Μαλαπάρτε: ένας εστέτ του θανάτου, στο καμίνι του πολέμου

Γιώργος Σιακαντάρης 27 Μαρ 2018

Ζοφερά, σκοτεινά βιβλία και συγγραφείς υπάρχουν πολλά και πολλοί. Λίγα όμως απ’ αυτά και από αυτούς κατορθώνουν να προσφέρουν αισθητική απόλαυση μέσα από ένα ιδιόμορφο, αλλά προφανή, εκθειασμό της βίας, του θανάτου, της αποσύνθεσης. Συγγραφείς σαν τον Μαλαπάρτε μετατρέπουν τη βία και τον θάνατο σε αισθητικό γεγονός. Αυτός, δίπλα στα ευρισκόμενα σε αποσύνθεση πτώματα, σε κατεστραμμένα κτίρια, σε διαλυμένες ζωές, κατορθώνει να περιγράφει τη φύση με τέτοιο εκτυφλωτικά όμορφο τρόπο που ανοίγει τα μάτια ακόμη και ανθρώπων με τυφλές ψυχές. Την ίδια στιγμή βλέπει στα τανκς ομορφιά. Μια όμορφη σκουριά κυκλώνει τη δυσωδία του πεθαμένου τεθωρακισμένου.

Γνωρίζουμε ότι ο Μαλαπάρτε τη δεκαετία του 1920 προσχώρησε στον φασισμό. Μετά όμως συγκρούστηκε με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, συνελήφθη για λόγους «αισθητικών και όχι πολιτικών διαφωνιών», εξορίστηκε και φυλακίστηκε από αυτό. Όταν μεταξύ 1941-1944 έγραφε το Καπούτ, ήταν αξιωματικός αλλά και πολεμικός ανταποκριτής. Θεωρείται ότι τότε είχε ήδη απαλλαγεί από τη φασιστική ιδεολογία. Όταν το 1949 έγραψε το Δέρμα, κατατασσόταν πλέον στους αντιφασίστες. Τέτοιου είδους κατατάξεις κρύβουν πολλούς κινδύνους απλοποίησης. Ενοχοποίηση αθώων και αθώωση ενόχων. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν ο γεννημένος στις 9 Ιουνίου του 1898 στο Πράτο της Τοσκάνης στην Ιταλία από Γερμανό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, Μαλαπάρτε ήταν φασίστας και αν μετά έγινε αντιφασίστας. Αλλά το γιατί έγινε φασίστας και το πώς μετά έγινε αντιφασίστας. Ο Μαλαπάρτε δεν προσέγγισε τον φασισμό γιατί ήταν αντισημίτης, αλλά γιατί έβλεπε στη βία του ένα αισθητικό πίνακα, ένα δημιούργημα του χεριού ενός Μιχαήλ Άγγελου. Και όταν έγινε αντιφασίστας πάλι έβλεπε τη βία ως το ωραιότερο έργο ζωγραφικής.

Αρχικά ήταν εθνικιστής. Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών κατετάγη στο σώμα των Αλπινιστών του Βασιλικού Στρατού της Ιταλίας για να πολεμήσει κατά των δυνάμεων της Αυστροουγγαρίας. Η συντριβή του ιταλικού στρατού στο Caporetto της Σλοβενίας το 1917 οδήγησε τον Μαλαπάρτε να γράψει το πρώτο του βιβλίο που, αρχικά, είχε τον τίτλο Viva Caporetto. Εδώ, όπως και συνέβη και στη Γερμανία την εποχή της Βαϊμάρης, η ήττα αποδόθηκε στην εσωτερική προδοσία. Ακολουθώντας τον διαχωρισμό σε «πατριώτες και προδότες» εισέρχεσαι στο πλοίο που σε βγάζει στη νήσο του φασισμού. Σ’ αυτό το πλοίο επιβιβάστηκε ο Μαλαπάρτε, μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής διανόησης, όπως ο Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι και ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντζιο.

Ο χώρος που συσπείρωσε γύρω του όλους αυτούς τους διανοούμενους είναι το Εθνικό Φασιστικό Ινστιτούτο Πολιτισμού που ίδρυσε το 1925 ο Τζοβάνι Τζεντίλε και το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Ινστιτούτο Φασιστικού Πολιτισμού. Ποια ήταν η «πυρηνική» ιδέα του Τζεντίλε; Μια ιδέα που και σήμερα συναρπάζει απλούς ανθρώπους και διανοουμένους. Η ιδέα της αξιοποίησης από το κράτος και την κοινωνία μόνο των «άξιων». Όλοι αυτοί πίστευαν ότι μέσω της προώθησης των «άξιων», της ελίτ, μπορούσαν να δημιουργηθούν τέτοιοι πολιτιστικοί θεσμοί που θα οδηγούσαν στην πνευματική αναγέννηση της Ιταλίας, προϋπόθεση για την εθνική αναγέννηση της χώρας. Αν ζούσαν στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα είχαν ακόμη περισσότερους οπαδούς.

Στην περίπτωση όμως του Κούρτσιο Μαλαπάρτε υπάρχει ένας ακόμη λόγος που έγινε φασίστας. Αγαπούσε τη βία όχι ως μέσο κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά ως απόρροια της κακής φύσης του ανθρώπου. «Ο άνθρωπος είναι πράγμα ακόμα πιο θλιβερό και πιο φρικτό από αυτή τη στοίβα σάπιο κρέας. Άνθρωπος είναι αλαζονεία, σκληρότητα, προδοσία, δειλία, βία. Η διαλυμένη σάρκα είναι θλίψη, αιδώς, φόβος, τύψη, ελπίδα. Ένας άνθρωπος, ένας ζωντανός άνθρωπος, είναι κάτι ασήμαντο σε σύγκριση με μια στοίβα σάπιο κρέας» (Το Δέρμα, σελ. 411). Ο Μαλαπάρτε είτε ως φασίστας είτε ως αντιφασίστας είτε ως φιλοσοβιετικός είτε ως μαοϊκός κομμουνιστής είτε και ως καθολικός ήταν και παρέμεινε ένας εστέτ της βίας. Μάλλον, πιο σωστά, ήταν και παρέμεινε ένας εστέτ του θανάτου. «Είναι θαυμάσιο να είσαι νεκρός», γράφει. «Ό,τι δίνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο είναι πράγμα βρώμικο, είπα. Ακόμη και ο έρωτας, ακόμη και το μίσος, το καλό, το κακό, όλα. Ακόμη και ο θάνατος που δίνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο είναι βρώμικο πράγμα. […] Ακόμη και η συγχώρεση είναι πράγμα βρώμικο» (στο ίδιο, σελ 413).

Το Καπούτ αποτελεί ένα εκ πρώτης όψεως οδοιπορικό ενός πολεμικού ανταποκριτή στις εμπόλεμες ζώνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά την περίοδο 1941-43. Τον βρίσκουμε σε Ουκρανία, Φιλανδία, Σουηδία, Ρωσία, Γερμανία, Πολωνία πάλι στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο και στην επιστροφή του στη Νάπολη. Οι συναντήσεις του με διπλωμάτες, αριστοκράτες και ανώτερους στρατιωτικούς και όχι οι μάχες αποτελούν το βασικό κορμό και των δύο έργων. Αναφέρομαι σε ένα εκ πρώτης όψεως οδοιπορικό, γιατί αυτό δεν είναι σαν τα έργα του Ιλιά Έρενμπουργκ ούτε σαν το Ζωή και Πεπρωμένο του Βασίλη Γκρόσμαν. Παρόλο που έχει κοινά στοιχεία με τα έργα των δυο προαναφερθέντων, αυτοί ακόμη και στις πιο ζοφερές περιγραφές τους αποπνέουν ένα πνεύμα ελπίδας και ανθρωπισμού· σταλινικά κάλπικου, ίσως στον Έρενμπουργκ, γνησιότατου στον Γκρόσμαν. Ο Μαλαπάρτε δεν πιστεύει σε κανένα ανθρωπισμό. Ούτε στον κάλπικο σταλινικό ούτε στον γνήσιο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Ακόμη και ως αντιφασίστας ποτέ δεν έγινε άνθρωπος του Διαφωτισμού.

alt

Τα δύο έργα προσομοιάζουν με την απίστευτη βία που συναντάμε διαβάζοντας το Βαμμένο Πουλί του Γιέζι Κοζίνσκι (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Μεταίχμιο). Ο Κοζίνσκι όμως δεν έβλεπε ευτυχία στους νεκρούς. Τους έβλεπε μόνο ως νεκρούς. Μόνο ένας Μαλαπάρτε βλέπει ευτυχισμένο χαμόγελο στο γαλάζιο πρόσωπο των νεκρών. Για τον Μαλαπάρτε οι νεκροί είναι αθώοι και επικίνδυνοι συνάμα. Γι’ αυτό απαντώντας στον χαρούμενο αμερικανό στρατιωτικό που επιστρέφει στην Αμερική και ο οποίος του προτείνει να έρθει μαζί του στη χώρα των ζωντανών, του λέει: «Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τους νεκρούς μου, Τζίμι» (Το Δέρμα, σελ. 422). Μόνο οι νεκροί είναι καλοί. Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει Χριστός, αρκεί να είναι νεκρός. Αν και αρκετές σελίδες παραπάνω παρουσιάζει τους νεκρούς ως τα πιο πεισματάρικα και επικίνδυνα όντα. «Η αστυνομία θα έπρεπε να φοράει χειροπέδες στους νεκρούς, αντί να λυσσάει να τις φορέσει στους ζωντανούς» (στο ίδιο, σελ 93).

Τι είναι όμως το Καπούτ; Ποια η προέλευση της λέξης; Προέρχεται από το εβραϊκό kopparoth, που σημαίνει θύμα. «Το πεπρωμένο του γερμανικού λαού είναι να μετατραπεί σε kopparoth, σε θύμα, σε kaputt» (Καπούτ, σελ. 19). Από τις πρώτες σελίδες του Καπούτ δεν έχουμε μόνο την εξιστόρηση του πολέμου ως πραγματικότητα, αλλά την εξιστόρηση της ζωής του ανθρώπου-θύμα.

Το Καπούτ ξεκινά με τον συγγραφέα να αναπαύεται στην ουδέτερη Σουηδία. Είναι Σεπτέμβριος του 1941, ούτε καν τρεις μήνες μετά την εισβολή στη Ρωσία και την Ουκρανία. Ο Μαλαπάρτε είναι εκεί μαζί με τον πρίγκιπα Ευγένιο, γνωστό του από την Μονμάρτη στο Παρίσι και παρατηρούν στις αποβάθρες της Νίμπροπλαν να «λικνίζονται λευκά ατμόπλοια. […] Πίσω από το ναύσταθμο ανέθρωσκε ένα γαλάζιο σύννεφο καπνού, που κάθε τόσο το έκοβε με μια κάτασπρη αστραπή το πέταγμα ενός γλάρου» (Καπούτ, σελ. 22). Συζητούν για τον Χέντερλιν και παρομοιάζουν το σουηδικό τοπίο με άλογο που καλπάζει.

Όλα βαίνουν καλώς; Όχι φυσικά. Συζητώντας με τον πρίγκιπα αρχίζει να ιστορεί πώς ευρισκόμενος στο στρατόπεδο του Σμολένσκ, είδε να έχουν στήσει οι Γερμανοί όρθιο ένα σοβιετικό νεκρό: «Στεκόταν ακίνητος, με το δεξί μπράτσο απλωμένο για να μας δείξει το δρόμο» (Καπούτ, σελ. 35). Ένας νεκρός που έπαιζε το ρόλο πινακίδας. Ιδού η τροχαία μας του είπε ο Γερμανός αξιωματικός ή αλλιώς «η αμίλητη αστυνομία» τους. Ενώ στη Σουηδία θαύμαζε τα άλογα, στην Φιλανδία συναντά νεκρά άλογα μέσα στο πάγο μόνο με το κεφάλι τους να εξέχει. Στη Βεσσαραβία και στην Ουκρανία συναντά κυνηγημένους Εβραίους και τους κυνηγούς τους. Τους Εβραίους δηλαδή που κυνηγούσαν Γερμανοί, Ρουμάνοι και ντόπιοι στα ποτάμια ανάμεσα στα καλάμια και στα βούρλα, τους αποκαλούμενους «τα ποντίκια». Δεν καταγράφει απλώς γεγονότα. Πυροβολεί συνειδήσεις. Ή γραφή του δεν αφυπνίζει. Σκοτώνει. Μόνο ο θάνατος αφυπνίζει.

Στη συζήτησή του στη Βαρσοβία με τον Γενικό Κυβερνήτη της κατεχόμενης Πολωνίας, τον μετέπειτα καταδικασθέντα σε θάνατο Φρανκ, εκδηλώνει το ταλέντο του να «σκοτώνει» τον συνομιλητή του με το χιούμορ του και την υποδόρια ειρωνεία του. Ο τελευταίος του αυτοπαρουσιάζεται ως βασιλιάς της Πολωνίας, αλλά ο Μαλαπάρτε του απαντά πως έχει γνωρίσει πολλούς βασιλιάδες αλλά κανείς τους δεν του είπε ποτέ: «Εγώ είμαι ο βασιλιάς». Ο Μαλαπάρτε αποκαλύπτει ένα μορφωμένο άνθρωπο, τον Φρανκ, που όχι μόνο δεν γνωρίζει τι είναι οίκτος, αλλά έχει και την αντίληψη ότι οι Πολωνοί οφείλουν να τον αγαπούν. Για τον Φρανκ οι Πολωνοί δεν είναι ικανοί να αγαπούν τον Σοπέν ούτε να παίζουν τα έργα του. Γι’ αυτό και κάθεται, αυτός, ένας Γερμανός, να παίξει Σοπέν. «Η μόνη μου φιλοδοξία» είπε ο Φρανκ, είναι να εξυψώσω τον πολωνικό λαό στην τιμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (Καπούτ, σελ. 107). Φυσικό ήταν να μη καταλαβαίνει γιατί, αν και έχει τόσο «καλές προθέσεις», οι Πολωνοί δεν τον αγαπούν. Αλλά ισχυρίζεται στο τέλος θα τον αγαπήσουν. Τόσο πολύ ώστε να τον εκτελέσουν.

Εδώ όμως δεν περιγελά μόνο τον Φρανκ, αλλά τους συνεργάτες του, όπως και τις συζύγους όλων και κυρίως αυτή του Φρανκ. Περιπαίζει τους Γερμανούς, γενικά. Αυτοί, ισχυρίζεται, δεν φοβούνται τους ισχυρούς. Φοβούνται τους αδύναμους, τους καταδυναστευόμενους, τους άοπλους, τους άρρωστους, τους γέρους, τις γυναίκες, τους Εβραίους. «Ο Γερμανός αποκαλύπτεται, παρασύρεται να μιλήσει για πείνα, για τουφεκισμούς, για σφαγές, με μια νοσηρή ικανοποίηση που αποκαλύπτει όχι μόνο τη μνησικακία, τη ζήλια, τον απογοητευμένο έρωτα, το μίσος, αλλά μια αξιολύπητη και αξιοθαύμαστη μανία εξαχρείωσης» (Καπούτ, σελ. 139).

alt
Ο Curzio Malaparte

Αν επιμένω εδώ, δεν είναι για να καταδείξω το μίσος ή καλύτερα την περιφρόνηση του Μαλαπάρτε προς τους Γερμανούς. Εδώ κρύβεται κάτι βαθύτερο, κατά τη γνώμη μου. Κρύβεται η περιφρόνηση του συγγραφέα στον εαυτό του, στην περσόνα του Μαλαπάρτε. Οι Γερμανοί είναι ο ίδιος. Ο Μαλαπάρτε στο Καπούτ χρησιμοποιεί τους Γερμανούς και στο Δέρμα τους Αμερικανούς για να σατιρίσει τον εαυτό του και τις ιδέες του. Η κακία δεν αφορά τους άλλους. Αφορά τον ίδιο. Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο ίδιος. Ο ίδιος που βλέπει τόσους ανθρώπους να υποφέρουν και τόσους άλλους να τους βασανίζουν και είναι αδύναμος να κάνει οτιδήποτε για να διαψεύσει την πίστη του ότι η κακία κυβερνά την ανθρωπότητα. Έτσι, ενώ ακούει, χωρίς σοβαρή αντίδραση, τον Φρανκ να λέει πόσο ωραία ζουν οι Εβραίοι στο γκέτο, καταφεύγει στην παραδοξολογία ότι ο Χίτλερ είναι γυναίκα. Η μητέρα και όχι ο πατέρας του γερμανικού λαού. Ίσως νομίζει ότι έτσι προσβάλλει περισσότερο τον Φρανκ και το επιτελείο του, παρά με το να μιλήσει για το γκέτο. Δεν είμαι σίγουρος. Με την ευκαιρία πάντως της συνάντησής του με τον Φρανκ, ο Μαλαπάρτε, που δείχνει μια συμπάθεια προς τους Πολωνούς, την οποία δεν δείχνει για άλλους λαούς, μιλά για τη συνεργασία πολωνικού κλήρου και Φρανκ, για το ρόλο της πολωνικής αριστοκρατίας, της αστικής τάξης, των εργατών, των αγροτών και των διανοουμένων της χώρας.

Χαρακτηριστικές στιγμές του βιβλίου είναι επίσης το βαγόνι που ανοίγει και οι στοιβαγμένοι σ’ αυτό Εβραίοι κυλούν κάτω νεκροί, το αποτρελαμένο σκυλί από τους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι, η δοκιμασία του γάτου για τους Γερμανούς στρατιώτες, οι Γερμανοί που πυροβολούσαν τα σκυλιά στην Ουκρανία, γιατί πολλά από αυτά λειτουργούσαν ως «αντιαρματικοί σκύλοι», τα είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια που υπάρχουν στο πανέρι που του προσφέρει ο Κροάτης φασίστας Άντε Πάβελιτς. Το πιο σπαρταριστό όμως επεισόδιο είναι με τον Γερμανό στρατηγό που προσπαθεί να αλιεύσει ένα σολομό και που, αφού αποτυγχάνει και γελοιοποιείται, διατάσει τους στρατιώτες του να τον εκτελέσουν. Για να συμπεράνει ο Μαλαπάρτε ότι τα ψάρια, όπως και τα πουλιά, δεν αγαπούν τους Γερμανούς. Τελικά επιστρέφει στη Νάπολη τον Αύγουστο του ’43. Λίγο πριν από την είσοδο στην πόλη των Αμερικανών. Εκεί ρωτά γιατί υπάρχουν τόσες μύγες και τον πληροφορούν ότι τον πόλεμο τον κέρδισαν οι μύγες. Τόσο απαισιοδοξία.

Το Δέρμα, γραμμένο το 1949, συνεχίσει εκεί που σταμάτησε το Καπούτ. Στη Νάπολη. Τώρα ως αξιωματικός του ιταλικού στρατού του στρατηγού Μπαντόλιο που ανέτρεψε τον Μουσολίνι συνοδεύει και συνομιλεί με τους Αμερικανούς που τον Σεπτέμβριο του ’43 εισέβαλλαν στη Νάπολη. Τι θέλει όμως να συμβολίσει με τη λέξη δέρμα; Δέρμα είναι μόνο το ενδιαφέρον για το τομάρι μας. «Ο σύγχρονος πολιτισμός, αυτός ο πολιτισμός χωρίς Θεό, που υποχρεώνει τους ανθρώπους να δίνουν τέτοια σημασία στο τομάρι τους. Μόνο το τομάρι μετράει τώρα πια» (Το Δέρμα, σελ. 165). Το δέρμα για τον συγγραφέα είναι ο φιλοτομαρισμός; Αν βλέπαμε μόνο αυτό το απόσπασμα σίγουρα θα συμφωνούσαμε με αυτή τη διαπίστωση. Και στα δύο όμως έργα ο Μαλαπάρτε μάς δίνει παραδείγματα ανθρώπων που δεν πρόδωσαν τις αξίες τους για να σώσουν το τομάρι τους. Ο ίδιος ο Μαλαπάρτε είναι ένας εξ αυτών. Στο Καπούτ μεταφέρει γράμματα σε Πολωνούς από δικούς τους ανθρώπους με κίνδυνο να συλληφθεί. Και όχι μόνο το κάνει, αλλά αν πιστέψουμε τον ίδιο, αφού πλέον έχει παραδώσει τις επιστολές, το αποκαλύπτει στον «εκλεπτυσμένο διανοούμενο» σφαγέα Φρανκ. Δεν υπήρξαν επιπτώσεις από την πλευρά του Φρανκ. Τον ενδιέφερε μόνο ο θάνατος των Εβραίων και των Πολωνών.

alt

Το Δέρμα ξεκινά με τον Μαλαπάρτε να βρίσκεται αυτή τη φορά εντός της αμερικανικής στρατιάς που έχει καταλάβει την Νάπολη. Από την αρχή γίνεται φίλος με τον συνταγματάρχη του Γενικού επιτελείου Τζακ Χάμιλτον, έναν Αμερικανό που τον παρουσιάζει με τα λαμπρότερα χρώματα. Ένα ελληνιστή Αμερικανό, βαθύτατα μορφωμένο και καλλιεργημένο. Ένα άνθρωπο που ανήκει στην ελίτ. Έναν άνθρωπο αδελφή ψυχή για τον Μαλαπάρτε. Ένας Αμερικανός που ισχυρίζεται ότι χρειάζεται την Ευρώπη για να νιώθει Αμερικανός. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Μαλαπάρτε αναδεικνύει όλα αυτά τα στοιχεία που απαντούν στο ερώτημα, γιατί η Αμερική είναι ένα νέο έθνος. Βεβαίως η στάση του έναντι της Αμερικής κινείται μεταξύ θαυμασμού και λεπτής ειρωνείας. Όπως εδώ: «Η καλοσύνη και η αθωότητα αυτών των αγοριών από την άλλη άκρη του ατλαντικού που αποβιβάστηκαν στην Ευρώπη για να τιμωρήσουν τους κακούς και να επιβραβεύσουν τους καλούς» (Καπούτ, σελ. 24). Ειρωνεία, αλλά και θαυμασμός. Ακόμη εμφανέστερα εδώ: «Αχ, η Αμερική, αυτός ο φωτεινός και απόμακρος ορίζοντας, αυτή η απρόσιτη ακτή, αυτή η ευδαίμων και απαγορευμένη χώρα!» (στο ίδιο, σελ. 30).

Αν στο Καπούτ φωτογραφίζει το πρόσωπο του γοργού θανάτου, στο Δέρμαφωτογραφίζει τον αργό θάνατο που προκύπτει από την πείνα, η οποία δικαιολογεί την εκπόρνευση των κατοίκων της. Οι Ναπολιτάνοι, άνδρες και γυναίκες, εκπορνεύονται σ’ αυτά τα καλά παιδιά τους Αμερικανούς νέγρους στη λεγόμενη «ιπτάμενη αγορά». Οι Ναπολιτάνοι πλασάρουν τον «νέγρο» τους στον επόμενο και έτσι ζει η πόλη. «Ο νέγρος ούτε που το έπαιρνε είδηση πως είχε γίνει ανταλλακτικό εμπόρευμα, δεν υποψιαζόταν καν πως τον είχαν πουλήσει και αγοράσει σαν σκλάβο» (Καπούτ, σελ. 33).

Σαρκάζει όμως την αμερικανική ιθύνουσα τάξη σε μια σκηνή απείρου κάλους. Στο γεύμα του στρατηγού Κορκ προς τιμήν της μίσεζ Φλατ, επικεφαλής των Wacs, του γυναικείου κλάδου του αμερικανικού στρατιωτικού σώματος, τους προτείνει να φάνε το ψάρι «σειρήνα». Πριν τους σερβίρουν, σε μια συζήτησή του με την μίσεζ Φλατ, την ειρωνεύεται σε σημείο γελιοποίησης. Την διαβεβαιώνει ότι πριγκίπισσα με όνομα Εσπόζιτο, για την οποία η Φλατ δηλώνει ότι είναι φίλη της, δεν υπάρχει. Εδώ, όπως και στο σημείο που υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ και κάθε δικτάτορας είναι γυναίκα, βγάζει βεβαίως και ένα απύθμενο μισογυνισμό. Δεν τελειώνει όμως το επεισόδιο εδώ. Όταν έρχεται το ψάρι «σειρήνα», αυτό μοιάζει με «μικρό κορίτσι». Οι Αμερικανοί τρελαίνονται. Πώς είναι δυνατόν να τους προσφέρουν ένα μικρό κορίτσι για ψάρι; Άδικα ο Μαλαπάρτε και οι σερβιτόροι προσπαθούν να τους πείσουν ότι έχουν να κάνουν με ψάρι και όχι με άνθρωπο. Η σκηνή περιγράφεται με τόση αληθοφάνεια ώστε να γίνεται πολύ δύσκολο να καταλάβουμε πού στον Μαλαπάρτε βρίσκεται η πραγματικότητα και πού η επινόηση.

naples 1943

Εξίσου απαξιωτικός είναι για την αριστοκρατία της Νάπολης, η οποία εγκατέλειψε την πόλη και τους φτωχούς πολίτες. Εκεί όμως που «δίνει τα ρέστα του», κατά το κοινώς λεγόμενο, είναι στο λίβελλο κατά της ομοφυλοφιλίας και των ομοφυλόφιλων που περιέχεται στα κεφάλαια «Τα σάρκινα ρόδα» και «Τα τέκνα του Αδάμ». Εδώ προσκαλείται από έναν ομοφυλόφιλο φίλο του, κομμουνιστή, σε μια λέσχη για να συναντηθεί με νέους που και αυτοί είναι κομμουνιστές και ομοφυλόφιλοι. Αυτοί γράφει «ασκούσαν ομοφυλοφιλία πιστεύοντας ότι κάνουν κομμουνισμό» (στο ίδιο, σελ. 169). Μιλά για νέους «που πρέσβευαν τον μαρξισμό έτσι όπως τότε είχαν πρεσβεύσει τον πιο εξαντλημένο ναρκισσισμό, δανείζονταν τις αιτίες του νέου τους αισθητισμού από τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Σοστακόβιτς, και μιλούσαν περιφρονητικά για τον αστικό σεξουαλικό κομφορμισμό σαν να επρόκειτο για μια ευτελή μορφή τροτσκισμού» (στο ίδιο, σελ. 117). Περιγελά τόσο τους περίφημους εκκεντρικά ντυμένους νέους zazous που ήσαν γκωλικοί, όσο και τους ομοφυλόφιλους που αυτοαναγορεύονταν κομμουνιστές. Μέχρι και για «μαρξιστική παιδεραστία» μιλάει. Όχι τυχαία, υποστηρίζει ότι τον πόλεμο θα κερδίσουν οι ομοφυλόφιλοι κατάσκοποι και οι πουτάνες.

Υπάρχουν ακόμη πολλά περιστατικά υψηλής ειρωνείας. Αυτό που αξίζει ιδιαίτερη αναφορά είναι το περιστατικό με τον Αμερικανό στρατηγό Κορκ. Αυτός παρακολουθεί τα αμερικανικά στρατεύματα να εισέρχονται στη Ρώμη, στέκεται όρθιος και βλέποντας «τον γιγαντιαίο σκελετό του Κολοσσαίου» αναφωνεί: «Τα βομβαρδιστικά μας έκαναν καλή δουλειά». Είναι η διπλή Αμερική. Αυτή του ελληνιστή συνταγματάρχη Τζακ Χάμιλτον από τη μια και του στρατηγού Κορκ ή της μίσεζ Φλατ από την άλλη. Φλατ, όνομα και πράγμα.

Δεν θα υπήρχε καλύτερη λογοτεχνική σύνδεση της απελευθέρωσης της Νάπολης από τη σκηνή της έκρηξης του Βεζούβιου και την πομπή των φτωχών στο ηφαίστειο μετά τη γενική καταστροφή των φτωχών συνοικιών της πόλης. Το τέλος χαράσσουν δυο φράσεις: «Σ’ εμάς στην Ευρώπη μονάχα οι νεκροί μετρούν» και «Είναι ντροπή να κερδίζεις τον πόλεμο».

Στα δυο βιβλία έχουμε διαλόγους σε πολλές γλώσσες που όπως τονίζει στον πρόλογο του Καπούτ ο Αναστάσης Βιστωνίτης δεν αποτελούν κάποιο ενδοκειμενικό τέχνασμα. Αυτοί περιέχουν στοιχεία βαθειάς αλλοτρίωσης, είναι μια ακραία εκδήλωση του κλεισίματος στον εαυτό μας. Ο μεταφραστής Παναγιώτης Σκόνδρας ανοίγει απολαυστικές αναγνωστικές λεωφόρους ακόμη και στα πιο δυσπρόσιτα, γλωσσικώς, σημεία των δυο έργων.

Ο Μακιαβέλι έβλεπε μέσα στον άνθρωπο μόνο κακία, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπορούσε να δει καλό ούτε στην πολιτική, αν και ήταν σύμβουλος πολιτικών. Αυτός μάλιστα, ενώ έδινε πάντα καλές συμβουλές στους ηγεμόνες, ποτέ δεν συμβούλεψε σωστά τον εαυτό του. Βεβαίως όταν ο Μακιαβέλι υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι κακός, το έκανε γιατί ήθελε να αντιταχθεί στην εκκλησία που υποστήριζε ότι καλός είναι μόνο ο υποταγμένος στην αυθεντία της. Για την εκκλησία κακός είναι ο αυτόνομος άνθρωπος. Για τον Μακιαβέλι επίσης ο αυτόνομος άνθρωπος είναι κακός, αλλά ακριβώς αυτό, γι’ αυτόν, είναι το μόνο καλό. Αντιθέτως ο Καντ πίστευε ότι στον άνθρωπο υπάρχει ροπή προς το κακό, αλλά υπάρχει φάρμακο-αντίδοτο σ’ αυτήν. Είναι ο ορθός λόγος. Αυτός ποτέ δεν θέλησε να γίνει σύμβουλος πολιτικών ή να ασχοληθεί προσωπικά με την πολιτική. Και οι δυο όμως έχουν συνδιαμορφώσει από διαφορετικά «μετερίζια», που θα έλεγε και ένας πολιτικός με φτωχό λεξιλόγιο, την πολιτική της νεωτερικότητας.

Ο Μαλαπάρτε είναι μακιαβελιστής όσον αφορά την πίστη του στη κακή φύση του ανθρώπου, αλλά καντιανός όσον αφορά την πίστη του στο ότι το ανύπαρκτο καλό μπορεί να ανευρεθεί πιο εύκολα στους καθημερινούς ανθρώπους, στην πλέμπα, όπως ο ίδιος τους ονομάζει και πολύ λιγότερο στους ανθρώπους της εξουσίας, στην αριστοκρατία των άξιων, όπως πάλι ο ίδιος τους ονομάζει.

Αυτά τα δυο βιβλία ακόμα και να είχαν γραφεί χθες, θα ήσαν ήδη κλασικά έργα.

 

Αποσπάσματα από τα βιβλία

«Η μίσεζ Φλατ έμοιαζε με τέρας αιδούς και παρθενικότητας, Και θα φάνταζε το δίχως άλλο παλαιότερη από τις ίδιες Αφροδίτες και τις ίδιες νύμφες του Μποτιτσέλι, εάν κάτι στο πρόσωπό της, στο στιλπνό της δέρμα, παρόμοιο με μάσκα πορσελάνης, και στα στρογγυλά πράσινά της μάτια, ορθάνοικτα και απλανή, δεν θύμιζε κάποιες έγχρωμες εικόνες της Vogue και του Harper’s Bazaar για τη διαφήμιση κάποιου ινστιτούτου καλλονής ή κάποιας κονσερβοποιίας? ή μάλλον για να μην πληγώσω υπερβολικά τον εγωισμό της μίσεζ Φλατ, εάν δεν θύμιζε το σύγχρονο αντίγραφο κάποιου παλαιού πίνακα με ό,τι υπερβολικά γυαλιστερό, υπερβολικά καινούργιο έχει το βερνίκι στο αντίγραφο παλαιού πίνακα». (Το Δέρμα)

«Ο Χίτλερ, όπως και όλοι οι δικτάτορες, δεν είναι παρά μια γυναίκα» και «Η δικτατορία είναι η πληρέστερη μορφή ζηλοτυπίας». Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, ο Μόσλεϊ αναστατώθηκε, με κοίταξε με τα μισόκλειστα μάτια του και «ώστε και ο Καίσαρας δεν ήταν, κατά τη γνώμη σας, παρά μια γυναίκα;» με ρώτησε ελαφρά εκνευρισμένος. Ο Νίκολσον κρατιόταν να μην γελάσει και μου έκανε νόημα με τα μάτια. «Ήταν πολύ χειρότερος από γυναίκα» απάντησα. Ο Καίσαρας δεν ήταν gentleman». (Καπούτ)


alt

Το Δέρμα
Curzio Malaparte
Παναγιώτης Σκόνδρας
Μεταίχμιο 2017
Σελ. 448, τιμή εκδότη €14,40

 

alt

Καπούτ
Curzio Malaparte
Παναγιώτης Σκόνδρας
Πρόλογος Αναστάσης Βιστωνίτης
Μεταίχμιο 2017
Σελ. 656, τιμή εκδότη €16,60

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ CURZIO MALAPARTE

** Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και η διαδικτυακή πύλη για το βιβλίο BOOK PRESS σας προσκαλούν σε μια βραδιά αφιερωμένη στον κλασικό συγγραφέα και διανοούμενο Curzio Malaparte, την Τρίτη, 27 Μαρτίου, στις 20:00, στον Πολυχώρο Μεταίχμιο (Ιπποκράτους 118, Αθήνα). Για τον συγγραφέα και το έργο του θα μιλήσουν ο δημοσιογράφος-ιστορικός Μάρκος Καρασαρίνης, ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης και ο Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας-συγγραφέας Γιώργος Σιακαντάρης. Συντονίζει ο συγγραφέας και διευθυντής της BOOK PRESS Κώστας Κατσουλάρης. Η εκδήλωση θα μεταδοθεί ζωντανά μέσω live streaming από το www.metaixmio.gr.