Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματα των/ γιατί τους διώξαμε απ τους ναούς των/ διόλου δεν πέθαναν γι αυτό οι θεοί
Κ. Καβάφης
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τον Μάη του 68 και ακόμα κυριαρχεί μια αμφιθυμία αφ ενός μεν σε μια νοσταλγία που τροφοδοτεί μια μυθολογία και αφ ετέρου σε μια καθολική απόρριψη που δεν βοηθά σε έναν ψύχραιμο αναστοχασμο. Αυτή η «απομίμηση επανάστασης» σύμφωνα με τον Ουμ. Εκο ή το «ψυχόδραμα» σύμφωνα με τον Ρ. Αρον ή «το καρναβάλι» σύμφωνα με τον Κ.Αξελο αιφνιδίασε -όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία- την θεσμισμενη τάξη πραγμάτων. Το πατερναλιστικά δομημένο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης είχε περιέλθει σε μια εσωτερική φθορά και σε μια κατάσταση εντροπίας. Η μεσοαστική νεολαία που ζούσε μέσα στην οικονομική ευμάρεια του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας ένοιωθε ένα υπαρξιακό κενό (που προφητικά κατέγραψε ο κινηματογράφος) που τροφοδοτούσε μια πλήξη και μια ανία? συμπτώματα ενός κλειστού συστήματος που δεν επιδέχονταν αλληλοτροφοδοτηση με το εξωτερικό περιβάλλον.
Με δεδομένο δε ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσετε ο άνθρωπος» και ειδικά οι νέοι, η έκρηξη δεν ήταν παρά η λανθάνουσα συσσωρευμένη κοινωνική ενέργεια που εκδηλώθηκε μέσα από την απελευθέρωση του λόγου και την κίνηση των σωμάτων, μια γιορτή «άνευ όρων και ορίων» όπως ποιητικά θα το διατύπωνε ο Εμπειρίκος μέχρι «το αυτό εγώ να γίνει», όπως ψυχαναλυτικά θα το ερμήνευε ο Φρόυντ. Μια γενιά πατροκτόνων που σε ένα παραλήρημα παντοδυναμίας, πίστεψαν ότι μπορούν «όλοι να τα θέλουν όλα», όπως έλεγε ο Λουκρήτιος «αφού απαγορεύεται να απαγορεύεις». Η φαντασίωση μιας αυτονομίας που διαχωρίζει την πράξη από την ευθύνη, την ανεξαρτησία από την δέσμευση, την ευτυχία από το πένθος, το σεξ από το συναίσθημα, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία από την άμεση δημοκρατία πυροδότησε με παθός αυτήν την ουτοπία.
Ο Μάης επέφερε ανθρωπολογικού τύπου μεταβολές στην βάση και το εποικοδόμημα. Έτσι παρ ότι ένας από τους πρωταγωνιστές του Μάη ο Κον Μπεντιντ μας προέτρεψε «Forget 68 γιατί σήμερα καλούμαστε να απαντήσουμε σε διαφορετικά διακυβεύματα», δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε γιατί το παρόν επωάστηκε στο παρελθόν. Σύμφωνα με την οικολογία της δράσης, όπως έγραφε ο Ε.Μορεν, μια πράξη αυτονομείται από την βούληση του υποκειμένου με κίνδυνο αποτυχίας και εκφυλισμού. Ο αγνός ιδεαλισμός, που είναι χαρακτηριστικό των νέων, δεν απέτρεψε αυτό που προοικονομουσε ένα σύνθημα τους «Στην επανάσταση υπάρχουν αυτοί που την κάνουν και αυτοί που επωφελούνται».
Ο Μάης 68 ήταν το ελιξίριο νεότητος ενός γηρασκοντος καπιταλισμού. Στην δεκαετία του ’80, όπως έγραφε ο μεγάλος γάλλος ιστορικός Ζ.Π.Λεγκοφ, «η κριτική της εξουσίας που εμπνέονταν από το ‘68 είχε απήχηση σε ένα ορισμένο φιλελεύθερο φαντασιακό για το όποιο όλα όσα ελέγχουν την οικονομία είναι υποχρεωτικά αρνητικά …Μολονότι το ‘68 έζησε την αποτυχία της ουτοπίας του ,οι πολιτιστικές του αξίες διαδόθηκαν βαθμιαία στην κοινωνία» εδραιώνοντας την ηγεμονία της κουλτούρας του Ναρκισσισμού. Αν όπως έγραφε ένα σύνθημα «το να επιθυμείς είναι καλό, το να πραγματοποιείς τις επιθυμίες σου ακόμα καλύτερο» και αφού η προτροπή ήταν «Εργαζόμενοι όλων των χωρών απολαυστε» ο αναγεννημένος καπιταλισμός το έκανε πράξη με ένα ατέρμονο shopping therapy, συμβιβάζοντας φαντασιωτικά την ενδοψυχικη παθογόνα -σύμφωνα με τον Φρόυντ- σύγκρουση ανάμεσα στην αρχή της πραγματικότητας και την αρχή της ηδονής. Αφού «οι εκλογές είναι μια παγίδα για βλάκες», η ιδέα της πλήρους ρήξης με τον παλιό κόσμο συνοδεύονταν από την διεκδίκηση μιας αυτονομίας χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις απέναντι στις περασμένες και τις επόμενες γενιές και χωρίς διαμεσολαβήσεις των θεσμών που θεωρήθηκαν συλλήβδην φορείς της αλλοτρίωσης. Η στάση αυτή προανήγγειλε αυτό που πλέον κυριαρχεί, την μαζική λιποταξία από τον δημόσιο χώρο.
Ήδη ο Ζ.Π Σαρτρ στην τελευταία πριν τον θάνατο του συνέντευξη στην Nouvelle Observateur το 1981 έγραφε «ότι η ψήφος στην αριστερά δίνεται πια χωρίς καμία ελπίδα». Ο καταναλωτικός ατομικισμός υποκατάστησε την δημοκρατία και η πολιτική έγινε ένα ακόμη διαφημιστικό προϊόν που η επιτυχία του εξαρτάται από τους image makers. Ο παροξυσμός του ατομικισμού στα χρόνια της ευμάρειας πήρε την μορφή ενός συλλογικού Ναρκισσισμού – οικονομικού εθνικισμού, που ήρθε ανάγλυφα στην επιφάνεια με αφορμή την οικονομική κρίση και δεν περιορίστηκε στην σύγκρουση των πλουσίων χωρών της Ευρώπης με τις φτωχές αλλά ως επιδημία εισέβαλλε στο εσωτερικό των χωρών, όπου οι πλούσιες περιοχές ζητούν την αυτονομία τους από τις φτωχές.
Ο αντιαυταρχισμός έφερε σταδιακά στο πολιτικό προσκήνιο τον αυταρχισμό στην πιο τερατώδη του εκδοχή (Λε Πεν-Τραμπ). Η απεξάρτηση από όλες τις θεσμισμενες δομές έφερε νέες παθογονες εξαρτήσεις ( ναρκωτικά –ψυχοφάρμακα – διαδίκτυο-κατανάλωση). Πλέον δεν ζούμε το χάσμα και την σύγκρουση των γενεών όπως το ‘68 αλλά την σύγχυση των γενεών. Η εξαέρωση του Πατέρα και του συμβολικού νόμου που ήταν φορέας, έχει φέρει στο προσκήνιο άκληρους νέους χωρίς πυξίδα και σημεία αναφοράς. Είναι αυτοί οι «νεανικοί ενήλικοι», όπως έγραφε ο Ε.Μορεν που πρέπει να γίνουν γονείς του εαυτού τους αφού «ζητούν από τους Πήτερ Παν γονείς τους να αποδεχτούν την ηλικία τους πεπεισμένοι πως οι γονείς τους αρνούμενοι να μεγαλώσουν τους έκλεψαν τα νιάτα τους», όπως εύστοχα έγραφε ο Π.Μπρυκνερ. Εκείνη η άνοιξη μας δείχνει ότι η επαναστατική απόρριψη του παρελθόντος, η επίπλαστη αυτονομία και μια ελευθερία χωρίς δεσμεύσεις μας οδήγησαν σε μια αδύνατη κληρονομία.