Ιόνιο και ιδιαίτερα βόρειο Ιόνιο, Παξοί και Κέρκυρα, εκεί που όπου γυρίσεις τη ματιά σου, τον φωτογραφικό ή τον κινηματογραφικό σου φακό, έχεις ένα υπέροχο κάδρο και αν υπάρχουν χρήματα, δηλαδή χρόνος, πλήρης ανεξαρτησία αλλά και αρκετή υπομονή, περιμένει κάποιος τον καλό θεούλη να δώσει τη δέουσα φώτιση στον χώρο κι όλα γίνονται υπέροχα, μαγικά, θαυμαστά και λίγο θλιμμένα γιατί όπως έλεγε ο Σαρλ Μπωντλαίρ «Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία». Ειδικά όποιος έχει την τύχη να επισκεφθεί την περιοχή φθινόπωρο, θα έχει επιβεβαιώσει τον σπουδαίο ποιητή, θα έχει διευρύνει τον ορισμό του για το κάλλος και θα έχει εμπλουτίσει με χιλιάδες εικόνες την έννοια της ομορφιάς.
Στον «Maestro» με φόντο τις γειτονιές των Παξών, βλέπουμε από τα πρώτα πλάνα, πάνω σε βέσπα μια νεαρή γυναίκα, η οποία όταν αγκαλιάζει ναζιάρικα τον πατέρα της, τη γιαγιά της ή όποιον οικείο της επιθυμεί, μεταμορφώνεται σε αθώα έφηβη, που μπορεί να πείσει τους πάντες και τα πάντα γι αυτά που θέλει, είναι η Κλέλια, η ίδια κοπέλα, που όταν γουστάρει αλλάζει και γίνεται γυναίκα, η οποία μπορεί να κολάσει από τον πιο ηθικό μεσήλικα μέχρι και τον ανυποψίαστο «Maestro». Σε κάποια στιγμή ακούγεται η Κλέλια να λέει «Κάπου άκουσα ότι την εποχή της πανδημίας λόγω του lockdown είχε καθαρίσει η ατμόσφαιρα τόσο πολύ που μπορούσες να δεις τον Μεσαίωνα να έρχεται. Από εδώ δεν έφυγε ποτέ». Αυτός είναι και ο πυρήνας της σειράς, εννέα επεισοδίων με κάθε φορά διαφορετικό πρωταγωνιστή. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε την εξέλιξη της κεντρικής ιδέας, μέσα από την οπτική κάθε φορά διαφορετικού ήρωα. Ο μαέστρος μας είναι ένας μεσήλιξ μεν, αλλά καλοστεκούμενος δε και εύμορφος, ο οποίος οδηγώντας ένα αυτοκίνητο που δεν θα καταδεχόταν να το χρησιμοποιήσουν ούτε στα «Μαγνητικά Πεδία» για να αντικαταστήσει τον συφοριασμένο Ζορζ με το φούξια φτερό, μαζεύει πληροφορίες και βλέμματα θαυμασμού από τους κατοίκους των περίκλειστων Παξών. Ο δάσκαλος έχει φτάσει στη θύρα του Παραδείσου, γιατί όταν μιλάμε για το Ιόνιο και μάλιστα το βόρειο, σε κάτι τέτοιο παραπέμπουν οι προσλαμβάνουσες μας από τα βιβλία των θρησκευτικών και οι εμπειρίες μας από τις επισκέψεις μας στα όμορφα νησιά, για να στήσει ή μάλλον να αναστήσει ένα μουσικό φεστιβάλ. Πιθανόν ο καλοραμμένος μαέστρος μας, (δεν του πάει του Παπακαλιάτη να του γράφουμε καλοστεκούμενος), να θέλει να στήσει ή και να αναστήσει την ίδια τη ζωή του, η οποία είναι φανερά αβέβαιη, σκορπισμένη στους πέντε ανέμους και φθαρμένη μέχρι την τελευταίας της ραφή.
Ο Ορέστης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) και η Κλέλια (Κλέλια Ανδριολάτου) είναι το δίδυμο που όλο το νησί θα μεριάσει ελαφρώς την κουρτίνα του, να το παρατηρήσει, να το κουτσομπολέψει, να το κακολογήσει. Ο Παπακαλιάτης τώρα ως δημιουργός του εγχειρήματος, σκοπεύει να μεριάσει την κουρτίνα του για να δούμε μια κοινωνία μικρή, ερμητικά κλειστή και πνιγηρά σιωπηλή, κρυμμένη πίσω από μυστικά, ψέματα, καθωσπρεπισμούς και υποκρισίες. Τη βάση της μικρής κοινωνίας την αποτελούν κατά κύριο λόγο η οικογένεια της Κλέλιας της οποίας ο Φάνης (Φάνης Μουρατίδης) είναι ο πατέρας της και είναι υποψήφιος δήμαρχος, είναι ακόμα έξυπνος, καπάτσος, πετυχημένος, φροντίζει για το καλό της μικρής κοινωνίας και γενικά έχει όλα τα χαρακτηριστικά του «υποψήφιου», αυτός κάλεσε τον Ορέστη στο νησί, γιατί διαθέτει και κάποιο ψιλοοραματάκι για την μικρή κοινωνία, λατρεύει την Κλέλια, έχει πολλές κόντρες με τον Αντώνη, τον γιό του και ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή γενικώς και τη Σοφία (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) τη γυναίκα του ειδικώς, η οποία είναι καλή, ευγενική, τρυφερή, και προσεκτική χωρίς να αποφεύγει όμως τις κακοτοπιές. Έχει συμβιβαστεί η Σοφία με αυτά που έχει αποκτήσει στη ζωή της και προσπαθεί να μη βλέπει τα όνειρα που έχει αφήσει πίσω της, ακόμα και τον γάμο της, τον συντηρεί για να επιβιώσει η ίδια και τα παιδιά σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και κοινωνικής αξιοπρέπειας. Ο Αντώνης (Ορέστης Χαλκιάς) είναι ο μικρότερος αδελφός της Κλέλιας. Ο οποίος είναι ένας ταλαντούχος νέος, με ερωτικές ανησυχίες, γεμάτος πάθος για τη ζωή, με χιούμορ, αγωνίες και αυτοσαρκασμό. Οι προστριβές με τον πατέρα του είναι συνεχείς και έντονες, η δε άφιξη του δάσκαλου ανοίγει ένα παράθυρο αισιοδοξίας στη ζωή του. Τέλος η γιαγιά (Χάρις Αλεξίου) είναι η αυτή που γνωρίζει τα πάντα, φροντίζει τα πάντα και ξέρει να αγαπά του πάντες. Την ενδιαφέρει η ουσία των πραγμάτων, νοιάζεται για τα δυο εγγόνια της και θέλει να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, έχει χιούμορ, αιχμηρή ματιά και αποτελεί την ηθική σταθερά της οικογένειας, θα έλεγε κανείς και του τόπου που ζει. Φαίνεται ότι κι αυτή παραμέρισε τα όνειρά της για το οικογενειακό καλό, αλλά δεν θέλει να συμβεί κάτι τέτοιο και στα εγγόνια της και γι αυτό φαίνεται πως θα πασκίσει σε όλο το σίριαλ. «Πρέπει όλοι να έχουμε ένα πρόσωπο που ξέρει να μας ευλογεί παρά τα αποδεικτικά στοιχεία» σημείωνε η συγγραφέας Phyllis Theroux και η γιαγιά Χάρις φαίνεται ότι θα παίξει με άνεση και ευχέρεια αυτόν τον ρόλο.
Υπάρχουν κι άλλοι ενδιαφέροντες και σημαντικοί χαρακτήρες όπως αυτός της Μαρίας, εξαιρετική η (Μαρία Καβογιάννη), του Χαράλαμπου (Γιάννης Τσορτέκης) του γιου τους Σπύρου (Γιώργος Μπένος), του γιατρού Μιχάλη (Αντίνοος Αλμπάνης) ο οποίος πρέπει να κρύβει μεγάλα ερωτικά και άλλα μυστικά, όμως όλα αυτά θα τα δούμε σιγά, σιγά για την ώρα έχουμε να σημειώσουμε πως όλες οι ερμηνείες με εξαίρεση του ίδιου του Παπακαλιάτη βρίσκονται σε καλό κάποιες φορές δε σε υψηλό επίπεδο. Ο Παπακαλιάτης εξυπηρετεί τον ρόλο του, δεν μπορεί να πει κανείς το αντίθετο, αλλά παίζει πάντα τον ίδιο ρόλο ίδιο και απαράλλαχτο, αναρωτιέται κανείς δεν τον έχει κουράσει αυτό;
Ας πάμε όμως στα της παραγωγής. Αν για κάτι είναι αξιοζήλευτος ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι γιατί στον σκληρό, αδυσώπητο και άναρχο πόλεμο των καναλιών έχει επιβάλει τους όρους του. Μια καλή παραγωγή απαιτεί χρόνο, χώρο και χρήμα και προϋποθέτει ταλέντο. Ο Παπακαλιάτης έχει καταφέρει με το ταλέντο του και τη δουλειά του να κερδίσει και τα υπόλοιπα. Ο δημιουργός του Maestro, γιατί ο Παπακαλιάτης δεν παίζει μόνο, δεν γράφει, δεν σκηνοθετεί μόνο το σίριαλ, το δημιουργεί από το μηδέν, από την ιδέα, μέχρι την επιλογή των ηθοποιών, το ρεπεράζ των χώρων, το γύρισμα, το post production όλα είναι πάνω του, γύρω του και εντός του. Έχει καταφέρει σ’ αυτό το δύσκολο παιχνίδι να επιβάλει τους όρους του κι αυτό είναι ολοφάνερο γιατί έχει χρόνο να κάνει τις αναγκαίες πρόβες με τους ηθοποιούς του, υπάρχει χρόνος και χρήμα για να φωτιστούν σωστά και καλά οι σκηνές, ενδιαφέρον έχουν τα γενικά του πλάνα, ακόμα και τα πλάνα που γίνονται στο νησί είτε από drone, είτε από κάποιο σταθερό σημείο, υπάρχει η άνεση χρόνου για να μην γίνεται γύρισμα, όποτε βολεύει την διεκπεραίωση, αλλά τότε που πρέπει, γι αυτό βλέπουμε προσεγμένα τα πλάνα του νησιού, τις ώρες που το φως της μέρας ντύνει το χώρο με τα καλύτερά του χρώματα, σχήματα και εικόνες. «Αυτό που κάνει τη φωτογραφία μια παράξενη εφεύρεση είναι ότι οι πρώτες ύλες της, είναι φως και χρόνος» έγραφε ο Βρετανός συγγραφέας John Berger, στην περίπτωσή μας όμως και τα βόρεια Ιόνια, αποτελούν μια εξαιρετική πρώτη ύλη, που αν αξιοποιηθεί σωστά φέρνει σπουδαία αποτελέσματα.
Αυτά όμως σε μεγάλο βαθμό το γνωρίζαμε κι από τις προηγούμενες δουλειές του Παπακαλιάτη, το ερώτημα που αιωρείται είναι αν ο δημιουργός του «Maestro» θα καταφέρει να τρυπήσει το κουκούλι που έχει ο ίδιος δημιουργήσει και να μας προσφέρει κάτι καινούργιο, κάτι φρέσκο, κάτι διαφορετικό. Αυτό που επιτυγχάνεται σε ένα βαθμό από τις πρώτες εικόνες είναι να αποδοθεί η ασφυκτική ατμόσφαιρα της περίκλειστης, συντηρητικής και στερημένης κοινωνίας. Αυτή η καλά προετοιμασμένη ατμόσφαιρα, η καλά δομημένη παραγωγή και η γνωστή σκηνοθετική κατεύθυνση, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε απρόσμενες εξελίξεις, σε αναπάντεχες εκρήξεις και σε άγριες ανατροπές. Επειδή όμως οι προϋπολογισμοί του «Maestro» είναι αστρονομικοί για τα ελληνικά δεδομένα και την περιορισμένη μας αγορά κι αυτά τα χρήματα δεν μπορούν να βγουν από τις διαφημίσεις κανενός καναλιού, το ερώτημα είναι, θα βρει τρόπο ο «Maestro» να μιλήσει και σε ευρύτερο κοινό, εκτός από το περιορισμένο ελληνικό και τελικά θα καταφέρει να ακολουθήσει, η όλη προσπάθεια, διεθνή καριέρα;
Ο «Maestro», οι γείτονες oι γονείς και τα παιδιά της οικογένειας, θα έχουν τον πρώτο λόγο στη συνέχεια του σίριαλ, αλλά όπως ταχυδακτυλουργικά το έθετε ο αμερικανός Robert Orben «Το πρώτο πρόβλημα των γονιών είναι να μάθουν στα παιδιά τους πώς να συμπεριφέρονται σε μια καλή κοινωνία, και το δεύτερο είναι να βρουν μια τέτοια κοινωνία», το βέβαιο είναι ότι μια τέτοια κοινωνία, δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο περίκλειστη, τόσο αφυδατωμένη, τόσο άγρια, τόσο συντηρητική και κυρίως τόσο υποκριτική.