—του Γιώργου Τσακνιά—
Στις 12 Μαΐου 1947 εγκαινιάστηκαν στη Μακρόνησο τα «Τάγματα Αναμορφώσεως Οπλιτών». Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως ιστορικό επίμετρο για το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη Οδός Αβύσσου αριθμός 0, επιμέλεια Γιώργος Τσακνιάς, Αθήνα :Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2008. (Το Βήμα Βιβλιοθήκη· Ιστορία στη Λογοτεχνία · 26,Ημερομηνία 1ης κυκλοφορίας: 12.12.2008). Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τις συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
* * *
Στις αρχές του 1946, προτού ακόμη ο ελληνικός εμφύλιος ξεσπάσει «επισήμως», οι αρχές ήρθαν αντιμέτωπες με ένα οξύ πρόβλημα: τα φρονήματα των οπλιτών, υπαξιωματικών και αξιωματικών του ελληνικού στρατού. Κατά τη συγκρότηση του στρατού, οι Βρετανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι είχαν αποτρέψει την επιλογή των κληρωτών με βάση τα φρονήματα και τον αποκλεισμό των κομμουνιστών. Παρά τη βρετανική υπόδειξη, αρχικά δόθηκαν αρκετές απαλλαγές από τη στράτευση σε αριστερούς για διάφορους δήθεν ιατρικούς λόγους («φύσημα στον αριστερό πνεύμονα», «αυξημένα ερυθρά αιμοσφαίρια»). Παρουσιάστηκε μάλιστα και το οξύμωρο φαινόμενο πολλών μη αριστερών που προσποιούνταν τους αριστερούς για να γλιτώσουν τη στράτευση. Οι κίνδυνοι ωστόσο για τον κυβερνητικό στρατό από τους αριστερούς οπλίτες ήταν αρκετοί: από τις πληροφορίες που μπορούσαν να δώσουν στους αντάρτες μέχρι τις λιποταξίες, καθώς μάλιστα στις πρώτες συγκρούσεις του στρατού με ανοργάνωτες ακόμη ομάδες ανταρτών, το 1946, υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ολόκληρες μονάδες πέρασαν στους αντάρτες, μαζί με τον οπλισμό τους.
Έτσι, με δεδομένη την κλιμάκωση του εμφυλίου και τη σύγκρουση του τακτικού στρατού με τους αντάρτες, προέκυψε η ανάγκη εκκαθάρισής του. Δημιουργήθηκαν αρχικά τρία άοπλα Τάγματα Σκαπανέων όπου εντάχθηκαν οι ανεπιθύμητοι στο μέτωπο οπλίτες αριστερών ή «υπόπτων» φρονημάτων. Η συμμετοχή στην εθνική αντίσταση από τις τάξεις του Ε.Α.Μ., του Ε.Λ.Α.Σ. ή της Ε.Π.Ο.Ν. ήταν ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό, σύντομα όμως και η απλή συγγένεια με αντάρτες ή αριστερούς ή και η όποια εκδήλωση συμπάθειας ή αλληλεγγύης σε διωκόμενους αριστερούς αρκούσε επίσης ως ένδειξη «αντεθνικής» συμπεριφοράς και, για την περίπτωση των στρατευσίμων, αποτελούσε αιτία κατάταξης στα άοπλα Τάγματα Σκαπανέων. Τον Απρίλιο του 1947 δημιουργήθηκε η Διεύθυνση Β-ΧΙ/Γ.Ε.Σ. (η οποία στα τέλη του 1949 αντικαταστάθηκε από τον Οργανισμό Αναμορφώσεως Μακρονήσου) υπό τον ταξίαρχο Γεώργιο Μπαϊρακτάρη και τα τρία τάγματα σκαπανέων υπάχθηκαν σε αυτήν. Τότε γεννήθηκε η ιδέα της «αναμορφώσεως» των οπλιτών αυτών, της αλλαγής δηλαδή των φρονημάτων τους δια της «διαπαιδαγωγήσεως». Η νέα αυτή πρακτική συνδυάστηκε με τον θεσμό της εκτόπισης. Η εκτόπιση των πολιτικών αντιφρονούντων αντλούσε τη θεσμική της υπόσταση από τη νομοθεσία περί ληστείας, είχε εγκαινιαστεί τη δεκαετία του 1920 επί δικτατορίας Παγκάλου, για να γενικευτεί επί Μεταξά (1936-1940)? οι κομμουνιστές κατά κύριο λόγο, αλλά και άλλοι αντίπαλοι του καθεστώτος, εξορίζονταν σε νησιά ή περιορίζονταν να ζήσουν στο χωριό τους χωρίς την άδεια να μετακινηθούν και με την υποχρέωση να ακολουθούν τους περιοριστικούς όρους που επέβαλλαν οι τοπικές αστυνομικές αρχές. Έτσι, το καλοκαίρι του 1947, τα τρία Τάγματα Σκαπανέων μεταφέρθηκαν στη μικρή και άγονη Μακρόνησο, απέναντι από το Λαύριο, και άρχισαν να προετοιμάζουν τις υποτυπώδεις εγκαταστάσεις. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) η Μακρόνησος είχε χρησιμοποιηθεί ως τόπος καραντίνας Τούρκων αιχμαλώτων, πολλοί από τους οποίος πέθαναν εκεί από επιδημία χολέρας. Τα αντίσκηνα των πρώτων εξόριστων στήθηκαν πάνω στα νεκροταφεία, κι έτσι οστά και κρανία υποδέχθηκαν τους σκαπανείς.
Οι τρεις μονάδες Σκαπανέων μετονομάστηκαν σε «Τάγματα Αναμορφώσεως Οπλιτών»: Α΄ Ε.Τ.Ο., Β΄ Ε.Τ.Ο. και Γ΄ Ε.Τ.Ο.. Ειδικά στο Γ΄ Ε.Τ.Ο., από την εποχή που ως Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων έδρευε στο Ντουντουλάρ της Θεσσαλονίκης, είχε σχηματιστεί ένα επιτελείο «ανανήψεως», αποτελούμενο από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και «εθνικόφρονες» οπλίτες, το οποίο επεδείκνυε ιδιαίτερο ζήλο στο «αναμορφωτικό» έργο. Το Γ΄ Ε.Τ.Ο. εγκαταστάθηκε στο νότιο άκρο της Μακρονήσου, μακριά από τα άλλα δύο τάγματα (στην ίδια περιοχή δημιουργήθηκαν και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, όπου μεταξύ άλλων αργότερα κλείστηκαν οι στρατηγοί του Ε.Λ.Α.Σ. Σαράφης, Μάντακας και Αυγερόπουλος), και υπήρξε πρωτοπόρο στη δημιουργία του κλίματος απόλυτου τρόμου. Το «γαλάζιο τάγμα», όπως ήταν γνωστό, αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο πείραμα στη διαδικασία της εθνικής «ανανήψεως». Εκεί πρωτοχρησιμοποιήθηκαν συστηματικά τα βασανιστήρια προκειμένου να αποσπαστεί η περίφημη «δήλωση μετανοίας» από τους φαντάρους, μέχρι να ξεκαθαρίσουν οι «αμετανόητοι». Τις πρώτες μέρες της Μακρονήσου, οι φήμες σχετικά με τα όσα γίνονταν στο Γ΄ Ε.Τ.Ο. κατατρομοκρατούσαν τους υπόλοιπους φαντάρους. Το Β΄ Τάγμα λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο ως γραφείο διαλογής: εκεί το γραφείο Α2 αποφάσιζε ποιοι φαντάροι ήταν «επιδεκτικοί αναμορφώσεως» και τους έστελνε στο Γ΄ Ε.Τ.Ο., ενώ τους «αμετανόητους» στο Α΄ Ε.Τ.Ο., το «κόκκινο τάγμα».
Η «ανάνηψη» συνίστατο στην υπογραφή της περίφημης «δηλώσεως μετανοίας». Οι «ανανήψαντες» θα μετατρέπονταν σε «υγιείς πατριώτες» οι οποίοι θα έπαιρναν τα όπλα για να πολεμήσουν τους πρώην συντρόφους τους. Βεβαίως, πραγματικός στόχος ήταν η ηθική εξόντωση. Γι’ αυτό και το σύστημα των δηλώσεων δεν ήταν διόλου απλό. Δεν αρκούσε να υπογράψει κανείς μια δήλωση για να φύγει από τη Μακρόνησο. Έπρεπε να γράψει επιστολές στον κοινοτάρχη, στον παπά της ενορίας του, στην τοπική εφημερίδα του τόπου καταγωγής του. Έπρεπε να γράψει φλογερές ομιλίες εναντίον του «ληστοσυμμοριτισμού» και των «εαμοσλάβων» και υπέρ της πατρίδος, ενίοτε δε έπρεπε να γράψει και ποιήματα, και να τα απαγγείλει στους συναδέλφους του. Και, φυσικά, έπρεπε να δώσει ονόματα, όσο το δυνατόν περισσότερα: ποιος, πού και πότε τον μύησε στο Κ.Κ.Ε., ποια άλλα μέλη γνωρίζει κ.ο.κ. Η πιο τρανή δε απόδειξη της «ανανήψεως» ήταν να λάβει τελικά κι αυτός μέρος στον εξευτελισμό (ύβρεις, γιουχάισμα κ.τ.λ.) και τον βασανισμό (ξυλοδαρμό, λιθοβολισμό κ.τ.λ.) των «αμετανοήτων» πρώην συντρόφων του, όσων δηλαδή επέμεναν στην άρνησή τους να υπογράψουν.
Οι δηλώσεις μετανοίας κρατούσαν και αυτές από την εποχή Μεταξά. Σκοπός τους ήταν ο εξευτελισμός του υπογράφοντος, η απομάκρυνσή του από τους συντρόφους του, η δημιουργία ενοχών, η απαξίωση από τον ίδιο της ζωής του και των επιλογών του – με λίγα λόγια, η πλήρης και οριστική καταρράκωση της προσωπικότητας. Η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιείτο στις τυποποιημένες αυτές δηλώσεις είχε συγκεκριμένη λειτουργία: ενώ υποτίθεται βέβαια πως ο υπογράφων αποκήρυσσε «προθύμως», ενίοτε δε και «αυθορμήτως παρουσιασθείς», τον κομμουνισμό και το «προδοτικόν και ξενόδουλον» Κ.Κ.Ε., η όλη ορολογία, η ακραία εθνικοφροσύνη και οι λανθάνουσες θρησκευτικές μεταφορές, ταύτιζαν τον «αποκηρύσσοντα» με τους αντιπάλους του, με τους βασανιστές του, προκαλώντας του έτσι απογοήτευση, σύγχυση και πλήρη αποπροσανατολισμό.
Κρίσιμο γεγονός, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κάμψη του φρονήματος των οπλιτών του Α΄ Ε.Τ.Ο., ήταν η σφαγή της 29ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 1948. Δύο μήνες νωρίτερα, παραμονές Χριστουγέννων του 1947, είχε προηγηθεί η ανακοίνωση από τον Δημοκρατικό Στρατό της δημιουργίας «κυβέρνησης του βουνού», υπό τον Μάρκο Βαφειάδη. Η εξέλιξη αυτή, που είχε οξύνει ιδιαίτερα την εμφύλια διαμάχη, είχε τον αντίκτυπό της και στη Μακρόνησο. Στις 29 Φεβρουαρίου του 1948, η φρουρά άνοιξε πυρ εναντίον των συγκεντρωμένων στο θέατρο οπλιτών του Α΄ Τάγματος. Την επομένη, η φρουρά, ενισχυμένη με αξιωματικούς, αλφαμίτες (μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας ή «Ασφαλείας Μονάδος») και «ανανήψαντες» οπλίτες από τα υπόλοιπα τάγματα, συγκέντρωσε τους οπλίτες του Α΄ Ε.Τ.Ο. στην ακτή και άνοιξε πυρ εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα τους πολυβολούσε ακταιωρός του Πολεμικού Ναυτικού, επί της οποίας επέβαινε ο διοικητής της Μακρονήσου Γ. Μπαϊρακτάρης. Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων έκανε λόγο για «στάση» των κρατουμένων, η οποία αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς από τη εν αμύνη ευρισκόμενη φρουρά, καθώς και για δεκαεπτά νεκρούς. Οι προσωπικές μαρτυρίες μιλούν για τριακόσιους περίπου νεκρούς ή αγνοουμένους. Αργότερα, αρκετοί οπλίτες χαρακτηρίστηκαν πρωταίτιοι της «στάσης» και δικάστηκαν στο Λαύριο. Πέντε από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, άλλοι επέστρεψαν στη Μακρόνησο και κλείστηκαν στα «σύρματα». Αρκετοί οπλίτες του Α΄ Ε.Τ.Ο. υπέγραψαν δήλωση ύστερα από τη «στάση».
Τα βασανιστήρια, που από την άνοιξη του 1948 γενικεύτηκαν, περιελάμβαναν πολύωρο κουβάλημα πέτρας στον ήλιο, ατομικούς ή ομαδικούς ξυλοδαρμούς, ομαδικό και μέχρι λιποθυμίας λιντσάρισμα στις διαβόητες χαράδρες του νησιού, το μαρτύριο της δίψας (ενίοτε με παστό μπακαλιάρο ή ρέγκα για συσσίτιο), κατάβρεγμα με παγωμένο νερό, «καταδύσεις» στη θάλασσα (ενίοτε μέσα σε τσουβάλι), φάλαγγα, «αεροπλανάκι» (ορθοστασία με τα χέρια σε έκταση, κρατώντας ενδεχομένως και πέτρες), απομόνωση στα «σύρματα» (περιορισμένους χώρους περίκλειστους από αγκαθωτό συρματόπλεγμα), πρόσδεση στα «σύρματα» ή στο «σιδηρωτήριον» (μια μεγάλη λεία πέτρα που πύρωνε από τον ήλιο), στραμπούληγμα χεριών, ποδιών ή γεννητικών οργάνων, εικονικές εκτελέσεις – και οτιδήποτε άλλο δίδασκε η προϋπηρεσία των βασανιστών ή γεννούσε η έμπνευση της στιγμής. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τα βασανιστήρια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στη Μακρόνησο, αρκετοί δεν άντεξαν και αυτοκτόνησαν, ακόμα περισσότεροι απέκτησαν μόνιμη αναπηρία ή έχασαν τα λογικά τους.
Συνέχεια στην DIM-ART