Μακεδονοπράκτορες & Μακεδονολάγνοι

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 02 Φεβ 2018

Το Μακεδονικό ζήτημα, λέει ο Κλαούντιο Μαγκρίς στο έργο του «Ο Δούναβις»,  μπορεί να συνοψισθεί στη μικρή ιστορία του κυρίου Όμεριτς: ο Όμεριτς που τον έλεγαν έτσι επί γιουγκοσλαβικής μοναρχίας, έγινε Ομέροφ κατά τη γερμανική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα Ομέρτσκι για την «Δημοκρατία της Μακεδονίας» που ήταν μέρος της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Το αρχικό του όνομα ήταν Ομέρ και φυσικά Τούρκικο.

Ποιος νοιάζεται όμως για την ιστορία; Η πλειονότητα των συμπατριωτών μας αρκείται/αρέσκεται στην απλουστευμένη της και συχνά παραμορφωτική της εκδοχή, αυτή που μπορεί να συντηρεί τα εθνικά μας πάθη, και ούτως πως μια ορισμένη εθνική συνείδηση που πολλές φορές χρειάζεται να πάει πολύ μακριά για να βρει τις ρίζες της. Το ότι συντηρείται η αντιπαράθεση με τους ένθεν και ένθεν αλυτρωτισμούς, είναι ενδεικτικό της αυτοτροφοδοτούμενης ανάγκης για αυτοπροσδιορισμό μέσω της αντιπαλότητας και για αυτοϊκανοποίηση μέσω της ανάδειξης μιας φαντασιακής ετερότητας. Από τη μια μεριά. Γιατί από την άλλη είναι καθαρός λαϊκοπατριωτικός οπορτουνισμός. Δεν αναφέρομαι τόσο στο ακροδεξιό – θρησκευτικό συνοθύλευμα,  όσο στη στάση των θεσμικών κομμάτων. Ο Σύριζα κρατά με μια τυπική λιτότητα μισάνοιχτα τα χαρτιά, ώστε να μπορεί να διαφύγει και προς τις δύο κατευθύνσεις ενός «εικονικού» δημοψηφίσματος (άλλωστε πρέπει να διαχειριστεί τον παραφύση γάμο του με τους ΑΝΕΛ), η ΔΗΣΥ μας θυμίζει ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του (αλλά χωρίς να σπάει τζάμια) και το ΚΚΕ που ποτέ δεν το κατάλαβα, μας πάει από το 20ο συνέδριο στο ΝΑΤΟ (ότι δηλαδή όλη η κουβέντα γίνεται για να  συρθεί η ΠΓΔΜ στην ατλαντική συμμαχία).

Το χειρότερο βέβαια είναι η ΝΔ. Το κόμμα των εκσυγχρονιστών Μητσοτάκη – Χατζηδάκη άρχισε ξαφικά να  αισθάνεται συμπάθεια για τους πολίτες που εκφράζονται με εθνικοφροσύνη και αντιδρούν (;) στους χειρισμούς (;) μιας ανεύθυνης κυβέρνησης. Σε καμιά περίπτωση δεν νομίζει ότι είναι οι ίδιοι που κατέβαιναν στις πλατείες από το 11 και μετά, αφού τώρα είναι μόνο πατριώτες, μπάτσοι χωρίς στολή, χρυσαυγίτες και παπάδες. Με αυτούς επιλέγει να συμπλεύσει αύριο στο θολό πέλαγος του τίποτα αφού πάρει από τον Σύριζα κι αυτό το κομμάτι που πάει κι έρχεται όταν ακούει τις ντουντούκες στα μαρμαρένια αλώνια. Ως μελλοντικό κόμμα εξουσίας δεν έχει άλλωστε τίποτα να πει. Ούτε για τα τρακτέρ που ξανακατέβηκαν στα χειμερινά μπλόκα (τι είδους γεωργία θέλουμε), ούτε για τις ανεμογεννήτριες και τα εργοστάσια που όλοι συχαινόμαστε (ενώ  είμαστε αναφανδόν υπέρ της ανάπτυξης), ούτε για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης (μας ενοχλεί το περιτύλιγμα), ούτε για τα ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ (πουλάμε αυτό που κανείς δεν θέλει ν’αγοράσει – να! το επενδυτικό μας όραμα),  ούτε για την μεταρρύθμιση στην αυτοδιοίκηση που στην Ευρώπη έγινε πριν από 50 χρόνια (αρκεί να γίνεται γαλάζιος ο χάρτης), ούτε κάτι για τον πραγματικό πολιτισμό (ας μας προτείνουν δυο βιβλία βρε αδερφέ, μια ταινία που είδανε…).

Τι μένει; Α, ναι, το Ποτάμι, που μπορεί ακόμα να μας θυμίζει πως κάπου υπάρχει η αγάπη μου μα δεν ξέρω που. Έστω κι αν αυτή (κυρίως ως προσδοκία) περιέπεσε ήδη στα αζήτητα των παλαιοπωλείων. Για άλλους  βέβαια λόγους και πάντως όχι αυστηρά πολιτικούς. Ας πούμε κάτι σαν θύμα μιας ασυμφωνίας χαρακτήρων.

Υ.γ Προς θεού να μην διαγραφεί η κα Καϊλή