Αυτοί που τρομάζουν περισσότερο από την αλλαγή, την ανατροπή, είναι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι ή μάλλον οι άνθρωποι που με ένα διαβολικό τρόπο έχουν συνηθίσει την ερημιά και την απόγνωση. Έτσι δημιουργείται ένας συντηρητικός άνθρωπος και μια συντηρητική κοινωνία που είναι πολύ δειλή και πολύ φοβισμένη για να πολεμήσει.
Ενώ στο Maestro 1 όλα συγκλίνουν και οδηγούν, τελικά, στη δολοφονία του Χαράλαμπου (Γιάννης Τσορτέκης), στο Maestro 2 τα πάντα ξεκινούν από αυτή τη δολοφονία. Όλοι βυθίζονται σε μια ενοχή, ένα μυστικό, μια μομφή που δεν μπορούν να την μοιραστούν αλλά δεν μπορούν και να τη κουβαλούν μόνοι. Το νησί ψιθυρίζει για την εξαφάνιση με έναν τρόπο που δείχνει ότι όλοι γνωρίζουν, αλλά κανένας δεν θέλει να μιλήσει και κανένας δεν σκοπεύει να πειράξει τη θλιβερή ζωούλα του, για χάρη ενός δολοφονημένου ρεμπεσκέ, ενός ανήθικου κακοποιού, ενός βάναυσου οικογενειάρχη. Ούτε καν οι αρχές, από έναν αστυνομικό λίγο τρελαμένο (από την Κέρκυρα είναι) στα πρόθυρα της σύνταξης (Κώστας Μπερικόπουλος). Η όποια συμπάθεια γεννιέται μετά την θυματοποίηση του στο πρόσωπο του δολοφονημένου Χαράλαμπου, έρχεται το φάντασμα του, είτε ως ανάμνηση, είτε ως όραμα στους ανθρώπους που τον έζησαν και μαζί βίωσαν τον βίαιο, απάνθρωπο και στυγνό χαρακτήρα του, να την εξαϋλώσει να την σβήσει και να θυμίσει στον θεατή τα έργα και τις ημέρες του στυγνού συνεργάτη του δημάρχου. Η συντηρητική, στεγνή κοινωνία της επαρχίας κρατά την ανάσα της για να μην εκραγεί η ωρολογιακή βόμβα που τοποθέτησε με προσοχή, μια δόση κυνισμού και άλλη μια δόση ειρωνείας ο Χαράλαμπος, ο θάνατος δηλαδή ενός κτηνώδους αποβράσματος.
Οι ήρωές μας τώρα συνεχίζουν τον βίο τους επισκευάζοντας αγωνιωδώς τις ρωγμές που παρατήρησαν όλοι κατά τη διάρκεια της πρώτης σεζόν. Ο Ορέστης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) έχει χαθεί στη μουσική του, γιατί δεν αντέχει τη ζωή του πιθανόν ούτε τον ίδιο τον εαυτό του. Τον βλέπουμε χωρίς πυξίδα, κατεύθυνση με ελαττωματική ηθική και μια δόση αναισθησίας, να διευθύνει ευαίσθητα κομμάτια και λυρικές γεμάτες πόνο και συναίσθημα συνθέσεις. Η εγκυμονούσα γυναίκα του, η Αλεξάνδρα (Στεφανία Γουλιώτη), στα όρια του παραλογισμού οργανώνει τριμελείς συνεδρίες με δυο άτομα προσπαθώντας να εκβιάσει την παρουσία του άνδρα της δίπλα της.
Στο νησί όλοι είναι έτοιμοι να φτερακίσουν, άλλος για την πρωτεύουσα, άλλος για τα μακρινά μέρη των ονείρων του και άλλος για τα βαθιά νερά των ενοχών του. Ο δήμαρχος ορκίζεται να βάλει τάξη και να δώσει αναπτυξιακή ζωή στο δήμο του, ενώ δεν μπορεί να συγκρατήσει την οικογένειά του από την επερχόμενη διάλυση. Η πρώτη οικογένειά του νησιού σπαράσσεται από την ασυνεννοησία των μελών της, τη ρηγματωμένη συναισθηματική σχέση και το χάος των διαφορετικών επιθυμιών. Η Κλέλια (Κλέλια Ανδριολάτου) όπως και η μαμά της Σοφία (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) και η γιαγιά της (Χάρις Αλεξίου), -το χουν αυτό οι γυναικείοι ήρωες του Παπακαλιάτη- βυθίζονται σε έναν απαγορευμένο έρωτα, ο οποίος τις οδηγεί σε μια συμβατική ζωή, την οποία δεν επιθυμούν, αλλά δεν κουνάνε ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι να αλλάξουν. Σ’ αυτόν τον πλανήτη, αλλά κυρίως στην μικρή επαρχία του Ιονίου και των Παξών, οι γυναίκες φτιάχτηκαν, κατά τον σεναριογράφο Χριστόφορο Παπακαλιάτη, για να νοσταλγούν έναν μεγάλο έρωτα και να πλατσουρίζουν σε μια συμπεφωνημένη, γεμάτη συμβάσεις και συμβιβασμούς ζωή. Ο ανδρικός πληθυσμός πάλι τραβά τον δικό του Γολγοθά, ο δήμαρχος Φάνης (Φάνης Μουρατίδης) αποταμιεύει ψήφους στις κάλπες και χρήμα στα πατώματα, ο γιος του Αντώνης (Ορέστης Χαλκιάς) βολοδέρνει μεταξύ ηρωισμού, αυτοθυσίας και προδοσίας και παραίτησης, σ’ αυτό βοηθά και ο συντηρητικός εραστής του ο Σπύρος (Γιώργος Μπένος) και ο γιατρός Μιχάλης (Αντίνοος Αλμπάνης) με την τετράγωνη λογική, την τηλεκατευθυνόμενη ματιά και την αδαμάντινη ηθική, περιδιαβαίνει την παραλία μοιράζοντας ευθύνες, ενοχές και αρμοδιότητες, στους καημένους τους επαρχιώτες κι ας είναι και πρώτη κυρία του νησιού. Φαίνεται ο μόνος χαρακτήρας που έχει όλα τα ελαττώματα κι όλα τα χαρίσματα ενός πραγματικού ανθρώπου, που ρέει κανονικό αίμα στις φλέβες του, σωρεύονται στο ρόλο της Μαρίας (Μαρία Καβογιάννη).
Κατά τ’ άλλα οι Παξοί, η Κέρκυρα και το Ιόνιο κερδίζουν την παράσταση όποτε εμφανίζονται στα πλάνα μας. Αν για κάτι είναι αξιοζήλευτος ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, είχαμε επισημάνει από το Maestro 1, είναι γιατί στον σκληρό, αδυσώπητο και άναρχο πόλεμο των καναλιών έχει επιβάλει τους όρους του. Μια καλή παραγωγή απαιτεί χρόνο, χώρο και χρήμα και προϋποθέτει ταλέντο. Ο Παπακαλιάτης έχει καταφέρει με το ταλέντο του και τη δουλειά του να κερδίσει και τα υπόλοιπα. Ο δημιουργός του Maestro, γιατί ο Παπακαλιάτης δεν παίζει μόνο, δεν γράφει, δεν σκηνοθετεί μόνο το σίριαλ, το δημιουργεί από το μηδέν, από την ιδέα, μέχρι την επιλογή των ηθοποιών, το ρεπεράζ των χώρων, το γύρισμα, το post production όλα είναι πάνω του, γύρω του και εντός του. Έχει καταφέρει σ’ αυτό το δύσκολο παιχνίδι να επιβάλει τους όρους του κι αυτό είναι ολοφάνερο γιατί έχει χρόνο να κάνει τις αναγκαίες πρόβες με τους ηθοποιούς του, υπάρχει χρόνος και χρήμα για να φωτιστούν σωστά και καλά οι σκηνές, ενδιαφέρον έχουν τα γενικά του πλάνα, ακόμα και τα πλάνα που γίνονται στο νησί είτε από drone, είτε από κάποιο σταθερό σημείο, υπάρχει η άνεση χρόνου για να μην γίνεται γύρισμα, όποτε βολεύει την διεκπεραίωση, αλλά τότε που πρέπει, γι αυτό βλέπουμε προσεγμένα τα πλάνα του νησιού, τις ώρες που το φως της μέρας ντύνει το χώρο με τα καλύτερά του χρώματα, σχήματα και εικόνες. «Αυτό που κάνει τη φωτογραφία μια παράξενη εφεύρεση είναι ότι οι πρώτες ύλες της, είναι φως και χρόνος» έγραφε ο Βρετανός συγγραφέας John Berger, στην περίπτωσή μας όμως, τα βόρεια Ιόνια, αποτελούν μια εξαιρετική πρώτη ύλη, που αν αξιοποιηθεί σωστά φέρνει σπουδαία αποτελέσματα κι αυτό ο Παπακαλιάτης το έχει κερδίσει με το σπαθί του, γι αυτό και στο τομέα της παραγωγής και της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, οι δουλειές απέχουν παρασάγγας από των συναδέλφων του. Αυτό που επιτυγχάνεται σε ένα βαθμό από τις πρώτες εικόνες είναι να αποδοθεί η ασφυκτική ατμόσφαιρα της περίκλειστης, συντηρητικής και στερημένης κοινωνίας. Αυτή η καλά προετοιμασμένη ατμόσφαιρα, η καλά δομημένη παραγωγή και η γνωστή σκηνοθετική κατεύθυνση, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε απρόσμενες εξελίξεις, σε αναπάντεχες εκρήξεις και σε άγριες ανατροπές.
Εξ άλλου τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που κάνει ο δημιουργός και αναγκάζει τους άλλους να δουν, το να παίρνεις μια κλειστή, συντηρητική, αποστεωμένη, διεφθαρμένη κοινωνία και να της δίνεις σχήμα και μορφή και να κάνεις πολλούς ανθρώπους να νοιάζονται γι αυτό, είναι κάτι και μάλιστα σημαντικό, τώρα για το αν είναι σπουδαία τέχνη, αυτό θα το πει ο χρόνος.