Εκεί που έφτασαν τα πράγματα, αναπόφευκτα ο πόλεμος κατά της Χρυσής Αυγής θα είναι μέχρις εσχάτων. Δεν υπήρχε θέμα συμβιβασμού. Ή η κοινοβουλευτική δημοκρατία θα νικήσει και θα επιβιώσει ή οι νεοναζιστές θα υπερισχύσουν και θα την καταλύσουν. Το ίδιο ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία, αφού στόχος της Χρυσής Αυγής, πριν φτάσει στην κατάλυση της δημοκρατίας, ήταν να την υποκαταστήσει ως κυρίαρχη δύναμη στον χώρο της Δεξιάς.
Αυτό ήταν το νόημα των γεγονότων στον Μελιγαλά, όπου οι χρυσαυγίτες εφάρμοσαν στην πράξη ένα μέρος της ρητορικής τους. Οτι δηλαδή αυτοί πια εκπροσωπούν την πραγματική Δεξιά στην Ελλάδα. Ετσι η Ν.Δ. ήταν αναγκασμένη να πρωτοστατήσει στη δίωξή τους, ταυτιζόμενη με τη βούληση της κυβέρνησης, αλλά και αισθανόμενη ότι αγωνίζεται υπέρ βωμών και εστιών.
Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση θα έφτανε σε συλλήψεις, αν και είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση και γενικότερα η δημοκρατία άργησε πολύ να αντιδράσει. Η Χρυσή Αυγή ήταν νεοναζιστική από την πρώτη στιγμή που σχηματίστηκε, δεν άλλαξε στο ελάχιστο μπαίνοντας στη Βουλή, αντίθετα η εικόνα της έγινε καθαρότερη με τον σχηματισμό ένστολων παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου. Ταυτόχρονα, η δραστηριότητά της στις γειτονιές και τους δρόμους ξεχείλιζε από κλιμακούμενη βία, παρανομία και εγκληματική συμπεριφορά. Τα δε στοιχεία των τελευταίων εκλογών έδειξαν την απήχησή της στα Σώματα Ασφαλείας. Υπήρξε, λοιπόν, καθυστέρηση αντίδρασης, παρά τις σαφείς ενδείξεις ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες παρακολουθούσαν από καιρό πρόσωπα και δράσεις.
Η καθυστέρηση αντίδρασης μπορεί να οφειλόταν σε αργά αντανακλαστικά του πολιτεύματος, σε καιροσκοπισμό, σε φρούδες ελπίδες ότι το φαινόμενο του νεοναζισμού δεν θα ξεπεράσει κάποια «αποδεκτά» όρια, σε λανθασμένες ερμηνείες, σε προσμονή της κατάλληλης αφορμής ή σε όλα αυτά μαζί. Παρά τις προειδοποιήσεις κάποιων μέσα στην Ελλάδα και τις πιέσεις άλλων, έξω από την Ελλάδα, που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν εντονότερες ενόψει ελληνικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ευρωεκλογών. Είναι φανερό ότι η στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα λειτούργησε καταλυτικά, αφαιρώντας κάθε δεύτερη σκέψη και ακυρώνοντας οποιονδήποτε άλλο σχεδιασμό από την πλευρά των κυβερνώντων, αν υπήρχε. Στη συνέχεια και εκ του αποτελέσματος πάντως, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έδειξε αποφασιστικότητα και χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που διαθέτει η δημοκρατία και μένει να διαπιστωθεί πλέον αν η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής θα φτάσει μέχρις εξαφάνισής της. Το πόσο εύκολο είναι αυτό θα το δούμε…
Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής αισθανόταν εξαιρετικά πιεσμένη, φοβόταν τις συνέπειες μετά τον φόνο του Φύσσα. Η δολοφονία ενός Ελληνα την έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τους νόμους και τη βούληση της συντεταγμένης πολιτείας να τους επιβάλει. Από μία πλευρά είναι θλιβερό ότι μόνο τότε αντέδρασε το κράτος και όχι όταν τα θύματα ήταν ξένοι, αλλά αναμφίβολα επρόκειτο για ένα βήμα προς τη δημιουργία προϋποθέσεων εμφυλίου. Η ειρωνεία είναι ότι οι χρυσαυγίτες, μαζί με άλλους συμπαθούντες, επικαλούνται για την προστασία τους το Σύνταγμα και τους νόμους της Δημοκρατίας, που θέλουν να καταλύσουν. Παράλληλα, επιχειρούν συνεχώς να αποποινικοποιήσουν και να πολιτικοποιήσουν τη δίωξή τους για ποινικά αδικήματα που έχουν διαπράξει διαχρονικά, σε πάμπολλες περιπτώσεις…
Είναι γνωστό επίσης ότι ο Μιχαλολιάκος απειλούσε με πρόκληση πολιτικής κρίσης αποσύροντας όλους τους βουλευτές του από τη Βουλή. Αντικειμενικά, κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε πρόβλημα για το πολίτευμα, αλλά έτσι και αλλιώς τον πρόλαβαν η δικαιοσύνη και οι διωκτικές αρχές με τις συλλήψεις του ίδιου και βουλευτών του. Το μεγάλο πρόβλημα στο άμεσο μέλλον είναι η ουσιαστική εξουδετέρωση της διείσδυσης του νεοναζισμού στην ελληνική κοινωνία, όπως και η διάλυση των κοινωνικών δικτύων που κατάφερε να δημιουργήσει. Και ταυτόχρονα η ανελέητη πάταξη της βίας από όπου και αν προέρχεται με τη συναίνεση όλων των κομμάτων του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου»! Θα το κάνουν όμως;