του Κώστα Γιαβή
Malcolm Mackay: Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ
(ΠΟΛΙΣ-2014)
The necessary death of Lewis Winter (2013)
(Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη)
“Είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Είναι δύσκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο καλά. Αυτοί που το κάνουν καλά το ξέρουν αυτό. Αυτοί που το κάνουν λάθος το μαθαίνουν με τον άσχημο τρόπο. Ο άσχημος τρόπος έχει συνέπειες…” (σελ. 31)
Πρόκειται για μια διαπίστωση (παρόμοια με κλινική διάγνωση), η οποία παρουσιάζεται σαν σκέψη αλλά και σαν δήλωση του Κάλουμ ΜακΛίν, ενός εικοσιεννιάχρονου επαγγελματία δολοφόνου που ασκεί το επάγγελμά του στη Γλασκόβη. Για τον ΜακΛίν, η δουλειά που κάνει είναι “απλώς άλλη μια δουλειά. Μερικοί άνθρωποι ξυπνάνε και κάθονται σε ένα γραφείο όλη μέρα. Μερικοί άνθρωποι κατασκευάζουν πράγματα. Άλλοι οδηγούν τριγύρω όλη μέρα. Αυτή είναι η δουλειά τους. Δεν το σκέφτονται, απλώς το κάνουν”.
Ο Κάλουμ ΜακΛίν δεν το σκέφτεται, απλώς κάνει τη δουλειά του και την κάνει καλά. Είναι ένας μοναχικός επαγγελματίας εκτελεστής. Αρνείται να ενταχθεί στις συμμορίες που δραστηριοποιούνται στη Γλασκόβη, την πόλη όπου ζει, επειδή προτιμάει να διαλέγει ο ίδιος τις δουλειές του. Όταν ο Τζέιμσον, ένα μεγάλο όνομα του τοπικού υποκόσμου, του αναθέτει τη δολοφονία του Λιούις Γουίντερ, ο Κάλουμ εκπλήσσεται αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί. Ο Γουίντερ είναι ένας αποτυχημένος και κακογερασμένος έμπορος ναρκωτικών, ο οποίος ζει με τη νεαρή κι όμορφη Ζάρα, άτομο του υποκόσμου κι αυτή. Το “έγκλημα” του Γουίντερ είναι ότι προσπαθώντας να πιάσει την καλή, συνασπίζεται με τους αντιπάλους του Τζέιμσον. Ο Κάλουμ εκτελεί τον Γουίντερ μελετημένα και άψογα όπως πάντοτε, αλλά ο θάνατος του ασήμαντου αυτού απατεώνα πυροδοτεί τη “θεωρία του ντόμινο”. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πια για τους συμμάχους του, και κατ’ επέκταση για την ασφάλεια και τη ζωή του.
Αντίθετα από τους περισσότερους επαγγελματίες εκτελεστές που συναντάμε στην αστυνομική και νουάρ λογοτεχνία, ο Κάλουμ δεν είναι τσαμπουκάς, δεν έχει όπλο στο σπίτι του, πίνει σπάνια, δεν ξοδεύει τα λεφτά του σε μπαρ και γυναίκες. Έχει αποδεχτεί ότι απλώς διεκπεραιώνει μια “δουλειά”, βγάζει μεροκάματο, και φροντίζει να το κάνει με τον πιο καλό και σχολαστικό τρόπο, είναι “εκ φύσεως κυνικός” και έχει ένστικτο γι’ αυτήν τη δουλειά. Συν τοις άλλοις, έχει λύσει μέσα του το θέμα των ηθικών αναστολών. Κι αντίθετα από τα στερεότυπα, διαβάζει Σόμερσετ Μομ και οι συλλογισμοί του είναι σύνθετοι και λογικά οργανωμένοι. Και δεν είναι ούτε καν τριάντα χρονών ακόμα, ένας νέος άνθρωπος που παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια στην κονσόλα του.
Παρακολουθώντας την προετοιμασία του ΜακΛίν για το χτύπημα που του έχει ανατεθεί αλλά και τις κινήσεις που θα τον κρατήσουν ασφαλή μετά τη δολοφονία, διαβάζουμε όλες τις χειρουργικές λεπτομέρειες που είναι απαραίτητες για να “κάνει τη δουλειά καλά”: από την επιλογή των ρούχων μέχρι το αν είναι καλή ιδέα να κάνει κανείς σεξ πριν από το χτύπημα, μέχρι την αναγκαστική προσαρμογή στις νέες συνθήκες όπου οι κάμερες στους δρόμους καταγράφουν τα πάντα, μέχρι την εξαφάνιση των ενοχοποιητικών στοιχείων μετά την ολοκλήρωση της δουλειάς.
Κι επειδή ακριβώς ανήκει σ’ αυτούς που το κάνουν καλά, ο Κάλουμ διαισθάνεται ότι η δολοφονία του Γουίντερ κρύβει κάτι δυσοίωνο. Παρότι φέρνει σε πέρας την αποστολή του επιτυχημένα – όπως πάντοτε – δεν παύει να αισθάνεται μια διαρκή ανεξήγητη ανησυχία. Τι θα γίνει όμως αν η οργάνωση του Πήτερ Τζέιμσον, που η δύναμή της ολοένα και αυξάνει, αρχίσει να του αναθέτει όλο και περισσότερες δουλειές; Είναι σε θέση να ρισκάρει την ανεξαρτησία του; Θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις εκπλήξεις και τους κινδύνους; Η αστυνομία έχει αρχίσει να χώνει τη μύτη της παντού, και οι μάρτυρες δεν κρατούν το στόμα τους κλειστό.
Τα στοιχεία είναι όλα εκεί, αν σε ενδιαφέρει να τα ψάξεις.
Η πλοκή και εξέλιξη του μύθου
Η οπτική της πλοκής ανοίγει σταδιακά για να περιλάβει και άλλα μέλη του υποκόσμου, τους εκπροσώπους του νόμου αλλά και τυχαίους, κοινούς ανθρώπους που έχουν την ατυχία να εμπλακούν στην υπόθεση. Η ιστορία εξελίσσεται με την τακτική της σύγκλισης: όλα τα πρόσωπα και οι πράξεις τους τείνουν στον επικείμενο φόνο που αναμένεται να αποτελέσει το σταυροδρόμι των πολυποίκιλων κινήσεων. Θα είναι ή όχι επιτυχημένη αυτή η δολοφονία, είναι μια εν εξελίξει αναμονή που δημιουργεί το ανάλογο σασπένς. Και από εκεί και έπειτα, σαν μια κλεψύδρα που έχει στο στενότερό της σημείο τον φόνο, αρχίζει η επόμενη φάση με τις κινήσεις του καθενός μετά την κρίσιμη νύχτα, οι εκτελεστές, οι συμμέτοχοι, ο στενός και ευρύς κύκλος του θύματος…
Τον δολοφόνο τον ξέρουμε, άλλο είναι το διακύβευμα του μυθιστορήματος. Παραμερίζοντας το προφανές της αναμενόμενης αστυνομικής έρευνας, ο Mackay επικεντρώνεται στην ανάγκη του Μακλίν για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, να δουλεύει αυτόνομα, ορίζοντας εκείνος τις συνθήκες, να είναι αφεντικό του εαυτού του. Ξεπερνώντας τα στενά όρια της αστυνομικής ιστορίας, ο συγγραφέας εντοπίζει και εντάσσει έναν έξυπνο σημείο ταύτισης ανάμεσα στον ήρωά του και τον αναγνώστη, πρωταρχικό ζητούμενο σε ένα μυθιστόρημα νουάρ. Μιλώντας για νουάρ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως εννοούμε το αφήγημα όπου οι ήρωες βιώνουν ακραίες ψυχικές καταστάσεις: μοναξιά, ενοχή, φόβο, ζήλια, απόρριψη, ερωτικό πόθο, σεξουαλική στέρηση. Στη νουάρ ιστορία το ζητούμενο δεν είναι το ποιος έκανε το έγκλημα και το αν θα συλληφθεί. Ο συγγραφέας της ενδιαφέρεται βασικά για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων του.
Ενταγμένο σε αυτόν τον συλλογισμό, το μετρημένο βάθος των χαρακτήρων μοιάζει απόφαση συνειδητή από μέρους του. Η στάση τους παρουσιάζεται σαν το αυτονόητο αποτέλεσμα του ρόλου τους: με άλλα λόγια ό,τι κάνουν και ό,τι σκέφτονται, σκοπεύουν, αισθάνονται, πράττουν, είναι το φυσικό επακόλουθο της θέσης τους πάνω στη σκακιέρα των νυχτερινών εργασιών, του υποκόσμου και της λογικής του. Καθένας, από τον θύτη που είναι συνεχώς στο προσκήνιο μέχρι το υποψήφιο θύμα που παρακολουθείται διακριτικά, λειτουργεί βάσει των άγραφων νόμων, οι οποίοι φανερώνονται καθώς φανερώνεται και ο ρόλος του καθενός. Από το ειδικό (τα πρόσωπα) μέχρι το γενικό (ο σκοτεινός κόσμος μιας παράλληλης πόλης) κι από τα επιμέρους στο σύνολο. Στην πορεία της προετοιμασίας του Κάλουμ Μακλίν, της εκτέλεσης αλλά και της αστυνομικής έρευνας που ακολουθεί, εμφανίζονται και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας:
- Ο Λιούις Γουίντερ, το θύμα. Ένας κακομοίρης μικρέμπορος ναρκωτικών, μια θλιβερή μορφή που έχει όμως επίγνωση και βιώνει με δραματικό τρόπο την κακομοιριά του. Γι αυτόν τον λόγο προσπαθεί να κάνει τη “μεγάλη κίνηση” που θα τον εδραιώσει στο χώρο της τοπικής παρανομίας και ευελπιστεί να τον βγάλει από τη μιζέρια του. Οι ανταγωνιστές απατεώνες, φοβούμενοι αυτή την εκδοχή, αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση.
- Η Ζάρα Κόουπ, η όμορφη συντρόφισσα του Γουίντερ, που προσπαθεί να σωθεί η ίδια αλλά και να κρατήσει τα λεφτά και τα ναρκωτικά του νεκρού. Η μοναδική γυναίκα του βιβλίου, η Ζάρα Κόουπ, ως γνήσια femme fatale, χρησιμοποιεί τους άνδρες αδιαφορώντας εντελώς γι’ αυτούς και την τύχη τους. Μόνο για τον δολοφονημένο σύντροφό της τρέφει ανάμικτα συναισθήματα – αηδίας και οίκτου.
- Ο Πήτερ Τζέιμσον, ο μαφιόζος που αναθέτει το χτύπημα.
- Ο Στιούαρτ Μάκιντος, άσχετος με τον υπόκοσμο της Γλασκόβης, αλλά μπλέχτηκε με την υπόθεση από τύχη (ή ατυχία), όταν βρέθηκε στο σπίτι του Γουίντερ το βράδυ της εκτέλεσής του, παρασυρμένος από την ομορφιά της Ζάρα.
- Οι αστυνομικοί. Εξαιρετικό είναι το πορτρέτο του εμμονικού επιθεωρητή Μάικλ Φίσερ, ο οποίος έχει αναγάγει την πάταξη του εγκλήματος σε μοναδικό σκοπό της άδειας ζωής του, και βάζει στόχο να καταστρέψει τη Ζάρα Κόουπ.
Κάποιους από αυτούς τους χαρακτήρες τους “ακούμε” στο μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας παίζει πολλές φορές με τις οπτικές γωνίες της αφήγησης.
Ο Mackay χρησιμοποιεί μικρές, κοφτές προτάσεις και ένα εξαιρετικά λιτό ύφος, δίνοντας μια ψυχρή, κλινική, αποδραματοποιημένη εικόνα της “δουλειάς” του ΜακΛίν αλλά και φανερώνοντας έναν συγγραφέα που έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του – και στη σκληρή δουλειά από μεριάς του, γιατί το ταλέντο από μόνο του δεν φτάνει.
Το κείμενό του θυμίζει έντονα παρτιτούρα μουσικού κομματιού γεμάτη νότες “στακάτες”, νότες που δεν εκτελούνται στον αναγραφόμενο χρόνο τους αλλά τονίζονται έντονα κατά την εκτέλεση του μουσικού κομματιού. Είτε περιγράφει μια σκηνή είτε στους διαλόγους των προσώπων, η χρήση μικρών προτάσεων δημιουργεί έναν ασθματικό ρυθμό στην αφήγηση και παράλληλα αντανακλά εύσχημα τα ατελέσφορα συναισθήματα και τις σπασμωδικές κινήσεις των ηρώων, αναδεικνύοντας με κάθε ευκαιρία ότι ο κίνδυνος παραμονεύει καθώς όλα είναι υπό αίρεση, και πως ο θύτης ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθεί στη θέση του θύματος.
Σε αυτό συνδράμει και η μικρή έκταση των κεφαλαίων τα οποία είναι χωρισμένα το βιβλίο. 43 κεφάλαια και ένας επίλογος, σε 285 σελίδες μας δίνει ένα μέσο όρο κάτι παραπάνω από 6 σελίδες το κεφάλαιο. Προσωπικά, μου έκανε εντύπωση ότι η ελληνική μετάφραση από το πρωτότυπο στα αγγλικά διαφέρει ελάχιστα σε αριθμό σελίδων (285 στα ελληνικά, 320 στα αγγλικά).
Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση του αφηγητή εμπλέκει εξαρχής τον αναγνώστη στην ιστορία, τον κάνει συνένοχο, καθώς του απαριθμεί τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και τον προειδοποιεί για τις πιθανές παγίδες, και ας μην αναφέρεται ξεκάθαρα, αρχικώς τουλάχιστον, σε μια πράξη εκτός νόμου, δίνοντας στο τελικό αποτέλεσμα ένα στίγμα ιδιαιτέρως προσωπικό – και μελλοντικά αναγνωρίσιμο. Και αν ξεχωρίζει για την αφήγηση, αυτό δεν σημαίνει πως από το μυθιστόρημα του Mackay λείπουν τα απαραίτητα εκείνα συστατικά της νουάρ λογοτεχνίας, κάθε άλλο μάλιστα.
Ο συγγραφέας έχει κατά νου μιαν ολοκληρωμένη ιστορία ν’ αφηγηθεί και την αφηγείται. Και μάλιστα όσο καλύτερα μπορεί. Χωρίς κολπάκια του συρμού, χωρίς δήθεν μεταμοντέρνες υφολογικές εκτροπές ή ακατάσχετες δολιχοδρομίες, προβάλλει πολυεδρικά τους χαρακτήρες τους, ελέγχει πλήρως τις ποικίλες θεματικές ισορροπίες, διευκολύνει τον δέκτη του, φωτίζοντας καταλλήλως τα κομβικά σημεία της πλοκής και – το κυριότερο – δεν καταδέχεται να επιδεικνύει συσσωρευμένες γνώσεις, στρατηγικές κειμενικής ανέλιξης ή κοσμοθεωρίες κενές ή μη περιεχομένου.
Το ενδιαφέρον είναι ότι καταφέρνει να αποφύγει την απλοϊκότητα που συναντάμε πολλές φορές στην όλο και περισσότερο ακμάζουσα παραγωγή αστυνομικών μυθιστορημάτων, δημιουργώντας χαρακτήρες που τους βλέπουμε πραγματικά να κινούνται και να δρουν στους μελαγχολικούς δρόμους της Γλασκόβης.
Σε αντίθεση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα που είναι ταυτόχρονα καθρέφτες και “χρονικά” μιας συγκεκριμένης πόλης, η Γλασκόβη δεν παίζει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο.
Η πόλη παραμένει ένα μουντό κι ασαφές σκηνικό, δεν πρωταγωνιστεί όπως το Εδιμβούργο στα βιβλία του Ian Rankin ή η Μασσαλία στον Izzo. Ο 33χρονος συγγραφέας έχει πάει ελάχιστες φορές σε αυτήν την πόλη, μιας και εξακολουθεί να ζει στη σχετική απομόνωση του μικρού νησιού Λιούις των Εξωτερικών Εβρίδων (θα πρέπει να συναντά, εκεί, τον Peter May, του “Οι κυνηγοί των Χάιλαντς”;). Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας σε κείμενό του στην εφημερίδα “The Telegraph”: «…το δικό μου βιβλίο δεν είναι ένα μυθιστόρημα της Γλασκόβης. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μεγαλούπολη…», για να προσθέσει, σε συνέντευξή του στη “The Scotsman”: «…θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε οποιαδήποτε μεγάλη πόλη, οπουδήποτε. Διάλεξα όμως τη Γλασκόβη, επειδή νομίζω ότι οι χαρακτήρες είναι πολύ Σκοτσέζοι…».
Επίλογος
Όλα αυτά δημιουργούν ένα μαύρο, ζοφερό κλίμα ενός κόσμου που κινείται παράλληλα και σχεδόν ανεξάρτητα από την υπόλοιπη ζωή της πόλης που κυλάει μέσα στην αυταπάτη της “κανονικότητας”.
Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος προσεγγίζει περισσότερο τη σχολή του αμερικάνικου hardboiled και του γαλλικού neo-polar. Πέραν αυτού, ο κεντρικός ήρωας θυμίζει έντονα τον επαγγελματία δολοφόνο της ταινίας του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, “Le Samouraϊ” (1967), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Αλαίν Ντελόν. Πράγματι, ο Κάλουμ ζει με μεγάλη λιτότητα, σέβεται τους εργοδότες του και τηρεί αυστηρά τις εντολές τους έστω κι αν αυτό σημαίνει τη δική του καταστροφή. Και το κυριότερο: κουβαλάει εντός του την εγγενή μοναξιά ενός σαμουράι, όπως πολύ εύστοχα και χαρακτηριστικά σχολίασε η Χίλντα Παπαδημητρίου.
Το τέλος του βιβλίου μένει ανοιχτό, προαναγγέλλοντας τις δύο συνέχειες με τους ίδιους ήρωες. Και ανακαλεί τη φράση από τον Κώδικα Μπουσίντο – τον κώδικα των Σαμουράι – με την οποία ανοίγει η ταινία του Μελβίλ: “Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από εκείνη του σαμουράι, εκτός ίσως από τη μοναξιά του τίγρη μέσα στη ζούγκλα… Ίσως…”
Η έμφαση λοιπόν είναι στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην ιστορία. Και η δουλειά αυτή είναι σκληρή απέναντι στους ανθρώπους? “ίσως χρειαστεί να θυσιάσεις κάποιον […] αφήνοντας κάποιον δικό σου να σωριαστεί στην άκρη του δρόμου”. Ο ΜακΛίν έχει τους δικούς του κανόνες και ένας από αυτούς είναι ότι θέλει να δουλεύει ανεξάρτητα, δεν θέλει να ανήκει στην “οργάνωση”? αυτό όμως κάποια στιγμή φτάνει στα όριά του, όταν αγγίζει τα όρια του ζωτικού κινδύνου: “ξέρεις ότι αν δούλευες ελεύθερα θα σκοτωνόσουν”. Άρα; “Μένεις και το υποφέρεις” και μαθαίνεις από πάνω και να το αγαπάς; Ο συγγραφέας αφήνει ανοικτό το τέλος, αφήνει σε εκκρεμότητα το αν θα ανατραπούν ή όχι οι κρίσιμες επιλογές του πρωταγωνιστή: το αναπόφευκτο, λέει, ίσως να μην είναι πάντα αναπόφευκτο.
Το ερώτημα που θέτει ο Mackay, απόλυτα εύστοχα, αφορά στο κατά πόσο ο ατομοκεντρικός τρόπος ζωής και το αδιάκοπο κυνήγι της υλικής χρησιμότητας μπορούν να λειτουργήσουν ως στοιχεία της νέας ανθρώπινης κατάστασης που πάει να διαμορφωθεί. Ο μοναχικός λύκος Μακλίν θα καταφέρει αυτό που του ζητήθηκε. Επιτυχία που, όμως, δεν θα τον κάνει λιγότερο ευάλωτο σε μια απόπειρα εναντίον του. Ο μύθος του Mackay κινείται, εδώ, στις αποχρώσεις του γκρι. Λογοτεχνικά ορθό…
Ο Raymond Chandler εξήρε τον Dashiell Hammett για την ανταπόδοση του φόνου πίσω στο είδος των ανθρώπων που το διαπράττουν. Αυτό δεν ήταν αρκετά δίκαιο για την κλασική αστυνομική λογοτεχνία, σε αντίθεση με τα hard-boiled διότι, σε τελική ανάλυση, οι δολοφονίες διαπράττονται από μια ποικιλία ανθρώπων και χαρακτήρων.
Παρόλα αυτά πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που, στο σκοτεινό κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, μεταφέρει την πεποίθησή ότι ο συγγραφέας έχει φανταστεί καλά το περιβάλλον του, αποφεύγει να εντυπωσιάσει και γράφει με κύρος και συνέπεια. Ο Malcolm Mackay τα κάνει όλα αυτά. Αυτό το μυθιστόρημα είναι το πρώτο από μια τριλογία. Υποθέτω ότι ο Κάλουμ θα χάσει την ανεξαρτησία του, θα παγιδευτεί στα γρανάζια του υποκόσμου και του οργανωμένου εγκλήματος, και ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα γι αυτόν.
Ανυπομονώ να το ανακαλύψω στα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας της Γλασκόβης.
Πηγές
- “Δολοφόνος, ένα ακόμα επάγγελμα”, Κώστας Αθανασίου, «Η Εποχή», 2.12.2014
- “Δολοφόνος με τη μοναξιά του σαμουράι”, Χίλντα Παπαδημητρίου, www.bookpress.gr, 1.2.2015
- “Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”, Γιάννης Καλογερόπουλος, «NO14ME», 4.3.2015
- “Ο αναγκαίος θάνατος: Νουάρ αστυνομικό”, «Πατριάρχης Φώτιος», www.in2life.gr, 3.3.2015
- “Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”, Πάνος Ριβέρης, http://negraliteratura.blogspot.gr, 7.12.2014
- “Υποδειγματική αφήγηση”, Γιώργος Βέης, «Η Αυγή», 15.2.2015
- “Υπόκοσμος Γλασκόβης”, Φίλιππος Φιλίππου, tovima.gr, 21/12/2014
- “The necessary death of Lewis Winter”, Alison Flood,
“The Guardian”, 13/01/2013
- “The necessary death of Lewis Winter”, Allan Massie,
“The Scotsman”, 26/01/2013
- “The necessary death of Lewis Winter”, https://ravencrimereads.wordpress.com/, 28/10/2012
- “The necessary death of Lewis Winter”,
- http://www.crimefictionlover.com , 10/01/2013
- “The necessary death of Lewis Winter”, http://www.caughtbytheriver.net , 23/03/2013
- “Malcolm Mackay: ‘The lack of crime can be a challenge”, “The Telegraph”, 05/02/2013
- “Interview: Crime writer Malcolm Mackay”, “The Scotsman”, 14/01/2013