρέσει στο συγκεκριμένο τραγούδι, ήταν λογικό να ξεκινήσω από τους στίχους. Τους παραθέτω:
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που ’ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Ναι, οι στίχοι είναι καλοί· πολύ καλοί. Ερωτικοί, αλλά όχι κραυγαλέοι, χωρίς καμία από τις απαγορευμένες λέξεις του κλισεδολόγιου. Και λένε μια ιστορία, πράγμα που εκτιμώ ιδιαιτέρως στα τραγούδια. Και πάλι, όμως, αυτό από μόνο του δεν δικαιολογεί τον τρόπο που με πιάνει αυτό το τραγούδι. (Εδώ να διευκρινίσω ότι δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνει κανείς πάντα γιατί του αρέσει κάτι, ειδικά στην τέχνη. Αντιθέτως, μερικές φορές είναι καλύτερα μερικά πράγματα να μένουν ανεξήγητα.)
Και ως σύνθεση, πολύ καλό είναι. Δεν έχω ακούσει τα άπαντα του Σπανού, αλλά μάλλον είναι από τις καλύτερες στιγμές του – αν όχι η καλύτερη. Και η Μοσχολιού πολύ καλά το λέει. Το έχουν πει και άλλες, μεταξύ των οποίων και η Χαρούλα Αλεξίου, την οποία γενικά ξεχωρίζω, αλλά η ερμηνεία της Μοσχολιού είναι η καλύτερη.
Συνοψίζω: τρεις άνθρωποι στα καλύτερά τους φτιάχνουν ένα τραγούδι που με συγκινεί όποτε κι αν το ακούσω. Τι άλλο θέλω επιτέλους; Τίποτα. Απλώς αναρωτιέμαι: τα τραγούδια του είδους έντεχνο-με-μπουζούκι (με την έμφαση στο έντεχνο, όχι στο μπουζούκι) με αφήνουν αδιάφορο – κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί συνήθως με εκνευρίζουν. Τότε, τι το τόσο ξεχωριστό βρίσκω –ασυνείδητα, έστω– στη «Μαρκίζα»; Με τα πολλά, έχω (σχεδόν) καταλήξει: πρέπει να είναι (εκτός όλων των άλλων) η δομή.
Εδώ δεν υπάρχει η κλασική δομή κουπλέ-ρεφρέν (όσα χωράνε στο τρίλεπτο). Οι τέσσερις στροφές επαναλαμβάνονται ανά δύο, με την αποκορύφωση (συνθετική και στιχουργική – και, εντέλει, ερμηνευτική) στον 3ο και 4ο στίχο της 2ης και 4ης στροφής.
Ωραία, το έλυσα κι αυτό. Τώρα;
Προφανώς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι (ακόμα κι αν αυτό-δεν-είναι-τραγούδι): αν σου αρέσει κιόλας, ακόμα καλύτερα.
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #648 (5/4/2016)
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Δεν έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα. Από τσιμέντα ξέρω μόνο, κι από σαράντα κύματα. Επίσης, δεν χορεύω, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Ο ρυθμός κι εγώ είμαστε δυο ξένοι στην ίδια πόλη.
Όταν λέω ότι δεν χορεύω, δεν λέω την πάσα αλήθεια. Μόνος μου χορεύω μια χαρά. Ότανυπάρχει λόγος. Γενικά διαλέγω Ramones, και ειδικά το “Somebody put something in my drink”. Προφανώς.
Χορεύω και σε γάμους. Αναγκαστικά («Σήκω να χορέψεις ή σήκω και φύγε από το γλέντι μου»). Συνήθως με τραβολογάνε σ’ εκείνους τους κυκλικούς χορούς που απλώς περπατάς γύρω-γύρω κρατώντας άγνωστους από το χέρι. Μικρό το κακό: κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται σε τέτοιες φάσεις έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ενίοτε χορεύω οικειοθελώς και παρουσία κόσμου. Σπανίως, αλλά έχει συμβεί. Και καμιά φορά θυμάμαι και λεπτομέρειες. Όπως:
- Χαρές στην παρέα: ο κολλητός μου παντρεύεται την μετέπειτα καλύτερή μου φίλη. Εγώ κουμπάρος. Πολιτικός ο γάμος, ανώδυνη εμπειρία: μια υπογραφή έβαλα και καθάρισα.
Ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι σε αυλή. Έχει κανονιστεί να χορέψω βαλς με την κουμπάρα. Έχουμε κάνει και πρόβες (control freak η κουμπάρα) και έχω μάθει τουλάχιστον να μην την πατάω. Το άγχος μου τρελό γιατί δεν έχω προλάβει να πιω τόσο που να μη δίνω δεκάρα. Χορεύουμε το ρημαδο-βαλς, χωρίς απρόοπτα για πρωτοσέλιδο. Εγώ μετράω από μέσα μου τα βήματα, λες και επίκειται μονομαχία για λόγους τιμής. Έχω μια φωτογραφία από το σκηνικό, όπου δείχνω να τραβάω μέγιστο ζόρι. Όταν με ρωτάνε γιατί μοιάζω με αναστενάρη, απαντάω «γιατί μετράω από μέσα μου, it’s the final countdown». Τελειώνει η παρωδία, μας παίρνουν με τα παλαμάκια, λάμπει η κουμπάρα, όλα καλά.
Περνούν ώρες, γλέντι τρελό. Κάποτε αρχίζει να αραιώνει ο κόσμος. Αποχωρούν πρώτοι οι ηλικιωμένοι, μετά οι μεσήλικες και μένουν μέχρι πρωίας τα ατίθασα νιάτα. Στο μεταξύ, έχω πιει τόσο που απαγορεύω το κάπνισμα σε ακτίνα δύο μέτρων τριγύρω μου γιατί το αλκοόλ εξατμίζεται από τους πόρους μου και μπορεί ν’ αρπάξει φωτιά η αποθήκη του Σαμ, να κινδυνεύσει η Λόλα κι όλα τα σχετικά.
Είμαι έτοιμος να χορέψω πραγματικά. Περφόρμανς και ινσταλέισον μαζί. Θέλω ζεϊμπέκικο (που δεν έχει και βήματα – δεν είμαι σε θέση να μετρήσω ούτε μέχρι το ένα). Ρωτάω τον πιτσιρικά που βάζει τα διασκάκια αν υπάρχει “Η Διαθήκη”. Υπάρχει. Το βάζει. Σηκώνομαι.
Από εκείνα τα τρία λεπτά δεν θυμάμαι τίποτα. (Εδώ δεν βρέθηκε ένας να με βγάλει φωτογραφία – όλοι οι φωτογράφοι είχανε γίνει λαμπιόνια, τρομάρα τους.) Όταν τελειώνει το τραγούδι, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και σαν υπνωτισμένος. Κάτι έχω κάνει, γιατί έχει πέσει μούγκα. Η κουμπάρα έρχεται, με αγκαλιάζει και μου λέει στο αυτί: «Αυτό είναι το δώρο που δεν θα ξεχάσω ποτέ». Κλαίει; Όχι. Άλλα η ένταση στο βλέμμα της με ξεμεθάει, συνέρχομαι. Εκείνη η αγκαλιά με έκαψε. Έγινα δώρο φλαμπέ.
Το τραγούδι αυτό δεν το ξανακούσαμε ποτέ μαζί, ως παρέα. Ούτε ξαναειπώθηκε ποτέ τίποτα για το σκηνικό. Άβατον. Ήταν τραγική η επιλογή μου για γλέντι γάμου; Όχι. Μερικά πράγματα γίνονται για να βγάλει η τύχη κακό όνομα. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η φίλη μου αρρώστησε και πέθανε λίγο μετά τα σαράντα της. Αργά το βράδυ της κηδείας, μείναμε στο τέλος ο κολλητός μου κι εγώ, μόνοι μας στο σπίτι. Φορτωμένοι και ταυτόχρονα άδειοι.
Σιωπή.
«Θυμάσαι τότε που χόρεψες τη “Διαθήκη”;»
Θυμόμουν. Κατένευσα.
«Το ξέρεις ότι αυτό, που καθόμαστε εδώ μόνοι μας, στο σπίτι της, μετά την κηδεία της, και θυμόμαστε τον χορό σου το είχα δει από τότε;»
Ξαφνιάστηκα.
«Γρουσουζιά;»
«Όχι, ρε! Τύχη! Ήμασταν τυχεροί. Ζήσαμε μια καλή ζωή».
«Ώρα είναι να το βάλεις τώρα να το χορέψω!»
«Δεν χρειάζεται. Μια φορά φτάνει για μια ζωή».
Χαμογέλασε όπως μόνο όποιος έχει περάσει θάνατο κι έρωτα μαζί ξέρει: με χαρούμενη λύπη.
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #696 (23/5/2016)
DJ της ημέρας, ο Βασίλης Λουλές
«…Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια…»
Είναι κάποιες φορές που δεν αρκεί ούτε η αφήγηση ούτε η ποίηση ούτε καν το παραμύθι για να παρηγορηθείς. Και τότε πιάνεσαι από τα παλιά και τα σίγουρα, αυτά που θαρρείς πως είναι στέρεα. Χα!
Όπως αυτό εδώ το θρυλικό τραγούδι «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Τραγουδισμένο από μια φωνή που, παιδάκι ακόμα, όταν την άκουσα εκείνο το αρχαίον έτος 1973 μ.Χ, με σημάδεψε. Και μαζί μ’ αυτήν (και μ’ εκείνη του Νίκου Ξυλούρη) αγάπησα και τα κρητικά τραγούδια.
Ακούω το τραγούδι σ’ αυτήν εδώ την πρώτη εκτέλεση, από την ηχογράφηση του δίσκου «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου, παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.
Στέκομαι επιφυλακτικός (τώρα πια) απέναντι στον επικό βηματισμό του ρυθμού που κουβαλάει αυτούς τους τρυφερούς και σκοτεινούς συνάμα στίχους (που ταιριάζουν τόσο σε πολιτική ανάγνωση όσο και σε υπαρξιακή προσέγγιση) και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν άραγε μια σύγχρονη μουσική σύνθεση πάνω σ’ αυτά τα λόγια.
Προσπαθώ να καταλάβω αν η «ξενητειά» για την οποία μιλάνε οι στίχοι είναι μόνον η ξενητειά των πολιτικών εξόριστων της χούντας (σε χώρες της τότε Δυτικής Ευρώπης) και των πολιτικών προσφύγων (σε χώρες της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ευρώπης), αν είναι κι ο ξενητεμός των οικονομικών μεταναστών της εποχής ή αν είναι και η ακόμα πιο μεγάλη ξενητειά, η αποξένωση από το χρόνο κι από τα συναισθήματα — αυτή η διαχρονική νόσος.
Μένω να θαυμάζω ξανά και ξανά τη συστολή, την «παληομοδίτικη» φυσική ομορφιά και την υπέροχη κρητική προφορά του Χαράλαμπου Γαργανουράκη.
Συγκινούμαι από την παρουσία του μεγάλου Αριστείδη Μόσχου στο σαντούρι (αυτό το «γκλιν-γκλιν» που μου άρεσε πολύ και με ανατρίχιαζε), αλλά και από την σιωπηλή παρουσία, εκεί στην αρχή αυτής της κινηματογράφησης, ενός κιθαρίστα που δεν παίζει, αλλά που έμελλε να αλλάξει ριζικά το τοπίο της ελληνικής ροκ μουσικής στα επόμενα χρόνια (προτού χαθεί πρόωρα): του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Και αναρωτιέμαι, τι είναι τελικά πιο «χαμένο» στο χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα ή από την αρχή (τότε) της εφηβείας μου μέχρι τώρα: τα λόγια ή τα χρόνια;
Κι όσο τα νοιώθω όλα αυτά λοιπόν τόσο φτάνω σχεδόν να πιστέψω ότι κι αυτό ακόμα το αποψινό καταφύγιο παρηγοριάς δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακόμα αυταπάτη (ή προδοσία), κάποια ακόμα «λόγια» που προσπαθούν να κρύψουν τα «χαμένα χρόνια».
Και, πράγματι, θα ήταν ίσως έτσι, αν δεν υπήρχε ένας και μόνο στίχος, που με το ανέβασμα της μουσικής κλίμακας και με το τσάκισμα της καθαρής φωνής αυτού του μοναδικού τραγουδιστή αναδεικνύει το μέγεθος του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου και αφήνει να μπει φως στον σκοτεινό κόσμο που περιγράφει:
«…κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια…»
Τραγούδι: Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Πρώτη ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης
Δίσκος: Θητεία (1974)
Η ηχογράφηση του τραγουδιού ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973,
παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
αλλά τελικά ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1974.
Μετά την πτώση της χούντας, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς,
κάποιοι στίχοι του τραγουδιού, που είχαν τροποποιηθεί λόγω της λογοκρισίας,
αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή.
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #713 (9/6/2016)
DJ της ημέρας, η Νατάσσα Συλλιγνάκη
Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια πάντα — αν έφτιαχνα λίστα, θα ήταν στο top-10 μου σίγουρα. Οι λόγοι πολλοί: οι καταπληκτικοί στίχοι του Μάνου Ελευθερίου (δεν είσαι, δεν θα ‘πρεπε να τολμάς να λέγεσαι ποιητής αν δεν έχεις γράψει τουλάχιστον ένα τέτοιο ποίημα), γραμμένο το ’71, χρονιά του θανάτου του Σεφέρη (που μπορεί να εξηγεί και τις πολλές αναφορές σ’ αυτόν). Η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, τέλεια ταιριασμένη, μια σχεδόν απλή επαναλαμβανόμενη μελωδία. Η πρώτη ερμηνεία στη «Θητεία», με τον δωρικό Χαράλαμπο Γαργανουράκη (και τον Λάκη Χαλκιά, και την Τάνια Τσανακλίδου) να σημαδεύει τις πρώτες συναυλίες της μεταπολίτευσης — και να φέρνει, μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη, την Κρήτη σ’ όλη την Ελλάδα, σε μη-κρητικά τραγούδια. Νωπές οι εικόνες ακόμα στο δικό μου μυαλό.
Ο 16χρονος γιος μου, πάλι, δεν έχει τις δικές μου αναμνήσεις. Ακούει όμως «τέτοια» μουσική από τότε που γεννήθηκε. Και πρόσφατα έχει εκτιμήσει αυτό το ποίημα-τραγούδι. Μελετά τους στίχους, ψάχνει τα νοήματα, το ακούει συχνά — το ξέρει πια απ’ έξω. Και κάποια στιγμή μου είπε «μα γιατί δεν μας το μαθαίνουν αυτό αντί για ιστορία στο σχολείο; Μισό τόμο θα γλιτώναμε!»
Τη Δευτέρα, απαλλαγμένος από τις εξετάσεις, θα πάει με την παρέα του να τ’ ακούσει από τον Γιάννη Χαρούλη. Εδώ, στη γειτονιά μας. Και θα βγω κι εγώ στο μπαλκόνι να τους ακούω να τραγουδάνε:
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
***
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1396 (24/6/2018)
DJ της ημέρας, η Ουρανία Σόκαλη
Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ένα τραγούδια που 44 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ακούγεται ακόμα. Από τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη μέχρι τον Γιάννη Χαρούλη, τρεις γενιές ερμηνευτών (και ακροατών, κατά συνέπεια) το κρατούν με μεγάλη επιτυχία στην επικαιρότητα. Θεωρείται ήδη κλασικό. Και δικαίως: πρόκειται για μεγάλο τραγούδι.
Περιλαμβάνεται στον δίσκο Θητεία, ο οποίος ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1973 (σε μια μεγάλη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας) και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1974, δηλαδή λίγους μήνες πριν πέσει η χούντα. Ο δίσκος περιλαμβάνει 9 τραγούδια σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους Μάνου Ελευθερίου. Τραγουδούν οι Λάκης Χαλκιάς, Χαράλαμπος Γαργανουράκης και Τάνια Τσανακλίδου. (Για τους δύο τελευταίους, μάλιστα, αυτή ήταν η πρώτη τους δισκογραφική εμφάνιση.)
Τα τραγούδια, πριν ηχογραφηθούν, τα είχε παρουσιάσει ο Νίκος Ξυλούρης στη Λήδρα το 1973. Το φυσιολογικό θα ήταν να τα πει και στον δίσκο. Όμως, στο μεσοδιάστημα ο Μαρκόπουλος παρεξηγήθηκε με τον Ξυλούρη (δεν ξέρω τον λόγο, αλλά έχοντας ακούσει ιστορίες για τους δύο πρωταγωνιστές θεωρώ βέβαιο ότι ο συνθέτης παρεξηγήθηκε μόνος του· ο Ξυλούρης ήταν άγιος!), και για να τον πικάρει, φώναξε στη θέση του τον Γαργανουράκη που τότε ήταν ακόμα άγνωστος στην Αθήνα. (Ο οποίος Γαργανουράκης δεν ήξερε αυτό το παρασκήνιο, και όταν αργότερα –μετά την κυκλοφορία του δίσκου– το έμαθε, έγινε έξαλλος με τον Μαρκόπουλο: αν το ήξερε, δεν θα έμπαινε στη μέση – γιατί ο Ξυλούρης, είπαμε, ήταν άγιος!)
Τα «Μαλαματένια λόγια» δεν ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου: το πρώτο της πρώτης πλευράς, «Τα λόγια και τα χρόνια», ακουγόταν περισσότερο τότε. (Και τα δύο, πάντως, κέρδισαν το στοίχημα του χρόνου.) Το τραγούδι αποτελείται από 8 στροφές των 6 στίχων, με ομοιοκαταληξία της μορφής Α-Β-Α-Β-Α-Β. Δεν υπάρχει ρεφρέν: και οι 8 στροφές ακολουθούν τη βασική μινόρε μελωδία. (Την οποία μελωδία, λέγεται πως ο Μαρκόπουλος την είχε γράψει σε ηλικία 13 ετών για να επενδύσει με δική του μουσική τα κάλαντα!)
Οι στίχοι είχαν ήδη δημοσιευτεί στην τρίτη ποιητική συλλογή του Ελευθερίου, τα Ξόρκια(1973). Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ποιήματος και στίχων. Η σειρά των στροφών είναι διαφορετική (επιλογή του Μαρκόπουλου) και από το τραγούδι λείπει η τελευταία στροφή του ποιήματος. (Για την ιστορία, η στροφή που λείπει: Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι / τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί. / Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι / ληστές να τις φυλούν και θυρωροί. / Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον Άδη / και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.) Επίσης, η λογοκρισία της χούντας ζήτησε δύο αλλαγές: η «Παρασκευή» (γιατί Παρασκευή έγινε το πραξικόπημα – και μάλιστα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1967) μετατράπηκε σε «μέρα κακή» και η «συμμορία» (γιατί η συμμορία είναι λέξη που αρέσει στις συμμορίες) σε «κομπανία». Βέβαια, οι στίχοι βρίθουν αναφορών οι οποίες, για κάποιον λόγο, δεν ενόχλησαν τους λογοκριτές. Περίεργο. Δεν θα περίμενε κανείς να πιάσουν τις αναφορές στον Σεφέρη (ο θάνατος του οποίου το 1971 έχει συνδεθεί με μια ιστορική διαδήλωση στην Αθήνα), αλλά, όσο ανόητοι και να ήταν, δεν εξηγείται πώς άφησαν αναφορές που βγάζουν μάτια, όπως, λ.χ., η «Καισαριανή». Ίσως τα αντανακλαστικά τους να είχαν ατονήσει μπροστά στο προδιαγεγραμμένο τέλος.
Οι στίχοι είναι εξαιρετικοί. Η ιστορία αλλιώς. Λόγω των συνθηκών (η χούντα δεν τελείωσε το ’73, κυριολεκτικά), δεν λένε τα πράγματα με το όνομά τους – και αυτό τελικά λειτουργεί υπέρ τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, κατά κανόνα, ο ποιητής επωφελείται λογοκρινόμενος!) Πολλές οι αναφορές, πολλές και οι ερμηνείες. Δεν θα μπω στην κουβέντα, είναι άχαρη. Ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας, καλώς το καταλαβαίνει. Έτσι λειτουργεί το πράγμα. Δεν αντιλέγω πως είναι κέρδος να πάει κανείς από το τραγούδι στην «Ελένη» και στο «Επί ασπαλάθων» του Σεφέρη. Αλλά η αμεσότητα ενός τραγουδιού υπερβαίνει τα φιλολογικά δεκανίκια: είναι κι αυτό μέρος της δύναμής του στο πεδίο της λαϊκής τέχνης.
Δύσκολοι στίχοι, αλλά πέρασαν (με διάφορους τρόπους, έστω) στον κόσμο. Μέχρι και ο Γιώργος Ζαμπέτας, όταν τους άκουσε, «σκάλωσε». Αξίζει να παραθέσω πώς αφηγείται το περιστατικό ο ίδιος ο Ελευθερίου:
– Γράψατε 400 και πλέον τραγούδια σε πέντε δεκαετίες, ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σας θητείας στα Γιάννενα. Πώς ήταν η διαδρομή μέχρι σήμερα;
– Ήταν δύσκολη. Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έγραψα λαϊκά – ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσα. Ιδιαίτερα με τον εξαίσιο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος ήταν και στενός μου φίλος. Κάποτε θέλησε να του διαβάσω ένα-δυο τραγούδια που είχε μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. «Για να δούμε τι άλλα τραγούδια γράφεις;», μου είπε. Του διάβασα ένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι. Ήταν τα «Μαλαματένια λόγια». Το άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε μού είπε: «Βρε Μάνο μου, είναι ωραία αυτά που γράφεις, αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο».
[από συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου με τη Γιώτα Συκκά στην Καθημερινή, 4/9/2016]
Από αυτήν την «κατάθεση στον Άρειο Πάγο», θα κλείσω με το δικό μου αγαπημένο απόσπασμα: Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία / που στράγγιξες χαμένα μια γενιά / καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία / και να ’σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά. Δεν έχω ακούσει/διαβάσει καλύτερο «άδειασμα» της Ωραίας Ελένης!
Μαλαματένια λόγια
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να ’σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το ’φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
* * *