—Του Βαγγέλη Αρναουτάκη—
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου του 1921. Ήταν το τρίτο παιδί του Διαμαντή Χιώτη από το Λεωνίδιο Κυνουρίας και της Μαρίας από το Ανάπλι. Οι γονείς του ζούσαν έντονη ζωή ανάμεσα στα σαλόνια και τα χαμαιτυπεία της εποχής, ανάμεσα στους μικροαστούς, τους λαϊκούς και τους λούμπεν. Η Μαρία είχε ένα από τα πιο αριστοκρατικά μπαρ του Ναυπλίου με όμορφες κοπέλες στη δούλεψή της και αριστοκρατική πελατεία και ο Διαμαντής ήταν ένας σκληρός, δύσκολος άντρας, χαρακτηριστικός τύπος ρεμπέτη με καφενεία και ταβέρνες στην Αθήνα της δεκαετίας του 30, που είχε άσχημο τέλος. Γύρω στο 1940 δολοφονήθηκε έξω από το μαγαζί του, που ήταν στη γωνία Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου. Ο Μανώλης Χιώτης μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στον Τενεκέ Μαχαλά μέχρι τα εφτά του χρόνια και μετά στις προσφυγογειτονιές της Πρόνοιας του Ναυπλίου όπου και ήρθε, για πρώτη φορά, σε επαφή με τη μουσική και τα αυτοσχέδια όργανα. Βάζοντας δυο συρμάτινες χορδές σε ένα παλιόξυλο έφτιαξε το πρώτο του έγχορδο και σχημάτισε τις πρώτες δικές του νότες. Εκείνη την εποχή έπιασε στα χέρια του την κιθάρα και λίγο μετά σε ηλικία 12 ετών πήρε μαθήματα βιολιού στο ωδείο του Ναυπλίου, ενώ έπαιζε και ούτι αφού ήρθε κοντά με μουσικούς που κουβάλαγαν τους ήχους και τις μνήμες της προσφυγιάς. Στα μέσα της δεκαετίας του 30 βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του Μιχάλη και ανέβηκε στο πάλκο του καφενείου που είχε ο πατέρας του, Ζήνωνος και Κεραμικού, με τη μεσολάβηση του οποίου ήρθε σε επαφή με τον Μπαγιαντέρα. Αμέσως μετά βρέθηκε, στο Δάσος στο Βοτανικό, με τα πρώτα ονόματα της εποχής, τον Μάρκο, τον Δελιά, τον Μπάτη και τον Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Χατζηχρήστο και άλλους. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο και έμεινε για τρία χρόνια στο σπίτι του. Ο Σπιτάμπελος ήταν ένας αριστοκρατικός χαρισματικός μουσικός που μετάγγισε στον Χιώτη τη μέχρι τότε συσσωρευμένη γνώση του και τον ενέπνευσε με τις πρωτοποριακές ιδέες του για τη μουσική και τα όργανα. Αυτές οι εφηβικές εμπειρίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενηλικίωσή του Χιώτη ως μουσικού.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» με την επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή αφηγείται:
«Με τον Μανώλη το Χιώτη παίζαμε πολύ καιρό μαζί στη Κατοχή. Αυτός όμως είχε βγει από πριν το πόλεμο στη δουλειά. Το 1938-39. Τον κουβάλαγε μαζί ο πατέρας του, ο γέρο Διαμαντής. Καλός μάγκας ο πατέρας του. Τον σκότωσαν, τότε, μπαμπέσικα, αλλά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ένας τσάμπα μάγκας τον σκότωσε από πίσω με κάτι μαχαιριές. Ο δάσκαλος του Χιώτη είναι ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος. Αυτός ήταν μάστορας στο όργανο. Τρέλα! Δεν γνώρισα άλλον στη ζωή μου. Ήταν τρελός, έκανε καταχρήσεις, δεν είχε πολύ μυαλό και ζήλο για δουλειά. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ένα παίξιμο, λέμε, όλο μαγεία! Απ’ αυτόν πήρε μαθήματα ο Μανώλης ο Χιώτης. Απ’ αυτόνε ο Καπλάνης, κι ο Τζουανάκος, κι ο Χατζηχρήστος, κι ο Λεμονόπουλος, και άλλοι. Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Ο Χιώτης του ’παιζε τα τραγούδια και τραγουδάγανε μαζί. Δουλεύανε τότε μαζί. Και του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά. Ένα κι ένα. Πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη, Ψαροπούλα, Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, Από βραδύς ξεκίνησα, Νυχτερίδα, Καπνουλού, και πολλά άλλα».
Ξεκίνημα
Ξεκίνησε από το συγκρότημα του Μπέζου, όπου έπαιζε κιθάρα. Όπως έχει μαρτυρήσει ο ίδιος εκείνο που τον έκανε να στραφεί στο μπουζούκι ήταν ένα τραγούδι του Τσιτσάνη το Σιγά αμαξά μου…. Στη δισκογραφία μπήκε το 1937, πλάι στον Μπαγιαντέρα και μάγεψε τους πάντες με το γλυκό παίξιμό του. Υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia και το 1938 σε συνεργασία με τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο φωνογράφησε τα πρώτα του τραγούδια, το χασάπικο Καινούρια νιώθω τη ζωή και το ζεϊμπέκικο Παλιά αγάπη που τραγούδησαν ο Θανάσης Ευγενικός και ο ίδιος. Την περίοδο που ο Τσιτσάνης ήταν στρατιώτης και δεν μπορούσε να γράφει ο ίδιος τους δίσκους, του έστελνε τα τραγούδια και τα έγραφε εκείνος. Ο κύκλος του τραγουδιού των μπουζουκιών ήταν τόσο στενός που για τον Μανώλη ήξεραν όλοι τότε, τόσο από τις ηχογραφήσεις όσο και από τα μαγαζιά που δούλευε, κυρίως, στο κέντρο της Αθήνας, πέριξ της Ομόνοιας. Η καθιέρωσή του ως συνθέτη, όμως, έγινε το 1940 με το τραγούδι Το χρήμα δεν το λογαριάζω που τραγούδησε ο Στράτος Παγιουμτζής και ηχογραφήθηκε λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου. Αυτή ήταν και η τελευταία φωνοληψία του Χιώτη μέχρι το 1946 που η ελληνική δισκογραφία με το άνοιγμα της Columbia επαναδραστηριοποιήθηκε.
Μετά την Κατοχή
Μετά την κατοχή ο Χιώτης είναι ανανεωμένος. Είναι πια 25 χρόνων, με μεγάλη όρεξη για δουλειά και δημιουργία. Όλα αυτά τα χρόνια της δισκογραφικής σιωπής εκτός ότι ωρίμασε σαν μουσικός, παίζοντας συνεχώς στις παρέες και στα κέντρα, φαίνεται πως σμίλευσε το καλλιτεχνικό του προφίλ μέσα από διαφορετικές εμπνεύσεις και επιρροές. Με τον Χιώτη το λαϊκό τραγούδι θα περάσει σε μια νέα εποχή, αυτή της δεξιοτεχνίας. Η μουσική του, πλέον, εκτός από το ρεμπέτικο και τους ρυθμούς του, ανοίγεται και σε άλλους ορίζοντες φέρνοντας έναν μοντέρνο αέρα στο λαϊκό τραγούδι, με αναφορές στον εξωτισμό, στους λάτιν ρυθμούς, στην ευρωπαϊκή τζαζ και τα κιθαριστικά σουίνγκ του θρυλικού Βελγοτσιγγάνου, πολιτογραφημένου Γάλλου, μουσικού Django Reinhardt. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί στα 1946 έχουν έντονη αυτή τη μυρωδιά. Το Βουνό με βουνό, το Για κύττα μια γυναίκα, ή το Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω του ’48 και άλλα μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’50 αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της επιρροής που δέχτηκε από τις ηχογραφήσεις του Django Reinhardt και του βιολιστή Stephane Grappelli. Στις δικές του ηχογραφήσεις, σε αλεγκράκια, σουίνγκ και σλόου κομμάτια, έχοντας ως πρότυπο αυτό το σχήμα, ο Χιώτης χρησιμοποιούσε τις κιθάρες σε δεξιοτεχνικό ρόλο, έχοντας δίπλα του τον Μπέμπη, τον Χρυσίνη, τον Πετσά, τον Καρίπη, τον Λαβίδα, και τον Σπόρο και βιολί τον μαέστρο, τότε, της Columbia Δημήτρη Σέμση ή «Σαλονικιό».
Ο πασατέμπος
Ο Πασατέμπος, που είναι και ένα από τα πρώτα τραγούδια που περνούν στη δισκογραφία αμέσως μετά τον πόλεμο, δίνει το στίγμα του κλίματος που θα ακολουθήσει. Η μεταπολεμική Αθήνα νοσταλγεί τη νυχτερινή ζωή, οι κινηματογράφοι, τα θέατρα οι ταβέρνες και τα νυχτερινά κέντρα γεμίζουν. Επικρατεί ένα κλίμα ευφορίας και – πριν ξεσπάσει ο τραγικός εμφύλιος – ένα κλίμα συμφιλίωσης. Κατ’ αρχήν, του λαϊκού με το ελαφρό τραγούδι με αποτέλεσμα τόσο οι λαϊκοί να ρίξουν τις ματιές τους στο ελαφρό τραγούδι όσο και οι ελαφροί με τη σειρά τους να αποδεχτούν τη δύναμη και την καλλιτεχνική επάρκεια του λαϊκού τραγουδιού, δημιουργώντας το δικό τους αρχοντορεμπέτικο. Ο Πασατέμπος, χασάπικο με την κιθάρα σε σολιστικό ρόλο, σε μουσική του Χιώτη και στίχους του θεατρικού συγγραφέα, σεναριογράφου και δημοσιογράφου Γιώργου Γιαννακόπουλου, δικαιούται από κάθε άποψη αυτή την πρωτιά. Γενικότερα, όμως, το τραγούδι του Χιώτη, εκτός από τη λαϊκή βάση, θα διεκδικήσει, πλέον, τη θέση του ανάμεσα στο αστικό ντεκόρ των αριστοκρατικών κέντρων (Πίγκαλς, από το κέντρο αυτό αρχίζει η συμφιλίωση και η συνεργασία μοντέρνων και λαϊκών) των θεατρικών σκηνών (Κοτοπούλη, Όαση) των μπουάτ (Γρύλια) των καμπαρέ και του κινηματογράφου (Χαμένοι άγγελοι, πρώτη ταινία που ακούγονται και φαίνονται μπουζούκια). Το κοινό και οι ακροατές του δεν είναι μόνον οι λαϊκοί, η εργατική τάξη, ο κόσμος εν γένει που απευθύνεται το τραγούδι των μπουζουκιών, αλλά και οι διανοούμενοι και η αστική τάξη. Άλλωστε, για χρόνια ολόκληρα ο Χιώτης θα κατηγορηθεί για τον εκφυλισμό του λαϊκού τραγουδιού. Για το ότι, τελικά, έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, χωρίς, όμως, ποτέ να αμφισβητηθούν το ταλέντο, η δεξιοτεχνία και η αξία του.
Βαρύς, γλυκός
Μετά το 50 ο Χιώτης θα συνδεθεί δισκογραφικά με την Odeon-Parlophone για μια τετραετία περίπου, μέχρι το 1954 που θα επιστρέψει στη «μαμά» Columbia με την οποία θα συνεργαστεί, με μικρές διακοπές, μέχρι το τέλος της ζωής του. Συγκριτικά με άλλους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, αυτή την περίοδο δεν έχει πληθώρα ηχογραφήσεων, αναλογικά, όμως, έχει αρκετές επιτυχίες, ενώ, μέσα στο 50 θα γράψει και μερικά από τα πιο σκληρά λαϊκά τραγούδια. Στον αντίποδα της «ελαφριάς» – χαρακτηρισμός που προκύπτει από την επιφανειακή και αντικαλλιτεχνική κρίση περί το μουσικό χαρακτήρα πολλών τραγουδιών του μέχρι τότε – στέκεται ισάξια και ισότιμα η λαϊκή πλευρά του με τα ζόρικα μπουζουξίδικα τραγούδια που ερμηνεύονται από τους μεγάλους τραγουδιστές της εποχής. Αυτοβιογραφούμενος στην Ιωάννα Κλειάσιου ο Τάκης Μπίνης αναφέρει: «Ο Χιώτης ήταν άλλο πράγμα, δεν ταιριάζαμε με κανένα τρόπο. Εκεί, στην Odeon του Μάτσα, μες στην Αττική Αγορά, υπήρχε ένα δωματιάκι που γινότανε η ακρόαση, εκεί δώσαμε το ραντεβού κι έφερε ο Χιώτης τα πρώτα τραγούδια. 15-20 τραγούδια! Το ένα καλύτερο απ’ το άλλο! Όλα περάσανε κι ο Μάτσας τα κράταγε αποθήκη. Μπλέχτηκα μαζί του μόνο όταν είδα τα τραγούδια που μου έγραψε, Σύρτε και φέρτε τον παπά, Καταστροφή, Μοίρα κακιά… Βαριά, σωστά τραγούδια. Μόνο τότε τον αποδέχτηκα τον Μανώλη. Βάζουμε για αρχή το Σύρτε και φέρτε τον παπά και το Τι θέλεις μάνα δυστυχισμένη…Παναγία μου! Ήτανε ο ανταρτοπόλεμος βλέπεις και όλες οι μάνες ήτανε μαυροφορεμένες, γι αυτό πέτυχε και το τραγούδι. Κι ήτανε και τα χρόνια που θέριζε η φυματίωση. Με τον Χιώτη μόλις βάζαμε δίσκο μαζί, μπουμπούνιζε η Αθήνα! Πάντα!» (Τάκης Μπίνης Βίος ρεμπέτικος εκδόσεις Ντέφι) Με τον Στράτο Παγιουμτζή γράφει τα Μπρος στα κλειστά παράθυρα και Κλάψε με μάνα μου γλυκιά χωρίς τα οποία θα είχαμε χάσει μια ιδιαίτερη δεξιοτεχνική πλευρά της ερμηνείας του μεγάλου τραγουδιστή του ρεμπέτικου. Με τον Καζαντζίδη και το στιχουργό Χρίστο Κολοκοτρώνη θα φτιάξουν μια από τις πιο ισχυρές καλλιτεχνικές παρέες του 50, σε μια συνεργασία που έβγαλε πάνω από 30 τραγούδια, τα περισσότερα διαμάντια και ανάμεσά τους κορυφαίες στιγμές του μετεμφυλιακού, πρώιμου πολιτικού, τραγουδιού. Θλιβερά χτυπάει η καμπάνα τα γλυκοχαράματα/και μια πικραμένη μάνα άρχισε τα κλάματα/ αργά, θλιβερά η καμπάνα σημαίνει/ποιος έχει σειρά, ποιος λεβέντης πεθαίνει ή ακόμη τις Τρεις μαυροφόρες όπου η μια έκλεγε τον άντρα της, ή άλλη για το γιο της/η τρίτη για τη μάνα της και για τον αδερφό της. Συγκλονιστικά τραγούδια μιας σκληρής εποχής μέσα στην οποία ο Χιώτης δεν πούλησε τρέλα, αλλά λειτούργησε με συνείδηση και καλλιτεχνική ωριμότητα.
«Σαν δεις την Ιστορία»
Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου ο Χιώτης θα συνεργαστεί με τον Νίκο Μάθεση και τον Μιχάλη Γενίτσαρη για να γράψουν κι ένα συγκινητικό τραγούδι για τον Άρη Βελουχιώτη Μαράθηκαν τα λούλουδα/ χάθηκε το φεγγάρι/ένας λεβέντης έσβησε/ που τον ελέγαν Άρη. Το Ένας λεβέντης έσβησε ηχογραφήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα το 1981 και μπήκε στο δίσκο Τα ρεμπέτικα της κατοχής. Εκτός, λοιπόν, από το πλήθος των μαρτυριών που υπάρχουν για το ήθος και την αξία του Χιώτη, πέραν της μουσικής, υπάρχουν και κάτι τέτοιες ιδιαίτερες στιγμές που αναδεικνύουν το σύνθετο της προσωπικότητας ενός μεγάλου μουσικού και σπουδαίου άντρα. Ακόμη κι αν το ακόλουθο, ανέκδοτο, στιχάκι που έγραψε ο Μανώλης Ρασούλης, προέκυψε τυχαία (δεν το γνωρίζω αυτό) για τις ανάγκες της ρίμας, δηλαδή, φανερώνει την ιστορική παρέμβαση της μοίρας που μπορεί να συνδέει, ίσως, με κάπως μεταφυσικό τρόπο, πρόσωπα και πράγματα: Σαν δεις τον Βελουχιώτη πες του πως τον καρτερώ/ και με τον Μανώλη Χιώτη είμαι εδώ και τραγουδώ.
Χιώτης – Μπέμπης
Την περίοδο μετά το 46 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 50 αναπτύσσεται κι ένας μύθος που αφορά στις μουσικές, δεξιοτεχνικές κόντρες του Χιώτη με τον Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη. Ο θρύλος του Μπέμπη χρόνια τώρα ακολουθεί όσους ασχολούνται με το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι. Για την αξία και το ταλέντο του υπάρχουν ελάχιστα ηχητικά ντοκουμέντα, μιας και ο ίδιος στάθηκε απαξιωτικά απέναντι στους δίσκους και τις ηχογραφήσεις. Έτσι, όσα ενισχύουν το μύθο του ήρθαν, κυρίως, από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα από κοντά. Ο Τάκης Μπίνης που συνεργάστηκε μαζί τους στο πάλκο αναφέρει: «Επάνω στο πάλκο κάνανε καταπληκτικές μουσικές κόντρες! Έκανε καμιά χόρα ο Μπέμπης και έλεγε ο Χιώτης, «Α, ρε το γύφτο!…». Γιατί όταν έκανε χόρα ο Μπέμπης γύριζε το μαγαζί ανάποδα! Έκανε επίδειξη ύστερα ο Χιώτης με το μπουζούκι του και μετά σηκωνότανε όρθιος με την κιθάρα του και έπαιζε από Καβαλερία Ρουστικάνα, Κεζακό, Καβαλερία Λετζέρα, Πλεγκάρια, Πεσκατόρε ντι πέρλε…Όλες τις ξένες επιτυχίες. Έκανε σόου όρθιος, με πίσω του την πιο βαρβάτη μοντέρνα ορχήστρα. Τέτοιες ήταν οι κόντρες τους, μουσικές. Τεράστια μουσικά φαινόμενα και οι δυο τους! Ο Χιώτης έκανε το μπουζούκι όπως ήξερε και ο Μπέμπης όπως ήθελε!» (Τάκης Μπίνης Βίος ρεμπέτικος επιμέλεια Ιωάννα Κλειάσιου εκδόσεις Ντέφι). Έχοντας ακούσει αυτά τα λίγα παιξίματα που άφησε ο Μπέμπης στη δισκογραφία, στέκομαι επιφυλακτικά στο θέμα της σύγκρισης των δύο μεγεθών, του Χιώτη και του Μπέμπη. Επιγραμματικά, όμως, θα πω ότι στην περίπτωση του Χιώτη έχουμε έναν ακούραστο εργάτη και μια μοναδική προσωπικότητα του τραγουδιού και της μουσικής, ενώ στην περίπτωση του Μπέμπη έχουμε ένα χαραμισμένο ταλέντο και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από αυτό.
Το τετράχορδο και ο ηλεκτρικός ήχος
Το 1956 είναι η χρονιά που επιχειρεί μια μεγάλη στροφή. Από τη μια επισημοποιεί την ύπαρξη του τετράχορδου μπουζουκιού για το οποίο πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – παρ’ ότι με κάποιες μορφές του το μπουζούκι με τις τέσσερις χορδές παιζόταν από παλιότερα, π.χ από τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο κι ακόμη πιο παλιά από τον Γιοβάν Τσαούς – και από την άλλη ετοιμάζει το πέρασμα στον ηλεκτρικό ήχο. Το ηλεκτρικό μπουζούκι το πρωτοδοκίμασε το 1947 στο Πίγκαλς. Γι αυτή την περίοδο λέει σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Δ. Π. Κωστελένο (περιοδικό Πρώτο Ιανουάριος 1961): « …το 1947, όταν δεν υπήρχε ακόμη ούτε η ηλεκτρική κιθάρα, εγώ συστηματοποίησα στο κέντρο Πίγκαλς όπου έπαιζα, το ηλεκτρικό μπουζούκι. Έρχονταν όλοι οι μπουζουκτσήδες να μ’ ακούσουν. Είπαν τότε πολλά για μένα. Πολλοί με κατηγόρησαν. Από τους λίγους που παραδέχτηκαν την δουλειά μου ήταν ο Τσιτσάνης. Ήταν από τότε και μέχρι σήμερα ο βετεράνος του μπουζουκιού. Γράψτε αυτό που θα σας πω, όπως σας το πω, γράψτε τον: Τσιτσάναρο…» Ο θαυμασμός ήταν αμοιβαίος. Δεν είναι τυχαίο ότι με την ανακοίνωση του θανάτου του Μανώλη Χιώτη ο Βασίλης Τσιτσάνης είπε: «Το όργανο αυτό δεν πρέπει να το αγγίζουν χέρια θνητού». Αυτή η κίνηση του Χιώτη, λοιπόν, να εκσυγχρονίσει το μπουζούκι και τον ήχο του δημιούργησε μεγάλη αντίδραση στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Ακούστηκαν σκληρές κουβέντες και απόψεις που έθεταν ιδεολογικά το θέμα της ύπαρξης του μπουζουκιού. Πιστεύω πως δεν πρόκειται ποτέ να πάψει αυτή η κόντρα ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο πλευρών. Με τα νέα του όπλα, πλέον, και με την επιλογή της Μαίρης Λίντα ως βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του περνά και επίσημα (δισκογραφικά) στην εποχή του ηλεκτρικού τετράχορδου μπουζουκιού, του Χιώτη Μάμπο και του κινηματογράφου μέσα από τον οποίο ο ήχος του και η εικόνα του καθιερώνονται, εις βάρος της προηγούμενης εποχής, της συνολικής προσωπικότητάς και του εύρους του έργου του. Πιστεύοντας ότι μπορεί να κάνει ακόμη πιο μεγάλα καλλιτεχνικά άλματα ξεκινάει τις περιοδείες στην Ευρώπη και στην Αμερική έχοντας, πάντα, μαζί του τη Μαίρη Λίντα. Από το 1956 μέχρι και το τέλος της ζωής του θα μοιραστεί ανάμεσα στην Αμερική και την Ελλάδα. Θα παντρευτεί τρεις φορές. Το 1949 με τη Ζωή Νάχη, το 1959 με τη Μαίρη Λίντα και το 1968 με τη Μπέμπα Κυριακίδου. Με την πρώτη θα αποκτήσει και δύο παιδιά, τον Διαμαντή και τη Μαρία.
Χιώτης – Θεοδωράκης
Το 1960-61 είναι μια οριακή χρονιά. Η εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο τον Σεπτέμβρη του 1960, τους Λιποτάκτες, το Αρχιπέλαγος και την Πολιτεία φέρνει τούμπα το ελληνικό τραγούδι. Νέες αντιλήψεις και νέα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους, σε μια εποχή που το τραγούδι δείχνει να εναρμονίζεται με το λαό και τους αγώνες του, τις κοινωνικές διεκδικήσεις για καλύτερους όρους ζωής και μόρφωση, την πολιτικοποιημένη νεολαία, το αριστερό κίνημα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχοντας συγκεκριμένο όραμα για το τραγούδι θέλει μαζί του τον Μανώλη Χιώτη. Για την συνεργασία του με τον Θεοδωράκη ο Μανώλης Χιώτης σε συνέντευξή του, τον Ιανουάριο του 1961 στο περιοδικό Πρώτο αναφέρει: «Ήρθε και με βρήκε μαζί με εκπροσώπους της Columbia και μου ζήτησε να παίξω στον Επιτάφιο του. Στην αρχή αρνήθηκα, όμως, όταν άκουσα τη μουσική του, όχι μόνο δέχτηκα αλλά και μετάνιωσα γιατί αρνήθηκα. Ο Θεοδωράκης είναι μεγαλοφυΐα. Συνειδητοποίησε στην πιο κατάλληλη στιγμή, την έκφραση του λαϊκού μας τραγουδιού και την απέδωσε.» Και ο Μίκης Θεοδωράκης, όμως, είπε για τον Χιώτη: «Ήτανε για μένα ένα όνειρο να μπορέσω να συνεργαστώ μαζί του. Γνωριστήκαμε με το Χιώτη στο μικρό στούντιο που είχε στην οδό Λυκούργου η εταιρεία του Λαμπρόπουλου. Φυσικά σιγά-σιγά ο Χιώτης επειδή ήτανε πολύ, πάρα πολύ μουσική φύση, ιδιοφυΐα θα λέγαμε, ήταν μέγας δεξιοτέχνης, μου ‘κανε εντύπωση πως αλλάζαμε τους τόνους, από μι ματζόρε, αμέσως, ρε ματζόρε, αμέσως ή τα ακόρντα και είχε μια τεράστια ευχέρεια στους αυτοσχεδιασμούς, αλλά όταν έμπαινε στο στούντιο μέσα ήταν ακριβής σαν ένας μετρονόμος. Ακριβής. Είχε, βέβαια και το… ο πρώτος που είχε το ηλεκτρικό μπουζούκι και νομίζω ότι κι αν λέμε, ακούγοντας τώρα τους παλιούς δίσκους, βλέπει κανείς ότι έχει μια καθαρότητα του ήχου. Ότι έκαναν τώρα οι καινούριοι μ’ όλα τα μηχανήματα δεν έφτασαν στο ύψος εκείνων των ηχογραφήσεων, που οφείλονται, εν πολλοίς και εις τον Χιώτη. Και εκεί ακριβώς φάνηκε η άλλη πλευρά του Χιώτη. Ένας Χιώτης ο οποίος μπορούσε να κάνει οτιδήποτε στη μουσική.» (Από το ντοκιμαντέρ του Αντώνη Κασίτα για τη ζωή και το έργο του Μανώλη Χιώτη).
Το μπουζούκι του Μανώλη
Οι εμφανίσεις του στα κέντρα της εποχής ήταν πάντα πρωτοποριακές και φαντασμαγορικές. Καθιέρωσε το ομοιόμορφο ντύσιμο των μουσικών της ορχήστρας, ενώ ο ίδιος έπαιζε όρθιος τις δεξιοτεχνικές μουσικές του και τα σόλο, έχοντας μαζί του σολίστες της σοβαρής και μοντέρνας μουσικής, σαξοφωνίστες, βιολονίστες, πιανίστες κ.α. Το 1963 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia. Είχε την ευθύνη των ακροάσεων και την ορχηστρική επιμέλεια των λαϊκών τραγουδιών, στα οποία συχνά συμμετείχε και ως εκτελεστής. Το 1964 έφυγε ξανά για την Αμερική όπου έμεινε, τον περισσότερο καιρό, μέχρι το 1968. Όλη αυτή την περίοδο από τα τέλη του 50 συνδέθηκε καλλιτεχνικά με τη Μαίρη Λίντα με την οποία χώρισε, τελικά, το 1965-66 στην Αμερική. Πιστεύω ότι η Αμερική, από καλλιτεχνικής απόψεως, δεν προσέφερε τίποτα στον Χιώτη. Κάθε άλλο, νομίζω ότι τον επιβάρυνε και δεν τον άφησε να παρακολουθήσει από κοντά και με καθαρό μυαλό τις εξελίξεις στα μουσικά πράγματα, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60. Έχω την αίσθηση ότι η εποχή, λίγο, σαν να τον προσπέρασε, τόσο, ώστε να χάσει το συγχρονισμό του. Σε αυτά τα θέματα οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές. Κανένας από όσους έφυγαν, συνήθως, στην Αμερική δεν γύρισε καλλιτεχνικά κερδισμένος. Ούτε ο Χιώτης, παρ’ ότι αυτό ακούγεται αδιανόητο για το επίπεδο, την μουσική ιδιοφυία και την οξυδέρκεια του. Με την επιστροφή του προσπάθησε να βρει τα παλιά του πατήματα, να παρουσιάσει τα προγράμματά του, να κάνει δίσκους και να δημιουργήσει. Οι εποχές, όμως, είχαν αλλάξει. Ο Μανώλης Χιώτης, δεν άντεξε, έφυγε από τη ζωή μία μέρα πριν τα πεντηκοστά γενέθλιά του, από καρδιά, στο Ιπποκράτειο, το βράδυ της Πέμπτης 20 Μαρτίου του 1970. Έφυγε πιο νωρίς από όλους. Στη συνείδησή μου είναι περασμένος ως μια από τις πιο μυθικές μορφές του λαϊκού τραγουδιού. Αριστοκράτης μάγκας, περήφανος, αγωνιστής, γλυκός κι ευαίσθητος. Συνθέτης που το έργο του ακόμη δεν έχει κεντράρει, αφού πιστεύω ότι και η ιστορία στέκεται αμήχανη στο πως να το εκτιμήσει και που να το τοποθετήσει, τόσο αυτό όσο και τον ίδιο. Σαν μουσικός, από όσα άφησε και στους χρόνους που λειτούργησε, νομίζω κι εγώ, όπως οι περισσότεροι, ότι είναι απλησίαστος. Ένας μοναδικός σολίστας-τζαζίστας, ένας ελληνικός μουσικός θρύλος! Για τον Χιώτη θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ακόμη. Έχουν γραφτεί και θα γράφονται στους αιώνες των αιώνων. Ως επίλογος μου έρχεται στο νου ένα τραγούδι για εκείνον, σε στίχους του Γιώργου Βρούβα, μουσική του Τάκη Σούκα και ερμηνεία του Στράτου Διονυσίου. Και οι τρεις είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του.